Η προσβλητική έκφραση, η ύβρις, ο απαξιωτικός η μειωτικός χαρακτηρισμός, το πρόσβολο.

Συνώνυμα: Λόγια βαριά.

  1. Αντάλλαξαν βαριές κουβέντες μεταξύ τους και στη συνέχεια έγιναν μαλλιά κουβάρια.
  2. Στέλιος: ...κι αν αλλάξαμε λόγια βαριά ρίχτα όπως κι εγώ στη φωτιά...
  3. Τον στόλισε με βαριές κουβέντες

(από Khan, 16/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να εκφράσει ισοπέδωση, κατάρρευση, ξεπεσμό η και απειλή.

  1. Μη μου κάνεις μαγκιές γιατί θα σε κάνω ένα με το χώμα.

  2. Ο πύργος κατέρρευσε κι έγινε ένα με το χώμα.

  3. Με τα ναρκωτικά που έμπλεξε ξέπεσε τελείως, έγινε ένα με το χώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συσκευή κινητής τηλεφωνίας ή αλλιώς κινητό τηλέφωνο, που είναι όμως μοντέλο περιωπής, σύγχρονο, τελευταίας μόδας, με τεχνολογία αιχμής, αρκετές δυνατότητες, εντυπωσιακή εμφάνιση, σε δυσπρόσιτη τιμή κτήσης, ή γενικότερα που δεν είναι για τον καθένα.

Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε παρέες νεαρών ατόμων.

  1. Στον φίλο της παρέας που μόλις έβγαλε και ακούμπησε το καινούργιο κινητό του στο τραπεζάκι του καφέ.
    - Ω πα μεγάλε, και γαμώ τη κινητούρα.

  2. Καλά μωρέ, πώς κάνεις έτσι που στο κλέψανε. Δεν ήταν και καμιά κινητούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται η έκπληξη, το ξάφνιασμα, ο αιφνιδιασμός, η τρομάρα, στο άκουσμα απρόσμενα, αναπάντεχα κακών και δυσάρεστων μαντάτων, νέων, πληροφοριών, ανακοινώσεων, αποφάσεων κλπ.

Ο δικηγόρος:
- Μη στεναχωριέσαι, θα του κάνουμε μια μήνυση και θ' ακούσει μια ποινή που θα βουίζουν τ' αυτιά του.

(από iwn, 16/12/10)(από iwn, 16/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερώτηση είναι ρητορική (αν είναι δυνατόν!). Απευθύνεται στον πλησίον μας που προβαίνει σε εξαιρετικά σιχαμερές ενέργειες, πράξεις, εμφανέστατα, εντονότατα, απροκάλυπτα, δίπλα μας, χωρίς προσχήματα, προκλητικότατα, φωνακλάδικα, όπως:
ρέψιμο, κλάσιμο, φτέρνισμα, βήξιμο, φύσημα μύτης, εξόρυξη κακαδιών μύτης, ξεφλούδισμα πληγών, ρίψη ροχάλας σε μέγεθος ταλίρου κ.λπ. κ.λπ.

Στο συμμαθητή που αμολά τη πράσινη ροχάλα στο προαύλιο του σχολείου, λίγο πριν την πρωινή προσευχή:
-Καλά ρε πούστη μου, εδώ ήρθες να ψοφήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση περιγράφει μια εκρηκτική, έκρυθμη κατάσταση που πλησιάζει, ένα ξεσηκωμό που σιγοβράζει, μια επικείμενη φιλονικία, μια υποβόσκουσα ένταση, μια επερχόμενη σύγκρουση, μια ησυχία πριν τη καταιγίδα, μια επίθεση έτοιμη να ξεσπάσει, μια ανησυχία που προκαλεί πανικό, ένα πατιρντί επί θύραις κ.λπ. κ.λπ.

-Τα ΜΑΤ φόρεσαν τα κράνη τους, πάμε για τιγκανά γιατί η υπόθεση μυρίζει μπαρούτι.

Δημητσάνα. Εδώ μύριζε μπαρούτι κάααπιοτε  (από GATZMAN, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει θυμώνω, νευριάζω, αγανακτώ, ενίσταμαι, εκρήγνυμαι.

Η έκφραση προέρχεται από την πυρίτιδα, κοινώς μπαρούτι, παμπάλαια εκρηκτική ύλη από άνθρακα, θειάφι και νίτρο, που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα.

Επίσης συνώνυμα μπαρουτιάζω, γίνομαι Τούρκος, τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω.

  1. - Πήγα στη πολεοδομία και όταν μου είπαν πόσα πρέπει να πληρώσω για ένα παρτέρι, έγινα μπαρούτι.

  2. Μόλις την είδα με τον άλλον έγινα μπαρούτι. Πάμε τώρα στο προαύλιο να παίξουμε μπάλα με τον Ρωχάμη.

εγινα μπαρουτι (από iwn, 14/12/10)Barut (από Nakas, 14/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπηλακίζω, προγκάω, κυνηγάω, διώκω, αποβάλλω, πετάω έξω κακήν κακώς κάποιον η κάποιους.

Επίσης και παίρνω με τα φκιάρια.

Οι δυο χαρτοκλέφτες στο νησί.
- Μη μου μιλάς, γιατί θα μας πάρουν με τα φτυάρια, αν μας μυριστούν οι ντόπιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω ψήσει, προθερμάνει, προετοιμάσει, ζεστάνει, προλειάνει, διεγείρει, γκαυλώσει κάποιο άτομο, συνήθως προς ερωτική συνεύρεση.

Στο φοιτητικό κυλικείο :
- Και που λες, έχουμε ακούσει τη μουσικούλα μας, ήπιαμε και το ουισκάκι μας και πάνω που την έχω φέρει στο μάλιστα, τσαφ, ανοίγει η πόρτα και μπουκάρει μέσα ο συγκάτοικος με τους γονείς του που ήρθαν να τον δουν απ το χωριό.
- Πω πω ξενέρα μεγάλη, δικέ μου.

ΚΟΡΙΤΣΙΑ, Ο ΜΠΑΡΚΟΥΛΗΣ. (από iwn, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται κι έτσι ο εφαψίας.

Δηλαδή το άτομο που αναζητά μανιωδώς συνωστισμό και στριμωξίδι προκειμένου να ικανοποιήσει το ακατανίκητο και νοσηρό του πάθος της, δήθεν φευγαλέας, πλην όμως έντονης, παρατεταμένης , ενοχλητικής, συνεχούς σωματικής επαφής «πάνω απ τα ρούχα», με άτομα (κατά κανόνα) του άλλου φύλου, ερχόμενος σε υπέρτατη ηδονή σε συνδυασμό και με την παρατήρηση των αντιδράσεων του ατόμου-θύματος.

Λέγεται και κολλητήρι και εφαψάκιας.

- Έπρεπε να σουνα και να 'βλεπες. Έπιασαν έναν κολλητηρτζή στο λεωφορείο κι έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, ήρθε και η αστυνομία, αλλά τους ήταν ήδη γνωστός. Μεγάλο σακατιλίκι σου λέω.

(από electron, 12/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified