Η έκφραση περιγράφει μια εκρηκτική, έκρυθμη κατάσταση που πλησιάζει, ένα ξεσηκωμό που σιγοβράζει, μια επικείμενη φιλονικία, μια υποβόσκουσα ένταση, μια επερχόμενη σύγκρουση, μια ησυχία πριν τη καταιγίδα, μια επίθεση έτοιμη να ξεσπάσει, μια ανησυχία που προκαλεί πανικό, ένα πατιρντί επί θύραις κ.λπ. κ.λπ.

-Τα ΜΑΤ φόρεσαν τα κράνη τους, πάμε για τιγκανά γιατί η υπόθεση μυρίζει μπαρούτι.

Δημητσάνα. Εδώ μύριζε μπαρούτι κάααπιοτε  (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει θυμώνω, νευριάζω, αγανακτώ, ενίσταμαι, εκρήγνυμαι.

Η έκφραση προέρχεται από την πυρίτιδα, κοινώς μπαρούτι, παμπάλαια εκρηκτική ύλη από άνθρακα, θειάφι και νίτρο, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Επίσης συνώνυμα μπαρουτιάζω, γίνομαι Τούρκος, τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  1. - Πήγα στη πολεοδομία και όταν μου είπαν πόσα πρέπει να πληρώσω για ένα παρτέρι, έγινα μπαρούτι.

  2. Μόλις την είδα με τον άλλον έγινα μπαρούτι. Πάμε τώρα στο προαύλιο να παίξουμε μπάλα με τον Ρωχάμη.

εγινα μπαρουτι (από iwn, 14/12/10)Barut (από Nakas, 14/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπηλακίζω, προγκάω, κυνηγάω, διώκω, αποβάλλω, πετάω έξω κακήν κακώς κάποιον η κάποιους.

Επίσης και παίρνω με τα φκιάρια.

Οι δυο χαρτοκλέφτες στο νησί.
- Μη μου μιλάς, γιατί θα μας πάρουν με τα φτυάρια, αν μας μυριστούν οι ντόπιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ψήσει, προθερμάνει, προετοιμάσει, ζεστάνει, προλειάνει, διεγείρει, γκαυλώσει κάποιο άτομο, συνήθως προς ερωτική συνεύρεση.

Στο φοιτητικό κυλικείο :
- Και που λες, έχουμε ακούσει τη μουσικούλα μας, ήπιαμε και το ουισκάκι μας και πάνω που την έχω φέρει στο μάλιστα, τσαφ, ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει μέσα ο συγκάτοικος με τους γονείς του που ήρθαν να τον δουν απ το χωριό.
- Πω πω ξενέρα μεγάλη, δικέ μου.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ, Ο ΜΠΑΡΚΟΥΛΗΣ. (από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι ο εφαψίας.

Δηλαδή το άτομο που αναζητά μανιωδώς συνωστισμό και στριμωξίδι προκειμένου να ικανοποιήσει το ακατανίκητο και νοσηρό του πάθος της, δήθεν φευγαλέας, πλην όμως έντονης, παρατεταμένης , ενοχλητικής, συνεχούς σωματικής επαφής «πάνω απ τα ρούχα», με άτομα (κατά κανόνα) του άλλου φύλου, ερχόμενος σε υπέρτατη ηδονή σε συνδυασμό και με την παρατήρηση των αντιδράσεων του ατόμου-θύματος.

Λέγεται και κολλητήρι και εφαψάκιας.

- Έπρεπε να σουνα και να 'βλεπες. Έπιασαν έναν κολλητηρτζή στο λεωφορείο κι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, ήρθε και η αστυνομία, αλλά τους ήταν ήδη γνωστός. Μεγάλο σακατιλίκι σου λέω.

(από electron, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι το προφυλακτικό κάλυμμα, από ελαστικό υλικό που τοποθετείται σφιχτά στο εγερμένο ανδρικό μόριο πριν τη διείσδυση του στον γυναικείο κόλπο, προς αποφυγή τόσον ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης όσο και μεταδοτικού αφροδίσιου νοσήματος.

Επίσης λάστιχο, καπότα, προφυλακτικό, τσουτσού φερετζέ, σκουφίτσα, αλεπουδίτσα, μπεμπέκα.

Στον περιπτερά:
- Δώσε μου ένα Μάρλμπορο κι ένα κουτί προφυλακτήρες σε παρακαλώ.

(από iwn, 12/12/10)(από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω πεζός, περπατώντας, βαδίζοντας, οδοιπορικώς, με τα πόδια.

Στις μετακινήσεις μας υπάρχουν ενίοτε συντομότερες διαδρομές, αδιάβατες για οχήματα, όπου μόνο πεζός μπορεί κανείς να τις ακολουθήσει, μειώνοντας την απόσταση (κόβει δρόμο). Προφανώς, στη συνέχεια, το «κόβω με τα πόδια» απέκτησε μια οικουμενική σημασία για την πεζοπορία γενικότερα.

Συνώνυμα: πεζό δύο.

  1. Η έκφραση απαντάται και στην ποδοσφαιρική-αθλητική ορολογία με τελείως διαφορετική σημασία όπως:

Ανακόπτω, εκτρέπω τη πορεία της μπάλας με τα πόδια.
Ανακόπτω, ανατρέπω αντίπαλο παίκτη, λακτίζοντας τον με τα πόδια.

  1. - Σ' εκείνη την ταβέρνα μας έγδαρανκανονικά, δεν μας έμεινε φράγκο ούτε για ταξί, κι έτσι στο γυρισμό τη κόψαμε με τα πόδια.

  2. Ραδιοφωνική περιγραφή:
    - Ο Γιούτσος πέφτει και κόβει με τα πόδια τη πάσα του Λουκανίδη και κατεβαίνει μόνος τώρα.
    (ακούγονται οι ιαχές: Έμπαινε Γιούτσοοοο!!!.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να επισημανθεί, να καταδειχθεί, με παραλληλισμό, η ακατανίκητη προσήλωση, το εξαιρετικό ενδιαφέρον, η προσκόλληση, αλλά και ο ερεθισμός, η ισχυρή διέγερση, η αφύπνιση κάποιου, ιδιαιτέρως σε κάτι η από κάτι πολύ συγκεκριμένο.

Είναι αποδεδειγμένο ότι το κόκκινο χρώμα προκαλεί μια ιδιαίτερη ψυχική και συναισθηματική ένταση στους περισσοτέρους ανθρώπους, πολλώ δε μάλλον εντονότερη στους ψυχασθενείς.

Για τον τρίτο της παρέας, λάτρη του υπερβολικού στήθους, που έχει καρφωθεί στο πληθωρικό ντεκολτέ της διπλανής:
Ο πρώτος: - Μην καρφώνεσαι έτσι, ρε μαλάκα.
Ο δεύτερος:
- Τι να σου κάνει ο άνθρωπος; Το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει.

το μάτι του τρελού στο κόκκινο κολλάει (από iwn, 11/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος, ο ηλικιωμένος, το χούφταλο, το ραμολιμέντο, ο χαρχάλης, ο υπέργηρος, το σαράβαλο, ο κωλόγερος.

Τουλάχιστον μπαμπαδισμός αν όχι... μπαμπαλισμός.

Η έκφραση, αναλόγως των περιστάσεων, χρησιμοποιείται με περιπαικτική διάθεση, κατανόηση και συμπάθεια, αντικαθιστώντας ή αποφεύγοντας βαρύτερους συνώνυμους χαρακτηρισμούς, αλλά και απαξιωτικά ή υβριστικά, είτε για άτομα περασμένης, τρίτης ηλικίας είτε για άτομα πάσης ηλικίας που εκφράζουν όμως, λόγω και έργω, άπιαστες, ανεπίτευκτες ανησυχίες και προσδοκίες νεώτερης ηλικίας.

Οι 20άρες φίλες στον 35άρη κορτάκια:
- Άντε βρε γερομπαμπαλή, που θέλεις και πιπίνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified