Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.

Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.

Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.

To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).

Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.

  1. - Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
    - Εύκολα, εύκολα!

  2. (μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
    - Έλα να γυρνάει!
    - Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ; - Καλό ε;
    - Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
    - Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)

  3. (στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
    - ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά ανορθόδοξη στάση οδήγησης δικύκλου. Ψαράκι κάνεις όταν ξαπλώσεις φαρδύς πλατύς μπρούμυτα πάνω στη σέλα, έχεις τα χέρια στο τιμόνι και το κεφάλι στο ίδιο (σχεδόν) επίπεδο με τα χέρια.
Σε φάση που σε δει κανείς από μακριά, παίζει να νομίσει πως το μηχανάκι τσουλάει μόνο του και να ψάχνει για οφθαλμίατρο... Τόσο «εξαφανισμένος» γίνεσαι.

Όπως ακριβώς και με τις περίφημες ποδοσφαιρικές κεφαλιές-ψαράκι, η συγκεκριμένη στάση οριζοντίωσης εγγυάται το μέγιστο αεροδυναμικό αποτέλεσμα, καθώς σώμα και μηχανή γίνονται ένα και το αυτό. Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, μια κινούμενη βολίδα που κινείται με χίλια προς το στόχο της. Και στη μεν μπάλα ο στόχος είναι το πλεχτό, στη δε άσφαλτο, στόχος είναι η νίκη στον αυτοσχέδιο αγώνα (call me contra) ή εναλλακτικά, η απλή μόστρα, η φιγούρα, η λεζάντα.

Ψαράκια δεν βλέπει κανείς κάθε μέρα μπροστά του, κι υπάρχουν πολλοί λόγοι γι' αυτό. Καταρχήν είναι εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν το επιχειρήσεις, θέλει αρχίδια (όπως λέει κι αυτή η διαφήμιση στεγαστικού στην τιβί) και πολύ καλή αίσθηση ισορροπίας. Με την παραμικρή μαλακία θα βρεθείς να έχεις αγοράσει οικοπεδάκι κοψοχρονιά...

Κατά δεύτερον, ψαράκια και λοιπά καραγκιοζιλίκια αποτελούν trademark αγνής καγκουριάς. Δυστυχώς όμως η εποχή της ρόδας τσάντας και κοπάνας μοιάζει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, κι έχει γεμίσει ο κόσμος φλωρομηχανόβιους γιάπηδες που κρατούν καμαρωτοί κάτι εξάμετρα mega-scooter, σωστές βάρκες στο γιαλό, τίγκα στην πλαστικούρα... Αυτοί οι φλωροσκουτεράδες προσπαθούν συνειδητά να διαφοροποιηθούν και να αποστασιοποιηθούν από οτιδήποτε θυμίζει την ένδοξη Δεκαετία του '80 (κόντρες, γκάζια, αλητείες), χασκογελώντας ειρωνικά, πίσω από τη φιρμάτη μασκοειδή τζαμαρία τους, όταν συναντούν τους τελευταίους πιστούς του Παπιού.

Παπάκι και ψαράκι πάνε πακέτο. Το παπί, λατρεμένο φτηνιάρικο εργαλείο των απανταχού καγκουροειδών, διαθέτει απ' τη μάνα του την πλέον αντι-αεροδυναμική θέση οδήγησης. Σου επιβάλλει να κάθεσαι σα να 'χεις καταπιεί μπαστούνι - πράγμα που έχει και τα καλά του - αν όμως θες να είσαι μάχιμος, πρέπει να σγούψεις. Να σγούψεις πολύ, τόσο πολύ που να κολλήσεις με το στήθος πάνω στη σέλα. Να γίνεις δλδ Ψαράκι. Αξίζει τον κόπο: πέρα απ' τη δόξα της νίκης και την αναγνώρισή του ως χερά, ο νικητής μιας κόντρας παίζει να πάρει και το ίδιο το μηχανάκι του χαμένου, αν έτσι έχουν στοιχηματίσει.

Αν θέλει κανείς να βλεφαριάσει κανά ψαράκι (και άλλα παρόμοια ζόρικα κόλπα) ας κατηφορίσει προς τα λιμανάκια της Βουλιαγμένης καμιά Πέμπτη βράδυ και να αράξει στην καντίνα (μία είναι). Με λίγη τύχη, αράζει και απολαμβάνει το θέατρο του παραλόγου, σε μια εποχή που η Λογική έχει προ πολλού βαρέσει κανόνι. Και καλά έκανε.

- Μαλάκα μου, μην πας και κανονίσεις τίποτα την Πέμπτη. Τα στήνει ο Τάσος μ' ένα τύπο από Καλλιθέα. Θα παίξουν τις άδειες...! - Πω ρε φίλε, τι λες τώρα! Παίζει να γίνει και καμιά μάχη μετά... Αν ο καλλιθεάτης ξηγηθεί πούστικα και δεν το δίνει...
- Φίλε, ο τύπος είναι ακροβάτης, δεν πάει για να χάσει. Κάνει παπάδες με το μηχανάκι: όρθιες σούζες, ψαράκια, έντο, ό,τι γουστάρεις κι αγαπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήρωας ενός παλιού μαθητικού στιχουργήματος της Δεκαετίας (μία είναι η Δεκαετία: αυτή της βάτας, της χαίτης, του κιτς, της ρόδας-τσάντας-και-κοπάνας, του atari, των ψηλοκάβαλων μέχρι τα βυζιά τζιν: του '80).

Ο λόγος στη λαϊκή μούσα.

«Άραβας στην Αραβία κυνηγούσε μια κυρία
η κυρία πορδοκλάνει κι ο Άραβας την καλοπιάνει:
έλα δω ευλογημένη, τώρα που 'ναι καυλωμένη
να σου βάλω τη μισή να τραντάξει το νησί
να στηνε βάλω όλη να πλαντάξει όλη η πόλη, να σου βάλω και τ' αρχίδια να πλαντάξουν τα γιοφύρια»

Eighties for ever!!

To λήμμα κλαίγανε (από Vrastaman, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμάω» για τους σλανγκιάρηδες κύπριους. Επειδή όμως στην εν λόγω διάλεκτο η προφορά είναι το παν, αν κανείς πετάξει κυπριακούρα χωρίς το κατάλληλο αξάν, πολύ απλά το γάμησε και ψόφησε. Μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζουν, και το να γνωρίζεις την ορθογραφία και το νόημα μιας κυπριακής λέξης χωρίς να κατέχεις και το προφορικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Κι είναι μανίκι το ρημάδι το κυπριακό αξάν για κάποιον που δε μεγάλωσε στη Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησο. Θέλει τάλαντο στας ξένας γλώσσας (σοβαρολογώ, ή μάλλον, «σοβαρομιλώ» όπως λένε κάτω). Εδώ να φανταστείς, αναγνωρισμένοι και καλά μίμοι του στιλ μητσικώστας και δε το πετυχαίνουν. Τι να κάνουμε τώρα;

Και αφικνούμαι εις το προκείμενον: Αν πεις γαμώνω με ένα ν, είσαι φάουλ κι αν το πεις σε κύπριους θα φας το κράξιμο της αλεπούς. Όλη η μαγεία είναι στο διπλό ν: Προφέρουμε απαραιτήτως γαμώννω (και γεμίζει ο στόμας μας).

Οι αρχικοί χρόνοι έχουν ως εξής: ενεστ.γαμώνω , παρατ. μη δόκιμος (χρησιμοποιείται το επικρατούν γαμούσα), μελλ. γαμώσω, αόρ. εγάμωσα, παρακ. έχω γαμώσει (σπάνιο, συνηθέστερο το έχω γαμήσει).

Στα συν του γαμώννω η ομοιοκαταληξία του με άλλα συνώνυμα της τρισευλογημένης λέξης: κουμπώνω, φυστικώνω, ξεπατώνω, χώνω.

- άτε ρε κουμπάρε, πε μας ίντα ν' πούγινε με chείνην την μιτσά.. Εγάμωσές την, όξα περιπαίζει σε;
- Όι κόμα, μα μεν φοάσαι.. Εν να τη γγαμώσω chε ν' να τη στείλω στη μάμμαν της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγκιόρικη εκδοχή της προστακτικής «μπες». Ουδεμία σχέση με μπεκ πετρελαιοκινητήρων. Οιαδήποτε σχέση με Αστυνόμο Μπέκα-Ιεροκλή-την-έχω-δει-και-πολύ-γαμάουα-εκεί-στο-ντακάπο-που-αράζω, ερευνάται μετά πάσης επιμελείας.

Σοβαρά τώρα: Το «μπέκα» κάθεται ωραία στο αυτί (δλδ να το ακούς) και στο στόμα (δλδ να το προφέρεις) καθότι δισύλλαβο. Όλα τα δισύλλαβα είναι ρε πούστη μου πιασάρικα. Φαίνεται ανταποκρίνονται σε τίποτα στοιχειώδεις δομές εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου και τα ρέστα (τεσπά, γλωσσολόγος δεν είμαι, όχι ακόμη τουλάστιχον).

Τσάκω τώρα παραδείγματα: Βίκη, Λένα, Ρένα, Σάσα, Μάσα, Γωγώ, Λίτσα, Νίτσα, Πίτσα, Τζίνα, Μίνα, Λίνα και λοιπά δευτεράντζικα - και καλά - ονόματα που παίζουν σε 090 καταστάσεις (ένας φίλος μου έχει πει το μεγαλειώδες, ότι δεν πάει με γκόμενα που το όνομά της έχει πάνω από δύο συλλαβές).

Ειδικότερα: το «Μπέκας» πρέπει να είναι αρβανίτικο (ή αλβανικό, μικρή η διαφορά). Βλ. και Λιάπης, Τόσκης, Γκέκης κλπ. Το «μπέκα» επανασυνδέει το λοιπόν - εν πολλοίς ασυνειδήτως - κάποιους από μας με τις αρβανίτικες ρίζες μας. Και δε μιλάμε για ένα απλό δισύλλαβο, αλλά για δισύλλαβο περιέχον ένα από κείνα τα διπλά τα σύμφωνα (μπ, ντ, γκ) που όσο να το κάνεις τη βγάζουν μια μαγκιά, μια αντρίλα, μια λαϊκότητα. Είναι μια απόλαυση να εκστομίζεις λεξούλες όπως μπάσταρδος, μπάστα, γκαμήλω (nick ομοφυλόφιλων), αγγούρι, νταξει, ντάγκλα, νταγλαράς κ.ο.κ.

(δεκαπεντάχρονα έξω από μπουρδέλο)

- Ρε Μήτσο, να το αφήσουμε καλύτερα; Έχω ακούσει εδώ Φυλής δεν παίζουν ωραία μουνιά...
- Ρε άστα σάπια μωρή κότα... Σε τα μας;... Αφού είπαμε, σήμερα χάνεις παρθενιά, δεν το 'παμε;
- Ναι ρε Μήτσο, το 'παμε, αλλά εμένα μου 'χει πάει το σκατό στην κάλτσα.
- Άιντε ρε μπέκα μέσα τώρα που βγήκε αυτός ο πακιστανός κι άσ' τα πολλά τα λόγια..

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντοπιολαλιά του θεσσαλικού κάμπου (Τρίκαλα, Καρδίτσα κλπ). Βλάκας, βλακέντιος, ζουλάπι, βλακόμετρο, πυροβολημένος. Οι τρικαλινοί κράζουν ως γκαφάλια τους καρδιτσ(ι)ώτες και τανάπαλιν. Συνηθισμένες αβρότητες μεταξύ κοντοχωριανών.

- Μιλήσατε με το Γιωργάκη;
- Τι να σε πω ρε φιλλλαράκι, ο τύπος είναι ντιπ καταντίπ γκαφάλ(ι) μλάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκ τοξικομανών.

Η Μεγάλη Έλλειψη.

Όταν η ντρόγκα εξαφανίζεται απ' την αγορά. Τότε ακριβώς λέμε πως έπεσε σταλία.

Η σταλία μπορεί να οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών λόγων.

Παίζει να δέσανε πολλούς μαζεμένους (μπαράζ συλλήψεων, δλδ) κι όσοι τη σκαπουλάρανε να χώθηκαν στην τρύπα τους περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

Παίζει κανά βαπόρι απ' την Περσία να πιάστηκε στην Κορινθία.

Παίζει το όλο σκηνικό να είναι στημένο, η έλλειψη να είναι δλδ τεχνητή, για να σπρώξουν τα μεγάλα κεφάλια το πράμα που γουστάρουν.

Και πέρα απ' αυτό.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο της κάνουλας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια διαλεκτική αμείλικτη. Τα ντραγκς έχουν τους δικούς τους κανόνες, υπακούν όμως πάντα στους θεμελιώδεις νόμους της αγοράς.

Όταν κάτι προσφέρεται σε πρώτη ζήτηση, δε το εκτιμάς ιδιαίτερα. Πρέπει να σε χτυπήσει της σταλίας ο νόμος για να νιώσεις την καψούρα. Μόνο η Καψούρα οδηγεί στη Μαστούρα. Οι συνειδητοποιημένοι χρήστες τα ξέρουν αυτά, και δεν τρελλαίνονται όταν πέφτει σταλία. Δεν ψαρώνουν επίσης με την πιο λάιτ εκδοχή της σταλίας, το περίφημο Στήσιμο, την Αναμονή, το Περίμενε. Νταραβέρι χωρίς στήσιμο απλά δεν υπάρχει. Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς όταν μπλέξει τα μπούτια του με τα ντραγκς. Πασίγνωστο το I'm waiting for the man. Η αναμονή μπορεί να κρατήσει και για πάντα. Μπορεί επίσης η άκρη σου να σκάσει μόνο για να σου πει πως παίζει μόνο πράμα β' διαλογής και καλά θα κάνεις να περιμένεις λίγο καιρό να σκάσει η καλή παρτίδα.

Τα αρρωστάκια όμως (που κάποτε έλεγαν «φιλαράκι, έχεις ένα κατοστάρικο;» και μετά το γύρισαν σε «φιλαράκι, έχεις ένα ευρώ;» - γαμημένο ευρώ τι μας κάνεις) έχουν εγκαταλείψει τέτοιες πολυτέλειες. Αυτοί θα αγοράσουν ότι υπάρχει, ότι τους δώσουν ... Αλλιώς θα την πληρώσει κανένα φαρμακείο: τρελαμένοι πρεζάκηδες μεταμορφώνονται σε drugstore cowboys. Τι άλλο να κάνουν;

Βιβλιογραφία: Λεωνίδας Χρηστάκης - Μάρκος Επάρατος, Το Λεξικό της Ντάγκλας, εκδ. Opera, Αθήνα 1995

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου»

Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας πανεπ. Θράκης.

.............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αγαπημένη σλανγκιά της λεβέντικης αθλητικής δημοσιογραφίας, κυρίως στα σίξτις και τα σέβεντις. Σήμερα έχει μάλλον περιπέσει σε ψιλοαχρησία, λίαν αδίκως κατά τη γνώμη μου, δεδομένης της εξαίρετης παραστατικότητας και των μακάβριων/δρακουλιάρικων συνδηλώσεών της. Πιο συγκεκριμένα, αφορά – τι άλλο – το χώρο της Μπάλας (μία είναι η μπάλα και σίγουρα όχι αυτή με τα καυλόσπυρα).

Ο ποδοσφαιριστής που τρώει παιδιά είναι ο παιχταράς, η παιχτούρα, ο μάγος της μπάλας, ο φοβεγός και τρομεγός, ο μέγας μπαλαδόρος, ο οδοστρωτήρας, ο γαμάουερ, αυτός που κάνει παπάδες, που ζωγραφίζει στο τερέν, που ρίχνει ξύλο μεταφορικά και κυριολεκτικά (άσχετο, τι θυμήθηκα τώρα, εκείνο το ξεγυρισμένο μπουκέτο του Κολλιτσιδάκη σε ματς Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού πριν καμιά δεκαριά χρόνια – απευθείας κόκκινη και τον πούλο).
Από καιρού εις καιρόν η έκφραση ξεθαβόταν από το χρονοντούλαπο της (ποδοσφαιρικής ιστορίας) και σε μεταγενέστερα χρόνια, π.χ. ένας κανίβαλος που τελικά αποδείχτηκε γιαλαντζί ήταν ο Ρασίντι Γεκινί, ο νιγηριανός που μας τον φόρεσε στο μουντιάλ του 1994 και μετά τον τσίμπησε ο γαύρος. Ο εν λόγω αραπάκος αποτελεί τυπική περίπτωση μεταγραφικής φούσκας που στην πορεία ξεφούσκωσε, εν μέρει εξαιτίας των υπερβολικών προσδοκιών με τις οποίες είχε επενδυθεί η περίπτωσή του. Και ιδού το συμπέρασμα δια της επαγωγικής μεθόδου: όταν σκάσει κάποιος φορτωμένος με τη φήμη κανίβαλου, οι αυθέντικ κανίβαλοι της εξέδρας είναι σε επιφυλακή για να τον κατασπαράξουν σε ενδεχόμενη διάψευση φημών-αρκούδων που εκτρέφονται εντέχνως από τα λαμόγια τους παράγοντες, που συντηρούν τη μαστούρα / καψούρα / αρρώστια των φανατικών.

- Πώς με κόβεις φέτος, πάω για πρωτάθλημα ντουγρού, έτσι;
- Τι να σου πω, από χαφ είσαι κομπλίτα, στην άμυνα την παλεύεις, θες όμως ένα φορ που να τρώει παιδιά...

Fransisco Goya: Ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του. (από Hank, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «οδηγώ» για τους κάγκουρες. Ατενσιόν όμως! Δεν αναφερόμεθα μόνον εις τους μηχανόβιους (που ούτως ή αλλέως καβαλάν το άλογό τους και τιγκανά), αλλά ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ στους αυτοκινητάκηδες κάγκουρες, που έχουν ξεσηκώσει μηχανόβια ορολογία τώρα τελευταία. Οι αυτοκινητοκάγκουρες (αρχετυπική άλλωστε κατηγορία καγκουροειδών) δεν έχουν οι περισσότεροι τα νεφρά για να καβαλήσουν δίτροχο (οι πιο ξήγες το παραδέχονται) κι έτσι περιορίζονται στο να «καβαλάνε» τα καρναβάλια με τα μπουριά της σόμπας και τους τόνους επιπρόσθετης πλαστικούρας. Αν τώρα θέλουμε να βουτήξουμε ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της ψυχολογίας του αυτοκινητοκάγκουρα, θα ανακαλύψουμε πως χρησιμοποιούν το «καβαλάω», ως ρήμα με κατεξοχήν ενεργητική/επιβητορική σημασία, για να διαδηλώσουν τις άγριες διαθέσεις τους να πιουν το αίμα απ’ το μοτέρ, να ξηλώσουν την άσφαλτο και να στείλουν για τσάι του βουνού όποιον τους λοξοκοιτάξει στο φανάρι. Διότι όπως όλοι γνωρίζουμε «τη μηχανή την πας εσύ, το αμάξι σε πάει αυτό». Η χρήση λοιπόν του «καβαλάω» εντάσσεται στην προσπάθεια αναίρεσης της ως άνω κοινά αποδεκτής πρότασης, την αποτίναξη του στίγματος του «αυτοκινητάκια» (που συνειρμικά παραπέμπει εν μέρει σε παππουδίστικες και καρεκλάδικες καταστάσεις) και την εξομοίωση με τους κατεξοχήν ινδιάνους, τους ένδοξους δικυκλιστές.

- Ο Θανασάκης φίλε χτύπησε το μαζντάκι το RX 8! Μεταχείρα βέβαια, αλλά το αμαξάκι γαμεί...
- Το ξέρω, το ‘χω καβαλήσει από έναν ξάδερφο. Καυλόγκαζο, αλλά εγώ φίλε όρεξη να αλλάζω μοτέρ κάθε 1000 χιλιόμετρα δεν έχω...
- Καλά ρε έμπειρε, χαλάρωσε λίγο... Πες καλύτερα ότι σ' έφαγε η ζήλια να 'σαι μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά μεγάλη πούτσα, παλαμάρι, μαδέρι, φίδι, καραγουδούμπα (το τελευταίο καλιαρντιστί).

Και θα μου πει κανείς: τι χρειαζόταν άλλη μια λέξη για το εν λόγω θεματάκι, τη στιγμή που διατίθενται προς χρήση καμιά δεκαπενταριά συνώνυμα τουλάστιχον; Και απαντώ.

Ο κίονας κάνει, βρε αδερφάκι μου, κάτι σε πιο κυριλάουα, άλλωστε προέρχεται ως όρος από το λεξιλόγιο της επιστήμης της Αρχαιολογίας. Ενώ τα άλλα έχουν όσο να το κάνεις πιο ταπεινή προέλευση: από τον κόσμο της θάλασσας και του λιμανιού (παλαμάρι), το ζωικό βασίλειο (φίδι), την κουζίνα (γούδα) και πάει λέγοντας. Το λοιπόν, από αυτήν ακριβώς την ασυμμετρία ανάμεσα στο κυριλέ σημαίνον (κίονας) και το μη κυριλέ σημαινόμενο (πούτσα) προκύπτει και το ενδιαφέρον του πράγματος.

Εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες οτι ο κίονας -σε αντίθεση με μαδέρια, παλούκια, δοκάρια, φίδια, κουλουπού- είναι εφεύρεση θηλυκού μυαλού σε στιγμή σπάνιας αναλαμπής... Τω όντι, είναι κομμάτι δύσκολο να το ακούσεις σε μπακουροπαρέα («μαλάκα, έλα να δεις έναν κίονα που έχω», δεν κολλάει με τπτ). Είναι όμως απολαυστικό να το ακούς από λαϊκάντζες/δευτεράντζες γκόμενες, οι οποίες δε θέλουν και να το παραχέσουν με τις χοντράδες και να καταταγούν στις νταλικέρισσες, απ' την άλλη όμως γουστάρουν να πετάξουν και τη σλανγκιά τους, έτσι, για να μας δείξουν ότι έχουν αρχίδια (μικρά μεν, αλλά έχουν). Αυτά.

- Μας έχεις ζαλίσει, ρε Γιώτα, με το πουλί του άντρα σου, ασχολήσου και με τίποτα άλλο..
- Αγάπη μου, αν χαιρόσουν κι εσύ τέτοιο κίονα, δε θα το 'βγαζες απ' το στόμα σου δευτερόλεπτο.

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified