Προσταγή, εντολή, απειλή, προειδοποίηση που σημαίνει παρέμεινε φρόνιμα, ήρεμα, πειθήνια, κάτσε καλά, στάσου προσοχή, μη μου κουνιέσαι κλπ.

Εκφέρεται και σκέτο, όμως συνοδεύεται συνήθως με κλεφταρματολίτικες και Γκουζκγουνικές υποσχέσεις ή αριστοφανικά κοσμητικά επίθετα.

Από την πιο κυριολεκτική χρήση: ευθυγραμμίσου ίσια, ίσα, στοιχίσου. Σε πιο traditionale χρήση εκφράζει σύγκριση.

Διπλό, «ίσα-ίσα», σημαίνει σχεδόν, πολύ κοντά, αλλά και εξ αντιθέτου, αντιθέτως, αντίθετα. Όρα και τσίμα-τσίμα, κάθε άλλο.

  1. Σκέτο:
    - Ίσα.
  1. Απειλή κλπ: - Ίσα μη σου γαμήσω.
    - Ίσα και σας έφαγα
    - Ίσα και σε καθάρισα.
    - Ίσα μωρή χαμούρα...
  1. Σύγκριση:
    - Μια κοπελάρα, ίσα μ' εκεί πάνω.

  2. Κοντά, σχεδόν:
    - Ίσα ίσα προλάβαμε το πλοίο που έφευγε.
    - Η σφαίρα πέρασε ίσα-ίσα, δίπλα απ το κεφάλι του.
    - Ίσα βάρκα, ίσα νερά.

  3. Αντιθετικά:
    - Όχι μόνον καθυστέρησε αλλά ίσα-ίσα, μας τα 'ψαλε κιόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καταπληκτικό, μεγαλειώδες, απίστευτο, ανυπέρβλητο, μνημειώδες, φοβερό κλπ.

Συνώνυμα: δεν υπάρχει, πού να σ'τα λέω, κλπ

- Πώς περάσατε στο Παρίσι;
- Α, στο Παρίσι; Άσε, μόνο ένα θα σου πω! Δε σου λέω τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eτσι αποκαλείται εντελώς τελείως υποτιμητικότερα του «βούλγαρος», ο φίλαθλος, οπαδός, παίκτης η αθλητής, κυρίως του Πανθεσσαλονίκειου αθλητικού ομίλου Κωνσταντινουπολιτών (ΠΑΟΚ) που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Πόλη της Βορείου Ελλάδος απέχουσας περί τα 120 Km απο της Ελληνικής μεθορίου μετά της γείτονος Βουλγαρίας, συμπαθεστάτης και φίλιας χώρας της ΕΟΚ, απ' όπου έλκει την ονομασία του, παραφραστικά, ο εν λόγω χαρακτηρισμός).

Οι ποδοσφαιρόφιλοι (διάβαζε καυγαδόφιλοι) και μη, της Νοτίου Ελλάδος δεν παραλείπουν, ευκαιρίας δοθείσης, να επιδαψιλεύουν συλλήβδην με τον παραπάνω εθνοπροσδιοριστικό τίτλο και τους υπολοίπους κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, με ιδιαίτερη προτίμηση, σ εκείνους της Κεντρικής Μακεδονίας.

Η προσφώνηση, ελλείψει προστατευτικού κιγκλιδώματος, αποτελεί θρυαλλίδα για την έναρξη τρανής κλωτσοπατινάδας.

Παράγωγα-τύποι: βουργάρα, βούργαροι, βουργαρία.

Όρα και βούλγαρος, βούλγαρος είσαι;

Υποδοχή σε ΠΑΟΚτσήδες στο λεωφορείο λίγο έξω απ την Αθήνα.
- Κατεβείτε κάτω ρε παλιοβούργαροι, με τα διαβατήρια σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.

Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.

Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).

Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.

- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.

ΑΡΑΓΜΕΝΑ ΨΩΛΑΡΑΓΜΑΤΑ (από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περίνεο, ο περιορισμένος χώρος μεταξύ αιδοίου και πρωκτού.

Κατ' ευφημισμόν πάρκινγκ, καθ όσον εκεί θαλασσοδέρνονται οι όρχεις κατά τη διάρκεια κατά τη διαδικασία εξαγωγής και εκροής του γαλακτικού οπού των.

Όρα και «δυο δάχτυλα και κάτι».

Στην εφηβική καφετέρια:
- Σιγά μη λεγετ' έτσι ρε μαλάκα. Αρχιδοπάρκινκ λέγεται.

(από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το αντίθετο του πιάνω πουλιά στον αέρα.

Χαρακτηρισμός για άτομο αδέξιο, ανίκανο, ανεπαρκές, ζημιάρη, απρόσεκτο, αλλά και άτυχο, γκαντέμη.

- Πάλι του πεσε ο δίσκος; Τι ναι τούτος ρε παιδάκι μου; Βαλσαμωμένο πουλί απ' τα χέρια του φεύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηφίζω Γιάννη Μπουτάρη, για Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010.

Να μη συγχέεται με το γίνε Άρης να μπουτάρεις.

- Ποιός Γκιουλέκας και γαλαζοπράσιν' άλογα, μπουτάρισε παιδάκι μου.

Ο Μπούτας δυσκολεύεται να μπουτάρει στη θέση του περιφεριάρχη. Ισως αν χτυπήσει κανα μπουτάρι να μπορεί να δει διπλό το ποσοστό του (από GATZMAN, 07/11/10)(από GATZMAN, 27/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση είναι λογοπαίγνιο και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ερμηνεία.

Σερβίρεται σε διάφορες περιστάσεις.

- Πάρε κόσμε, έχω πράμα καλό και δεν παρακαλώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει λαμβάνω υπ' όψιν μου.

Προσοχή: Όταν λέγεται από αγράμματους δεν είναι σλανγκ.

- Την επόμενη φορά, θα σας λάβω υποψία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified