Για τους πάσης φύσεως υποχθόνιους, η Δίωξη Ναρκωτικών (για τους φίλους, απλά «δίωξη»). Διδάκτορες της ρουφιανιάς, οι ναρκόμπατσοι δεν είναι και τίποτα τζιμάνια (όπως άλλωστε και τα περισσότερα στρουμφάκια). Αν ξαφνικά ανοίξει ο ουρανός και χιονίσει ναρκόμπατσους, το ψάρωμα αντενδείκνυται. Όλο και κάποιος τρόπος θα βρεθεί να τη σκαπουλάρεις, αν βέβαια δεν κοιμάσαι όρθιος. Φουντάρισμα και ξεφόρτωμα βρίσκονται στην πρώτη γραμμή σε περίπτωση μπαστ...

Η νάρκα ποντάρει κυρίως στην τσαπατσουλιά και την αποθράσυνση των νταραβεριτζήδων. Η νάρκα φυσικά κυνηγά τους φτωχομπινέδες, όχι τα μεγάλα κεφάλια. Η νάρκα είναι οργανικό μέρος του συστήματος εξουσίας που συντηρεί την απαγόρευση των ναρκωτικών. Απ' την κάθε σύλληψη όλοι κονομάνε: μπάτσοι, δικηγόροι, δικαστέοι, φυλακές, δημοσιογράφοι, ταξιτζήδες και πάει λέγοντας...

- Τι έγινε με το θεματάκι που λέγαμε; Θα βρούμε καμιά άκρη να την κάνουμε λαχείο;
- Φιλαράκι, τι να σου πω, ο δικός μου έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης τελευταία.
- Κατάλαβα, θα έσπρωξε τίποτα πακέτα και κρύβεται μην αρπάξει καμιά ξώφαλτση... Θα πάρω το Μπάμπη τον κατσαρίδα να δω αν μου 'χει κάτι.
- Ρε συ, δεν ξέρω... Πρόσεχέ τον αυτόν. Έχει βγει βρώμα ότι είναι ρουφιάνος της νάρκας.
- Όχι ρε, καθαρός είναι, τον ξέρω απ' το σχολείο...
- Εγώ μαλάκα μια φορά στο είπα.

Γαμώ το σπίτι σας γαμώ! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεραστίων διαστάσεων καυλόσπυρο, που έχει ξεπεράσει πλέον τα όρια του απλού καρούμπαλου και οδεύει ολαταχώς προς κάτι άλλο, πιο μεγάλο, πιο μεγάλο...

Το βυζί αυτό όμως, δεν ορίζεται μόνον ποσοτικά (δλδ εκ του μεγέθους του) αλλά και ποιοτικά/μορφολογικά: φανταστείτε καταρχήν ένα τεράστιο κόκκινο καυλόσπυρο, που έχει μαζέψει μπόλικο πύον στο κέντρο του, μια θαυμάσια και συμμετρική κιτρινωπή κηλίδα. Στην κορυφή τώρα αυτής της πυώδους κηλίδας, στέκεται περήφανο ένα μικρό κακκαδάκι, η αποξηραμένη «μυτούλα» του καυλόσπυρου.

Οι ομοιότητες με το κανονικό βυζί βγάζουν μάτι: το κακκάδι/μυτούλα είναι η ρώγα, η πυώδης κηλίδα είναι η φωτεινή άλως γύρω απ' τη ρώγα, και ασφαλώς το κύριο σώμα του καυλόσπυρου αντιστοιχεί στο καθαυτό κρεμαστάρι. Δε θέλετε να επεκταθώ τώρα στο τι ακριβώς θα γίνει αν ζουπήξεις το πυώδες καυλόσπυρο και γεμίσει ο κόσμος γάλατα...

- Μαλάκα τι κέρατο είν' αυτό που πέταξες πάλι στο κούτελο; Σα ρινόκερος έχεις γίνει...
- Ναι ρε φίλε, πίκρα, ακυκλοφόρητος έγινα.. Πάντως έχω βελτιωθεί κάπως με τις αλοιφές, παλιά ήμουν τελείως τσιμπούκι.
- Θυμάμαι κάτι βυζιά που έβγαζες, σωστές τορπίλες. Τα 'σπαγες και σοβάτιζες τοίχο. Άνετα.

Και μετά από αυτό το παρόν λήμμα εξαφανίζεται ως δια μαγείας, για να μην το ξαναδώ ποτέ. (από Galadriel, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (η περισσότερο γνωστή σημασία)
    Κόκες, πρέζες και σχετικά παράγωγα. Σε αντίθεση πάντα με το χασίς που είναι σε στερεή μορφή (πρεσαρισμένο / πατικωμένο / σοκολάτα) ή χόρτο.

  2. (η λιγότερο γνωστή σημασία)
    Μποντιμπιλντεράδικα συμπληρώματα διατροφής σε μορφή σκόνης, που διαλύονται σε νερό, γάλα ή χυμό. Οι πιο γνωστές σκόνες είναι οι περιβόητες πρωτεΐνες, που διακρίνονται βασικά σε «όγκου» (περιέχουν πολλούς υδατάνθρακες, τη λεγόμενη σαβούρα), «γράμμωσης» (οι λεγόμενες καθαρές), «ενδιάμεσες» (ή «ογκογράμμωσης», με λίγους υδατάνθρακες). Υπάρχουν κι άλλες σκόνες: κρεατίνες, γλουταμίνες και άλλες ειδικές «φόρμουλες», σχεδόν όλα με την κλασική κατάληξη -ίνη.

Οι σκόνες αυτές είναι κατά βάση ακίνδυνες, εκτός βέβαια κι αν κάποιος αρχίσει να καταπίνει καθημερινά υπερποσότητες, οπότε θα πάει μάλλον για μια ξεγυρισμένη πλύση στομάχου. Οι σκόνες, καθ' όλα νόμιμες και εγκεκριμένες από ΕΟΦ κι έτσι, προσφέρουν μεγάλα περιθώρια κέρδους στον έμπορα, σε αντίθεση με τα πολύ πιο αποτελεσματικά και πολύ πιο επικίνδυνα steroids. Αυτά τα παίρνει κανείς στην ξεφτίλα, π.χ. μια ενεσούλα τέστο θα σου κοστίσει το πολύ 2,5-3 ευρώ.

Καμιά φορά, σπάνια πλέον, παίζει να σου πασάρει κανείς και μουφάτζικες σκόνες, που αντί για πρωτεΐνη είναι τίγκα στη ζάχαρη (παρόμοιοι τρόποι νοθείας εφαρμόζονται ως γνωστόν και στις πρέζες / κόκες). Τότε λέμε ότι πιάστηκες μαλάκας, διότι σου πούλησαν αλεύρια.

  1. «Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»

Στίχοι: Καββαδίας Νίκος
Μουσική: Μικρούτσικος Θάνος
Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου 'λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου 'λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που 'χε πιει
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ' Άντεν μου 'λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ' τον πυρετό
πέρα στην ʼπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη

  1. - Τι έγινε μητσάκο, πώς πάμε; Πρηζόμαστε, πρηζόμαστε;
    - Το κατά δύναμιν φίλος... Τώρα μόλις πήγα και πήρα μια πρωτεΐνη, καινούρια μάρκα... Για να δούμε πως θα μας πάει...
    - Είσαι αδιόρθωτος αγόρι μου. Εφτακόσα ευρά παίρνεις όλα κι όλα, και πας και τ' ακουμπάς σε σκόνες και μαλακίες. Έτσι το μόνο που πρήζεται είναι η τσέπη του κωλοέμπορα, όχι εσύ...
    - Καλά, μην το λες, έχω δει διαφορά σε σχέση με πριν...
    - Τι διαφορά και αρχίδια με τη ρίγανη μου λες ρε μητσάκο... Αφού σου 'χω πει, δε θέλει κόπο, θέλει τρόπο... Βάλε λίγο φαρμακάκι καημένε κι έχεις τουμπανιάσει πριν το πάρεις χαμπάρι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμάξι χαμηλωμένο μέχρι αηδίας. Ανήκει σχεδόν πάντα σε κάγκουρα / κάβουρα. Διαθέτει κατά κανόνα πειραγμένο μοτέρ, εξάτμιση-μπουρί της σόμπας, φιμάτο τζάμι, αυτοκόλλητο με άλιεν ή αράχνη ή σκορπιό κ.ο.κ. Και μόνο του ωστόσο το χαμήλωμα αρκεί για να μεταβάλλει ένα τετράτροχο σε ερπετό και τον ιδιοκτήτη του σε κάβουρα.

Χαμηλωματάκι (έτσι το λένε τρυφερά οι κάγκουρες μτξ τους) γίνεται α) με κατάλληλη ρύθμιση των αναρτήσεων (ελληνικά: αμορτισέρ), β) με προσθήκη υπερμεγέθους πλαστικής ποδιάς περιμετρικά του αμαξίου, στο επίπεδο των τροχών, γ) και με τους δύο ανωτέρω τρόπους (συνηθέστερο).

Λέμε «ερπετό» γιατί, αν δεις το αμαξάκι να σκάει από μακριά, θα νομίσεις προς στιγμήν ότι δεν τσουλάει αλλά σέρνεται, ότι δεν έχει ρόδες κι έτς, αλλά είναι σαν τα Συγκρουόμενα στα Πάρκα της Σελήνης. Η ερπετοποίηση προσφέρει και καλά μεγαλύτερη σταθερότητα σε ψηλές ταχύτητες και κάνει το αμαξάκι να «μπαίνει» καλύτερα σε στροφές, πιο στριφτερό δλδ.

- Μία που το πήρες φίλε το punto και μία που το 'κανες ερπετό. Σσσωραίος τώρα, φτιάχτηκες κανονικά... Πάμε να το μοστράρουμε σε καμιά γκόμενα;
- Ποιος τις γαμάει ρε τις ψώλες; Εγώ ζω για τις διακοσάρες αγόρι μου...
- Αυτά είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει μακιγιαριστεί μέχρι αηδίας και κακόγουστα.

Αγοράζει τα βαφτικά με το κιλό και πάντα σε φτηνιάρικες μάρκες, γιατί ούτως ή άλλως δεν την πολυπαίρνει οικονομικά. Συνήθως πρόκειται για λαϊκιά, είδος που επιχωριάζει κυρίως στη Δυτική Όχθη (αλλά επ' ουδενί μόνο εκεί).

Η γυναίκα-μπογιατζής είναι, βεβαίως, ειδική στους σοβάδες και τα σοβατίσματα. Απλώνει με θρησκευτική ευλάβεια στη μάπα της τα επάλληλα στρώματα σοβά (με συγχωρείτε, make-up), ακριβώς όπως οι παλιοί ζωγράφοι νωπογραφιών (fresco). Ακριβώς όπως κι εκείνοι, προετοιμάζει καταρχήν την «βάση», πάνω στην οποία θα σκάσουν ακολούθως το δεύτερο και το τρίτο στρώμα σοβά (με συγχωρείτε, make up). Όταν ολοκληρωθεί το σοβάτισμα, σειρά έχει το καθαυτό μπογιάτισμα: κραγιόν (συνήθως κόκκινο μπουρδελέ), μάσκαρα, άι-λάινερ (γνωστός άγιος) κλπ.

Όπως όμως και με τους πιο πολλούς συναδέλφους της ελαιοχρωματιστές, η γυναίκα-μπογιατζής είναι σκιτζού. Αναπληρώνει τα κενά της προσωπικότητάς της θάβοντάς τα κάτω από τόνους μπογιάς. Πιστεύει ότι τα πάντα βρίσκονται στην ποσότητα. Δεν έχει ακούσει ποτέ το «ουκ εν τω πολλώ το ευ» και οπωσδήποτε δεν είναι οπαδός του γιαπωνέζικου μινιμαλισμού. Το αποτέλεσμα είναι τις περισσότερες φορές κωμικοτραγικό. Το πρόσωπό της μεταβάλλεται σε μια ασάλευτη κέρινη μάσκα, σε φάση που νομίζεις ότι το 'σκάσαν τα κέρινα ομοιώματα απ' το μουσείο της Μαντάμ Τισό και κόβουν βόλτες στους δρόμους σα τα ζόμπι.

Η γυναίκα-μπογιατζής έχει χτίσει τη φήμη της λιθαράκι-λιθαράκι, με πειθαρχία και σχολαστικότητα. Δεν κατέκτησε τον τίτλο της έτσι εύκολα, επειδή έτυχε να βγει δυο-τρεις φορές σα καρνάβαλος. Αντιθέτως, επιδεικνύει συνέχεια και συνέπεια, επιμονή και υπομονή. Ξυπνά στάνταρ απ' τα μαύρα χαράματα για να προλάβει να σενιαριστεί. Οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, σε οποιοδήποτε άκυρο μέρος κι αν πάει (γυμναστήριο, παραλία, περίπτερο για τσιγάρα), είναι πάντα μπογιατισμένη. Εννοείται πως κουβαλάει και μαζί της τα σύνεργα της δουλειάς μέσα σε κάτι τεράστιες τσάντες, διότι που και που «ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζεται».

Βέβαια, για να μη τα θέλουμε όλα δικά μας και για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, καλό θα ήταν να παραδεχτούμε πως (στο πολύ καταβάθος) μας ψιλοαρέσουν γυναίκες-μπογιατζήδες και λοιπές λαϊκιές. Γουστάρουμε να τις κράζουμε αλλά μας τρώει κι ο κώλος μας. Στο φινάλε, γιατί ασχολούμαστε συνέχεια μαζί τους;

- Είδες με τι γκόμενα κυκλοφορεί ο φίλος σου ο μήτσος;
- Όχι ρε μαλάκα δεν είδα, καμιά καινούρια θα 'ναι.
- Γυναίκα-μπογιατζής σε λέω αγόρι μου, τίγκα στις πούδρες και τα κραγιόνια...
- Ε και πού 'ν' το περίεργο;
- Δε σε πιάνω, πάρε το μηδέν...
- Ο Μητσάκος τι δουλειά κάνει βρε...βλακόμετρο; Ελαιοχρωματιστής δεν είναι; Άμα δε ταιριάζανε δε θα συμπεθεριάζανε, τέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμβληματική φράση που έλκει την καταγωγή της από το σεβάσμιο εθνικό άθλημα του ταβλίου. Όντας κατά τεκμήριο η χειρότερη δυνατή ζαριά, το ασσόδυο ωθεί ενίοτε τον ατυχή που το έριξε να ανακράξει σε σπαραξικάρδιους τόνους και, κοιτώντας με απόγνωση προς τα ουράνια, το θρυλικό αυτό απόφθεγμα, απόσταγμα συσσωρευμένης βιοσοφίας. Είναι ένας πιο φιλοσοφικός τρόπος να αναθεματίσει κανείς τη μαύρη του την τύχη, εφόσον οδηγούμεθα - δια της επαγωγικής μεθόδου - σε ένα γενικότερης ισχύος συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα είναι προφάνουσλυ πως, όσο και να προσπαθεί κανείς και να κωλοχτυπιέται, αν δε βάλει και το κουλό της η τυφλή θεά, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να ξημερώσει (εκτός αν ρίξουμε κανά γιαούρτι, όπως έλεγαν παλιά οι φίλτατοι ανάρχες).

Εκ του ταβλέτου, η βαρυσήμαντος αυτοσαρκαστική ρήση επεξετάθη εις ευρύτερα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ομοίως με το παίγνιον, προφέρεται συνήθως χαμηλοφώνως και με έκφραση απελπισίας, σε περιπτώσεις που γαμήθηκε ο ολύμπιος Δίας...

Η λειτουργία (function) της παρούσης εκφράσεως, καθώς και άλλων παρομοίων, είναι σημαντικότατη. Με το να καταριέσαι την τύχη σου, δημιουργείς την ψευδαίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο την αλλάζεις προς το καλύτερο. Είναι μια πανάρχαιη τελετουργία προς εξορκισμό του κακού. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο γιατί θα μου λέτε πάλι ότι γράφω άρθρα.

Υ.Γ. 1. Εκτός του παθόντος, την φράση μπορεί να εκστομίσει με κακία και ο αντίπαλός ταβλαδόρος, ο τυχεράκιας / κωλόφαρδος. Τότε ή τον αρχίζεις στις γρήγορες, ή κάνεις τουμπεκί και εύχεσαι να ρεφάρεις.

Υ.Γ. 2. Προσωπικά, όταν παίζω προτιμώ την αρχαΐζουσα γραμματική διατύπωση: «με ασόδυο ουδείς εγάμησε».

Υ.Γ. 3. Έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται ιδιαίτερα από τους πληθυσμούς του ένδοξου Βορρά...

- Φίλε, μόλις τα λέγαμε με τον Γιωργάκη στο κινητό. Την έπεσε λέει σ' εκείνη την κομμώτρια που δουλεύει κοντά στο σπίτι του.
- Ποια, εκείνο το ξανθό το καυλάκι; Και τι έγινε, μη μου πεις ότι του 'κατσε..
- Μου τα μάσαγε, μια έτσι μια γιουβέτσι μου τα 'λεγε. «Δεν ξέρω», «θα δείξει» και άλλες κλασικές μαϊμουδιές.
- Εγώ σου λέω τον χίωσε κανονικότατα και με το νόμο. Αφού το παλικάρι είναι σα να τον τράκαρε τρόλεϊ...
- Δεν τα λες και λάθος. Με ασσόδυο φίλε δε γάμησε κανείς, να το ξέρεις αυτό...

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Εξαιρετικά μεγάλη συγκέντρωση μαύρων ανά τετραγωνικό μέτρο. Λέγεται ιδίως για κυριλάουα νυχτερινά μαγαζιά που οργανώνουν κάθε τόσο «μαύρες» βραδιές με μουσική hip hop, r'n'b και τα σχετικά. Τα μαγαζιά αυτά δεν είναι τα ορίτζιναλ «μαυράδικα» (που βρίσκονται σε ψιλοπαρακμιακές περιοχές και προσελκύουν σχεδόν αποκλειστικά μαύρους).

  2. Το σύνολο των προαναφερθέντων μοντέρνων «μαύρων» ακουσμάτων (τη τζαζ όσο να 'ναι δεν τη λες μαυρίλα).

  3. Γενικά η λεγόμενη «μαύρη» κουλτούρα στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης. Κατά βάση είναι η αφροαμερικάνικη κουλτούρα, όπως αυτή προσλαμβάνεται και προσαρμόζεται από τα εκατομμύρια των αφρικανών που ζουν στη Γριά Ήπειρο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται και στις 3 περιπτώσεις με ελαφρώς υποτιμητική / σαρκαστική διάθεση, από λευκούς που πιστεύουν πως οι μαύροι (λόγω μεγάλης πούτσας) και οι αλβανοί βεβαίως βεβαίως (που είναι πιο μπρουτάλ ρε πστ μου) μας έχουν φάει όλες τις γκόμενες κι έχουμε μείνει να βροντάμε την ψωλή μας.

  1. - Φίλε, παίζει για καλοκαιράκι να δουλέψω στο Mao. Έχω έναν γνωστό εκεί και μου είπε αν είναι να πάω για πορτιέρης.
    - Τι να πα να κάνεις εκεί στη μαυρίλα ρε αγόρι;

  2. - Θυμάσαι ρε μαλάκα τη Τζέσι, το πορνίδιο που τραβιόμουνα πέρσι; Το γύρισε και από σκυλού ακούει μόνο μαυρίλα πλέον. Σκάει και με κάτι χαμηλοκάβαλα τζιν να φαίνεται κι η κωλοχαράδρα της φάτσα φόρα...
    - Θα ρουφάει καμιά μαύρη ψωλή αγόρι μου και γι' αυτό έχει κολλήσει... Εμ βλέπεις, τι να κλάσει κι η δικιά σου η δεκαπεντάποντη μπροστά στο βόα;

(από johnblack, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως συνθηματικό τοξικομανών και στην πορεία διαδόθηκε ευρύτερα. Όρος-ομπρέλα, που κανονικά περιλαμβάνει όλα τα εργαστηριακώς παρασκευασμένα ναρκωτικά, όσα δηλαδή έχουν υποστεί χημική επεξεργασία. Στην πράξη όμως αναφέρεται σχεδόν πάντα στα κάθε είδους χάπια (καργιόλια, τρελόχαπα, βαρβιτουρικά, υπνοστεντόν, παραισθησιογόνα κλπ κλπ). Η πρέζα και το κοκορέτσι, αν και έχουν υποστεί χημική επεξεργασία, σπανίως χαρακτηρίζονται ως χημεία (ίσως γιατί διατίθενται τόσες και τόσες άλλες απίθανες σλανγκιάρικες ονομασίες για τη χάρη τους).

Υπάρχει ωστόσο άλλος σοβαρότερος λόγος που η ηρώ και το κοκόρι δεν συμπεριλαμβάνονται στη χημεία. Η «χημεία», σε αντίθεση με τα «φυσικά» ντραγκς (χόρτο του θεούλη κ.λπ.), έχει χρεωθεί γενικώς με «καψίματα» και μόνιμες εγκεφαλικές βλάβες. Καψίματα θεωρείται πως προκαλούν κυρίως τα χάπια. Εξ ου και η ταύτιση χαπιών και χημείας. Αντίθετα, οι σκόνες μπορεί να 'χουν χίλιες δυο άλλες παρενέργειες, αλλά αφήνουν ανέγγιχτο το μυαλό - και καλά.

Τον όρο μεταχειρίζονται συχνά οι κλασικοί χασικλήδες (αυτοί δηλαδή που συνειδητά δεν έχουν μπλεχτεί με τα πιο χοντρά) για να διαχωρίσουν τη θέση τους από τους καμένους χαπάκηδες. Μνημειώδης η χασικλίδικης προέλευσης προτροπή: «Φίλε πιες ό,τι άλλο γουστάρεις, μόνο μακριά από χημείες. Θα κάψεις φλάντζα».

Αυτός τώρα ο διαχωρισμός του «χημικού» και του «φυσικού», του «τεχνητά παρασκευασμένου» και του «φυσικά παρασκευασμένου», σηκώνει πολλή συζήτηση. Καταρχήν είναι κι ο ίδιος κατασκευασμένος (constructed). Διότι σε τελική ανάλυση όλα φυσικά είναι. Απ’ την ίδια γη βγήκαν όλα, δεν ήρθαν απ’ το υπερπέραν. Όπως έχει πει κι ο Ουμπέρτο Έκο με το γνωστό χιουμοράκι του, «ποιος μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η τηλεόραση δεν είναι κάτι φυσικό;» Τα ‘χει πει κι ο Μπωντριγιάρ, και πολιτισμικοί ανθρωπολόγοι και γλωσσολόγοι και θεωρητικοί του πολιτισμού.

Ωστόσο κάποιοι βαθιά νυχτωμένοι τσοπάνηδες εξακολουθούν να τα θεωρούν όλα αυτά ψευτοκουλτουριάρικες μεταμοντερνιές. Είναι αυτοί που ξεχωρίζουν το «αγνό χασίσι» (που πάει πακέτο με χύσι και επιστροφή στη φύση) από τα σκευάσματα των δόλιων πολυεθνικών φαρμακευτικών. Είναι οι ίδιοι που απορρίπτουν τα στεροειδή στον αθλητισμό, κι απ’ την άλλη καταβροχθίζουν τόνους χοληστερίνης, καπνίζουν σαν αράπηδες, ξιδιάζουν σα νεροφίδες, ο κώλος τους έχει βγάλει φύκια απ’ το καθισιό, κι απ’ τη μπάκα δε βλέπουν τον πούτσο τους…

- Ρε φίλε, άκουσα πως ο Μητσάκος έμπλεξε με χημείες και τα ρέστα...
- Αλήθεια είναι. Ο τύπος την έχει κάνει για Κάιρο μεριά...
- Τόσο τσιμπούκι έγινε; Κρίμα ρε πούστη, κι ήτανε ξηγημένο παλικαράκι...
- Κι από ντραγκς τίποτα, μόνο κανά μπαφάκιστο ξεκούδουνο, έτσι για την πλάκα..
- Εκείνο το παρτάλι που τραβιότανε πρέπει να τον έχωσε.
- Ναι την καριόλα γαμώ το σπίτι της... Και του 'χα πει να την προσέχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση ρητορικού τύπου. Χρησιμοποιείται για να ταπώνεις κάποιον που μόλις έδωσε τη σούπερ τετριμμένη και χιλιοειπωμένη απάντηση «τα πάντα», απαντώντας στην κλασική - και εξίσου ηλίθια - ερώτηση: «τι μουσική ακούς;». Ο σχετικός διάλογος, χρησιμοποιούμενος από αρχαιοτάτων χρόνων για να σπάσει - και καλά - ο πάγος μεταξύ δύο προσώπων που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη οικειότητα μεταξύ τους, είχε τυποποιηθεί σε βαθμό άφατης μαλακίας. Επόμενο ήταν κάποιος brilliant καμένος να εφεύρει την εν λόγω αποστομωτική φράση, παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης «πάντα». Η φάση τότε γίνεται ψιλοσουρεάλ, με πιθανότερη κατάληξη να σκάσουν και οι δύο στα γέλια (πράγμα που τους φέρνει πιο κοντά απ' ότι μια άχαρη απαρίθμηση αγαπημένων συγκροτημάτων). Εκτός αν πέσεις σε καμιά μυγιάγγιχτη γκόμενα ή κανέναν κομπλεξικό και ασπριδερό φλωράντζα, που έχουν τόση σχέση με το χιούμορ όση το πληκτρολόγιο με τα σουτζουκάκια...

Η μαύρη αλήθεια είναι βέβαια ότι όλους καταβάθος μας ψιλοπειράζει να μας πετάξουν το «μήπως ακούς και τα κοάλα», τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι για μια ακατάσχετη περιαυτολογία. Γιατί σε ποιον δεν αρέσει να τον ρωτάν για τον εαυτό του κι εκείνος να απαντά με βαθυστόχαστο ύφος του τύπου «τότε σ' εκείνη τη συναυλία τα είχαμε κάνει όλα πουτάνα, δεν υπάρχουν σήμερα δυστυχώς αυτά» κλπ κλπ. Είναι σα να σου παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα γαμώ το χριστό μου (σόρι τζίζα) και να τη δίνουν στα σκατοκοάλα! Φτου!

- Για πες, έχεις αδέρφια;
- Ναι έχω, έναν αδερφό δυο χρόνια μικρότερο και μια αδερφή ένα χρόνο μεγαλύτερη.
- Συνήθως πού σου αρέσει να βγαίνεις;
- Εε... βασικά εδώ κοντά, για καφεδάκι με φίλους και τέτοια.
- Και... τι μουσική ακούς;
- Να σου πω... Βασικά ακούω τα πάντα. Αλλά όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα, έτσι;
- Μήπως ακούς και τα κοάλα;
- .................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά παλιά έκφραση με χαρακτήρα απόφανσης / συμπεράσματος.

Σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται στη δύσκολη ζωή που διάγουν όσοι εγκατέλειψαν τα εγκόσμια αποφασίζοντας να μονάσουν. Παλιότερα, αλλά και σήμερα ακόμη, ο μοναχικός βίος προκαλούσε - δια ευνόητους λόγους - τόσο τον σεβασμό όσο και την απέχθεια. Το να παρατήσει ένας νέος / νέα την οικογένειά του και να πάει σε μοναστήρι εθεωρείτο μεγάλη συμφορά. Στο Βυζάντιο, το μοναχικό σχήμα επιβαλλόταν ως τιμωρία και η περιβόητη «κουρά» ισοδυναμούσε με ένα είδος θανάτου. Η ζωή του μοναχού είναι δύσκολη, κυρίως διότι δεν γαμεί. Αποστολή του - υποτίθεται - είναι η διακονία του Θεού και όχι οι επίγειες σαρκικές απολαύσεις. Γι' αυτό και πολλοί καλόγεροι κατά καιρούς δε την πάλεψαν και τα βροντήξαν.

Σε δεύτερο επίπεδο, το βαριά η καλογερική επεκτείνεται σε όσους - λιγότερο ή περισσότερο ενσυνείδητα - έχουν επιλέξει έναν μονήρη και αντικοινωνικό τρόπο ζωής, που αποκλείει τον έρωτα. Σ' αυτούς προσήκει η ταμπέλα «κοσμοκαλόγερος» (που λέγεται συνήθως για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη). Ορισμένοι κήνσορες της εποχής μας επιφυλάσσουν τον χαρακτηρισμό αυτό στο πολυάριθμο εκείνο τμήμα της νεολαίας που - όπως αυτοί θέλουν πιστεύουν - έχει κλειστεί σπίτι του και χαραμίζει τα νιάτα του, μονάζοντας στο Μοναστήρι του Ίντερνετ...

Βαθμιαία η έκφραση απέκτησε έναν ακόμη γενικότερο χαρακτήρα. Παραπέμπει σε οποιοδήποτε δύσκολο εγχείρημα έχει αναλάβει να φέρει εις πέρας κανείς. Ένας αγώνας με κατά τεκμήριο ισχυρότερη ομάδα, μια απαιτητική power point παρουσίαση στο γραφείο για τη Δευτέρα που μας έρχεται κ.ο.κ.

  1. - Πώς νιώθεις πασά μου τώρα που την ξεφόρτωσες τη γυναίκα σου και δεν έχεις κάποιον να σου πρήζει τ' αρχίδια κάθε πρωί;
    - Τι να σου πω ρε φίλε... Βαριά η καλογερική... όπως τα λες είναι, αλλά απ' την άλλη έχω να γαμήσω τρεις μήνες. Όλο στο χειρωνακτικό τη βγάζω..

  2. - Φίλε τα 'μαθες τα ωραία; Η εταιρεία πάει κατά διαόλου λένε... Θα γίνουν απολύσεις, αλλάζει κι η διεύθυνση...
    - Βαριά η καλογερική για όποιον αναλάβει. Θα τρέχει και δε θα προλαβαίνει.

(από johnblack, 21/05/09)(από johnblack, 21/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified