Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται στους κύκλους των μουσικών ο οργανοπαίκτης που παίζει γρήγορα και φιγουρατζίδικα τα πάντα για να εντυπωσιάσει, πλην όμως το παίξιμό του είναι ασαφές, μπερδεμένο, πρόχειρο, με πολλή Γαλλία, καλαμπόρτσικο, εκτός χρόνου και μέτρου και με πολλά λάθη. Συχνά τον συναντούμε να δουλεύει κανονικά σε πατάρια. Κατά κανόνα, άλλα όχι απαρέγκλιτα, παίρνει χαμηλό μεροκάματο. Δεν χαίρει εκτίμησης και υπόληψης (ένεκα παιξίματος) στους κύκλους των αξιοπρεπών μουσικών και θεωρείται παράδειγμα προς αποφυγή.

Ο κιθαρίστας ερώτηση:
- Καλά ρε συ, πήγατε και παίξατε σε κείνη τη δουλειά μ' αυτόν τον παπαρδέλα;
Ο τζαζμπανίστας απάντηση:
- Παπαρδέλας- ξεπαπαρδέλας η δουλειά βγήκε κανονικά και σηκώσαμε και χοντρή χαρτούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η (διπλή) χοντρή χορδή (ρε) του τρίχορδου μπουζουκιού ή οι δυο (διπλές) χοντρές χορδές (Φα, Ντο) του τετράχορδου μπουζουκιού. Οι εν λόγω μεταλλικές χορδές είναι διπλές, αποτελούνται δηλαδή από μια χοντρή και μια λεπτή, θεωρούνται όμως ως μια καθόσον χορδίζονται στον ίδιο τόνο με διαφορά μιας οκτάβας.

Απαντάται και ως μπουργάνα η μπουργκάνα.

Η προέλευση της είναι, κατά πάσα πιθανότητα ηχομιμητική, λόγω ομοιότητας με μούγκρισμα (μουγκάνισμα) ζώου.

1.Τα ταξίμια που παίζει ο Βύζας στις μουργκάνες είναι ανεπανάληπτα.

  1. Το «γειτόνισα χανούμισσα» του Βοσκόπουλου έχει φοβερή εισαγωγή στις μουργκάνες.

ΓΕΙΤΌΝΙΣΆ ΧΑΝΟΥΜΙΣΣΑ (από iwn, 23/04/13)Βυζας Δημητρης (από iwn, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.

Βλ. και ζγκατάψυξ και τγάμσα.

Γκζέντσα κι τγάμσα.

γκζέντσα κι τγάμσσα (από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «τη γάμησα». Tγάμσαμι = «το γαμήσαμε». Άλλη μια έκφραση του ... βουνού και της στάνης, που όμως απαντάται και σε σαλόνια.

Bλ. και ζγκατάψυξ, γκζέντσα.

Αμάν, τγάμσαμι τη μάνα.

(από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται μια ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο.

Βλ. και α λα γαλλικά

Ο οδηγός στον συνεπιβάτη φίλο του : - Ξέρω ότι είναι μονόδρομος, αλλά εμείς θα την κάνουμε λίγο καουμπόικα γιατί δεν θα φτάσουμε ποτέ με τις πορείες που γίνονται στο κέντρο.

"ενέργεια που πραγματοποιείται με τρόπο παρακινδυνευμένο, πλάγιο, ριψοκίνδυνο, ψιλοπαράνομο, μάγκικο, ανορθόδοξο, παράτολμο, με ρίσκο". (από Khan, 23/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός αφορισμός αναβαθμισμένος όμως πλέον σε hardened edition, για να μας υπενθυμίζει ότι στη ζωή καμιά κατάσταση δεν είναι τόσο άσχημη ώστε να μη μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερη.

- Από το βλέμμα σου καταλαβαίνω τι έγινε με την αύξηση που πήγες να ζητήσεις από το αφεντικό.
- Α τον μαλάκα, σκατά να φάει και νερό να μη πιει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ανέχεται η επιτρέπει συνειδητά και σιωπηρά η γυναίκα του να εκδίδεται για ανταλλάγματα σε στενό κοινωνικό κύκλο, επωφελούμενος και ο ίδιος απ' αυτά.

- Φυσικά και γνωρίζει τι κάνει η γυναίκα του.
- Κατάλαβα, καλός ρουφιάνος είναι.

Βλ. και ρουφιανόσπιτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος, ο ρεζιλεμένος.

Από το τουρκικό kepaze (κακόφημος).

  1. - Άντε χάσου από δω, παλιό-κεπεζέ!

  2. Ντόμα-ζέτο κεπαζέτο (σπιτόγαμπρος-ρεζιλόγαμπρος). Σλαβοσκοπιανή παροιμία, χρησιμοποιείται και από σλαβόφωνους Έλληνες για τους σώγαμπρους (doma: σπίτι, zetot: γαμπρός).

doma zetot kepazeto (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified