All time classic μαθητική σλανγκ. Το ανεπίσημο καπνιστήριο κάθε σχολείου, όπου οι θεριακλήδες teenagers μπορούσαν να παραδοθούν ανενόχλητοι στο πάθος τους, μακριά απ' τα μάτια των καθηγητών.

Απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση: Απαντάται και ως ουδέτερο (ΤΟ τζούρα-κλαμπ) αλλά κυρίως ως θηλυκού γένους (Η τζούρα-κλαμπ), κόντρα σε κάθε γραμματική ορθοδοξία.

Συνήθως τοποθετείται στις τουαλέτες του σχολείου, ή πλησίον αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να βρίσκεται και σε κάποιο εγκαταλελειμμένο υπόγειο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου, ανάλογα πάντα με τη χωροταξία κάθε σχολικού συγκροτήματος. Εννοείται πως η τζούρα-κλαμπ δεν ταυτίζεται με το χώρο που την φιλοξενεί, όντας πάνω απ' όλα η ζωντανή κοινότητα των παιδιών που την συναποτελούν.

Η ύπαρξη της τζούρα-κλαμπ είχε - και έχει - εθιμικό χαρακτήρα για τα περισσότερα Γυμνάσια ή Λύκεια. Και το έθιμο συνιστά πηγή Δικαίου, μας υπενθυμίζει ο Αστικός μας Κώδικας. Η τζούρα-κλαμπ περιλαμβάνεται στα Ιερά και Όσια του μαθητικού βίου, μια κατάκτηση του μαθητικού κινήματος, ένα άγραφο Κείμενο που κανείς δεν τολμά να θίξει. Τώρα τελευταία, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα Πρωτοβάθμια σχολεία (Δημοτικά), κάτι που στην εποχή του γράφοντος ήταν ακόμη αδιανόητο.

Η τζούρα-κλαμπ επιτελεί λίαν σημαντικές λειτουργίες εντός του δομημένου όλου που αποτελεί το σχολείο, όπως θα μας έλεγε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος. Συμβάλλει καταρχήν στην εκτόνωση εντάσεων και άλλων προστριβών που δημιουργεί ο καταναγκασμός της διδασκαλίας. Μια ελευθεριακή νησίδα, μια όαση σωτήριας παραβατικότητας μέσα σ' ένα αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον. Ως χώρος εστίασης ανταγωνιστικός της αίθουσας διδασκαλίας, προσφέρει πολύτιμη βιοτική πείρα, που κανένα βιβλίο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει. Προωθεί την κοινωνική συναναστροφή και την κοινωνική μάθηση (Χονδρικά, σύμφωνα με τη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Albert Bandura: «κάνε ότι κάνω», δλδ «καπνίζω, κάπνισε κι εσύ, μπορείς!»).

Φαινομενικά, το κλαμπ ανταγωνίζεται το «επίσημο» σχολείο και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που εκείνο οργανώνει (διδασκαλία, εκπαιδευτικές εκδρομές, συμμετοχές σε παρελάσεις και παράτες κλπ). Φαίνεται να υποσκάπτει τα αξιακά θεμέλια στα οποία βασίζεται το ένδοξο ελληνικό σχολειό: στείρα απομνημόνευση διδακτικής ύλης, τυφλή υποταγή σε καθηγητάδες, παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας και αυτενέργειας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τζούρα-κλαμπ τελεί σε μια συμπληρωματική σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το «επίσημο» σχολείο, μια σχέση διαλεκτική. Η «θέση» του σχολείου και η «αντίθεση» που εκπροσωπεί το κλαμπ, απολήγουν σε μια «σύνθεση», μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που συνδυάζει την βιβλιακή γνώση με την κοινωνική μόρφωση. Ή τουλάστιχον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί εν απομονώσει, περιχαρακωμένος χώρος, ένα περιθώριο που ελάχιστα επικοινωνεί με το «επίσημο» σχολείο. Γίνεται καταφύγιο για τα καλύτερα φιντάνια, τους πλέον αποτυχημένους, τους πλέον κατεστραμμένους «μαθητές», αυτούς που έχουν «μείνει» δεκάδες φορές στην ίδια τάξη και κοντεύουν να πάρουν σύνταξη όντας ακόμα στην Α' Λυκείου. Οι «φυσιολογικοί» μαθητές ψιλοχέζονται να πλησιάσουν, μήπως και εισπράξουν καμιά αδέσποτη φάπα απ' τους μαγκιόρους, ημιβάρβαρους ενοικούντες την τζούρα-κλαμπ.

Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι διαβόητοι «εξωσχολικοί»: Συλλογικοί δαίμονες μιας μικροαστικής κοινωνίας (όπως παλαιότερα οι Εβραίοι, οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι «παρεκκλίνοντες»), καταγγέλλονται με πάθος από τη θείτσα νοικοκυρά, τον καρμίρη μικροέμπορα, τον συνταξιούχο ψηφοφόρο του ΛΑΟΣ: «αυτοί οι αλήτες σπρώχνουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά», «αυτοί οι ανεπρόκοποι φταίνε για το κατάντημα της πατρίδας» και άλλα όμορφα.

Όπως και κάθε ελευθεριακός, κοινωνικοποιημένος και αυτορρυθμιζόμενος χώρος (βλ. καταλήψεις), η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έξωθεν επέμβασης και καταστολής. Kατά καιρούς γίνονται κάποια ντου από και καλά αγανακτισμένους καθηγητές, που και καλά έχουν βγει απ' τα ρούχα τους «μ' αυτά που συμβαίνουν εδωπέρα», πάντα έτοιμους να σου ζαλίσουν τον έρωτα με το κλασικό κήρυγμα. Κι όταν λέμε πως μας ζάλιζαν τον έρωτα, το εννοούμε κυριολεχτικά, αφού στη τζούρα-κλαμπ πλέκονται ειδύλλια, πέφτουν τρελά μπαλαμουτιάσματα, χαμουρέματα και γενικώς φασώματα, μέσα σ' ένα κλίμα περιρρέοντος οτινανισμού...

Τέλος, να πούμε πως η έκφραση γνωρίζει νέες πιένες σήμερα, την εποχή της Καπνοαπαγόρευσης, όπου παρατηρείται διεύρυνση του σημασιολογικού της πεδίου: εκτός από το κλασικό σχολικό καπνιστήριο, «τζούρα-κλαμπ» λέμε ειρωνικά, τον ειδικό χώρο για καπνίζοντες που έχει προβλεφθεί σε κάθε εργασιακή μονάδα. Πρόκειται κατά κανόνα για χώρο περιορισμένων διαστάσεων, κανονική τρύπα, ανήλιαγο, καταθλιπτικό, εύγλωττη εξεικόνιση του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι nicotine-freaks.

  1. - Mαλάκα θα μπεις Μαθηματικά την επόμενη ώρα;
    - Όχι ρε φίλε, ψήνεται κατάσταση με τη Λίνα και με περιμένει στη τζούρα-κλαμπ.

  2. - Μας τα 'πρηξε αυτή η μαλάκω η αγγλικού τόση ώρα, πάω τζούρα-κλαμπ να κάνω ένα τσιγάρο να έρθω στα ίσα μου.

  3. - Καλά ρε συ, καπνίζεις μες την τάξη, σε ώρα διαλείμματος; Πώς την έχεις δει, τζούρα-κλαμπ κι έτσι; Τραβήξου στις τουαλέτες αν είναι...
    - Δεν πα να δεις αν έρχομαι, σκατόφλωρε, σπασίκλα;

  4. Η σχετικά ελαστική εφαρμογή των μέτρων της Καπνοαπαγόρευσης, αφήνει το περιθώριο για τη δημιουργία πολλών ανεπίσημων «τζούρα-κλαμπ» στους εργασιακούς χώρους, για τα οποία οι εργοδότες κάνουν τα στραβά μάτια (αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς).

Δες και τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γαμάω» για τους σλανγκιάρηδες κύπριους. Επειδή όμως στην εν λόγω διάλεκτο η προφορά είναι το παν, αν κανείς πετάξει κυπριακούρα χωρίς το κατάλληλο αξάν, πολύ απλά το γάμησε και ψόφησε. Μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συμβαδίζουν, και το να γνωρίζεις την ορθογραφία και το νόημα μιας κυπριακής λέξης χωρίς να κατέχεις και το προφορικό, δεν λέει απολύτως τίποτα. Κι είναι μανίκι το ρημάδι το κυπριακό αξάν για κάποιον που δε μεγάλωσε στη Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησο. Θέλει τάλαντο στας ξένας γλώσσας (σοβαρολογώ, ή μάλλον, «σοβαρομιλώ» όπως λένε κάτω). Εδώ να φανταστείς, αναγνωρισμένοι και καλά μίμοι του στιλ μητσικώστας και δε το πετυχαίνουν. Τι να κάνουμε τώρα;

Και αφικνούμαι εις το προκείμενον: Αν πεις γαμώνω με ένα ν, είσαι φάουλ κι αν το πεις σε κύπριους θα φας το κράξιμο της αλεπούς. Όλη η μαγεία είναι στο διπλό ν: Προφέρουμε απαραιτήτως γαμώννω (και γεμίζει ο στόμας μας).

Οι αρχικοί χρόνοι έχουν ως εξής: ενεστ.γαμώνω , παρατ. μη δόκιμος (χρησιμοποιείται το επικρατούν γαμούσα), μελλ. γαμώσω, αόρ. εγάμωσα, παρακ. έχω γαμώσει (σπάνιο, συνηθέστερο το έχω γαμήσει).

Στα συν του γαμώννω η ομοιοκαταληξία του με άλλα συνώνυμα της τρισευλογημένης λέξης: κουμπώνω, φυστικώνω, ξεπατώνω, χώνω.

- άτε ρε κουμπάρε, πε μας ίντα ν' πούγινε με chείνην την μιτσά.. Εγάμωσές την, όξα περιπαίζει σε;
- Όι κόμα, μα μεν φοάσαι.. Εν να τη γγαμώσω chε ν' να τη στείλω στη μάμμαν της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπλήσσομαι / εκπλήσσομαι έντονα από κάτι που μόλις είδα ή άκουσα. Τόσο που μένω ακούνητος και άλαλος σαν πλαστική κούκλα βιτρίνας (ναι, αυτές με τα ωραία βυζιά και τη λεπτή μέση που όλοι κάποτε έχουμε κρυφοκοιτάξει και μετά αποστρέψαμε γοργά από ντροπή το βλέμμα). Η έκπληξη, εννοείται, μπορεί να είναι για καλό αλλά μπορεί να είναι και για κακό.

Τα συνώνυμα (λόγια και σλανγκικά) μπόλικα. Ορίστε μερικά με τη σειρά που μου 'ρχονται:

Το θυμήθηκα από ένα παλικάρι που το είπε στο LoveBites του Αντ1 (τίμιο ριάλιτι, και το ξανθό μωράκι αυτής της βδομάδας τα σπάει και τα ξανακολλάει).

Μόλις είδε το γκομενάκι ο φλώρος έμεινε κούκλα.

Μένω Κου Κλουξ Κλαν (από Vrastaman, 21/05/10)Οι ελαφρώς τουκανιστές μπορούν να προσέξουν πώς ο Παυλόπουλος έμεινε Προκόπης κατά την διάρκεια των μπουκετιδίων. (από Khan, 08/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική σλανγκ τοξικομανών.

Η Μεγάλη Έλλειψη.

Όταν η ντρόγκα εξαφανίζεται απ' την αγορά. Τότε ακριβώς λέμε πως έπεσε σταλία.

Η σταλία μπορεί να οφείλεται σε μια πλειάδα διαφορετικών λόγων.

Παίζει να δέσανε πολλούς μαζεμένους (μπαράζ συλλήψεων, δλδ) κι όσοι τη σκαπουλάρανε να χώθηκαν στην τρύπα τους περιμένοντας να κοπάσει η μπόρα.

Παίζει κανά βαπόρι απ' την Περσία να πιάστηκε στην Κορινθία.

Παίζει το όλο σκηνικό να είναι στημένο, η έλλειψη να είναι δλδ τεχνητή, για να σπρώξουν τα μεγάλα κεφάλια το πράμα που γουστάρουν.

Και πέρα απ' αυτό.

Το άνοιγμα και το κλείσιμο της κάνουλας αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μια διαλεκτική αμείλικτη. Τα ντραγκς έχουν τους δικούς τους κανόνες, υπακούν όμως πάντα στους θεμελιώδεις νόμους της αγοράς.

Όταν κάτι προσφέρεται σε πρώτη ζήτηση, δε το εκτιμάς ιδιαίτερα. Πρέπει να σε χτυπήσει της σταλίας ο νόμος για να νιώσεις την καψούρα. Μόνο η Καψούρα οδηγεί στη Μαστούρα. Οι συνειδητοποιημένοι χρήστες τα ξέρουν αυτά, και δεν τρελλαίνονται όταν πέφτει σταλία. Δεν ψαρώνουν επίσης με την πιο λάιτ εκδοχή της σταλίας, το περίφημο Στήσιμο, την Αναμονή, το Περίμενε. Νταραβέρι χωρίς στήσιμο απλά δεν υπάρχει. Είναι το πρώτο πράγμα που μαθαίνει κανείς όταν μπλέξει τα μπούτια του με τα ντραγκς. Πασίγνωστο το I'm waiting for the man. Η αναμονή μπορεί να κρατήσει και για πάντα. Μπορεί επίσης η άκρη σου να σκάσει μόνο για να σου πει πως παίζει μόνο πράμα β' διαλογής και καλά θα κάνεις να περιμένεις λίγο καιρό να σκάσει η καλή παρτίδα.

Τα αρρωστάκια όμως (που κάποτε έλεγαν «φιλαράκι, έχεις ένα κατοστάρικο;» και μετά το γύρισαν σε «φιλαράκι, έχεις ένα ευρώ;» - γαμημένο ευρώ τι μας κάνεις) έχουν εγκαταλείψει τέτοιες πολυτέλειες. Αυτοί θα αγοράσουν ότι υπάρχει, ότι τους δώσουν ... Αλλιώς θα την πληρώσει κανένα φαρμακείο: τρελαμένοι πρεζάκηδες μεταμορφώνονται σε drugstore cowboys. Τι άλλο να κάνουν;

Βιβλιογραφία: Λεωνίδας Χρηστάκης - Μάρκος Επάρατος, Το Λεξικό της Ντάγκλας, εκδ. Opera, Αθήνα 1995

«Η γλώσσα των τοξικομανών είναι μια μορφή της λαϊκής μας γλώσσας, όπου οι αξίες, τα αισθήματα, η αλληλεγγύη, η συνενοχή, η κοινωνική κριτική, η αμφισβήτηση, συγκροτούν τη δική τους αντίσταση, όπου η σημειολογία της γλωσσικής αμφισβήτησης οδηγεί τον αναγνώστη στον εντοπισμό μιας άλλης στάσης μπροστά στα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικοϊδεολογικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου»

Γιάννης Πανούσης, καθηγητής Εγκληματολογίας πανεπ. Θράκης.

.............

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι, σκέτο-νέτο. Με αυτή τη συντομευμένη και οικονομική μορφή χρησιμοποιείται κατά κανόνα σήμερα η παλιά κλασική έκφραση ράδιο αρβύλα, για την προέλευση της οποίας διατίθεται ο κατατοπιστικότατος ορισμός του Panoulis.

Η καθαρά λεξικογραφική συμβολή του ορισμού μόλις τελείωσε. Παρακάτω διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Αρβύλες δεν κυκλοφορούν μόνο στο στρατό, όπως σωστά υπενθυμίζει ο xalikoutis - και όπως ούτε ο Μπάμπης άλλωστε αγνοεί.

Προς ανάπτυξη του ισχυρισμού αυτού, παραθέτω, αντί δικού μου ορισμού, σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του αντιστασιακού και αυτόχειρα Τάσου Δαρβέρη, Μια Ιστορία της Νύχτας, 1967-1974, βιβλίο που btw περιέχει ουκ ολίγη σλανγκ και μπινελίκια. Πρόκειται για μια αυτοβιογραφικού τύπου ματιά στα γεγονότα της Επταετίας, ματιά περιοριστική και υποκειμενική, και γι' αυτό ακριβώς τόσο ενδιαφέρουσα.

«Αρβύλα» στον στρατό, στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης λεγόταν κάθε καλή -συνήθως- ψεύτικη είδηση. Δεν περνούσε μέρα που να μην κυκλοφορούσαν φήμες για χάρες, αμνηστίες και τα παρόμοια. Η «αρβύλα» ξεκινούσε συνήθως από κάποιον που είχε επισκεπτήριο - δικηγόρου συνήθως - και μετέφερε τα τελευταία πολιτικά κουτσομπολιά στη φυλακή, την άποψη κάποιου πολιτικού ή τη διαβεβαίωση κάποιου παράγοντα του υπουργείου Δικαιοσύνης ότι «κάτι θα γίνει με τους κρατούμενους». Οι «αρβύλες» ήταν πιο επίμονες στις γιορτές και τις διάφορες επετείους της χούντας (21η Απριλίου), οπότε όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις πρες κόμφερανς και τα διαγγέλματα του Παπαδόπουλου από την τηλεόραση. Οι ομιλίες του Παπαδόπουλου και του Γεωργαλά ήταν ίσως τα πιο δημοφιλή τηλεοπτικά θεάματα στον Κορυδαλλό, μετά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε, τα χουντικά έντυπα (Ελεύθερος Κόσμος, Νέα Πολιτεία) είχαν στις φυλακές αισθητά μεγαλύτερη κυκλοφορία από το μέσο όρο τους.

Έψαξα ματαίως για παραδείγματα στο γούγλε, το οποίο δυστυχώς πλέον μονοπωλείται από εκατομμύρια αναφορές στην ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή του κ. Αντώνη Κανάκη, πλουτοκράτη υποκριτικώς κοπτόμενου υπέρ των δικαίων του φτωχού λαού και καπήλου αγνής θεσσαλονικοσύνης...

- Λένε θα καταργηθεί η βαθμολογία στο σλανγκ.γκρ...
- Μην ακούς, αρβύλα είναι. Όλο έτσι λένε και τίποτε δε γίνεται.

(από Vrastaman, 26/02/10)Για τον Χότζα ;-) (από Vrastaman, 26/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενη απόδοση του αγγλικού «six-pack», που αναφέρεται στην εμφάνιση των γραμμωμένων, στεγνών από λίπος κοιλιακών μυών.

Το εξαπάκετον κάνει την εμφάνισή του στον κεντρικό κοιλιακό μυ, τον λεγόμενο ορθό. Όχι στους πλάγιους κοιλιακούς, με τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, καυλώνουν περισσότερο οι γυναίκες (ή τουλάστιχον έτσι λένε). Για τους πλάγιους, όταν είναι γραμμωμένοι και εύσχημοι, συνηθίζονται εκφράσεις όπως χελώνα και κούρος.

Οι αγγλοσάξονες εμπνεύσθηκαν πιθανότατα τον όρο από τις συσκευασίες των έξι μπουκαλιών (μπίρας, κοακόλας, μεταλλικού νερού κλπ) που κυκλοφορούν στο εμπόριο (δες και μήδι νο 2). Η εξάδα αυτή των φιαλών παραπέμπει στα έξι τετραγωνάκια στα οποία χωρίζεται ο ορθός κοιλιακός μυς: δύο πάνω (σχεδόν πάνω στο διάφραγμα), δύο στη μέση (συνήθως τα ογκωδέστερα) και δύο κάτω. Κάτι σαν άβακας (από τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα της ανεικονικής τέχνης).

Τα κοιλιακά παρομοιάζονται κατεξοχήν με τετραγωνάκια σκακιέρας, εξ ου και αυτό που λένε οι γκόμενες για όσους που έχουν φετιασμένους κοιλιακούς :

- πω ρε συ, τι κοιλιά είν' αυτή;! Παίζεις άνετα σκάκι εκεί πάνω!

Όταν κάποιος είναι τίγκα στη γράμμωση, και συγχρόνως είναι αρκετά ογκωμένος, δεν μιλάμε πια για απλά τετραγωνάκια, αλλά για κυβάκια που προεξέχουν, σάρκινα εξογκώματα που 'χουν ανάμεσά τους χάσματα, ρήγματα, χαράδρες. Περνάμε δηλαδή από το ζωγραφικές αξίες (έμφαση στην επιφάνεια και το σχέδιο) στις πλαστικές αξίες (έμφαση στο ανάγλυφο και τη φωτοσκίαση).

Το εξαπάκετο λέγεται και τρίφτης, εκ της ομοιότητάς του με το γνωστό κουζινικό σκεύος. Άλλες δύο γκομενικές εκφράσεις θαυμασμού προς τον τρίφτη:

- Καλά, μιλάμε στους κοιλιακούς του Αργύρη τρίβεις τυρί!

- Βλέπεις κοιλιακό ο τύπος; Μπορείς να στίψεις το βρακί σου εκεί πάνω!

Εννοείται το εξαπάκετο δεν είναι για όλους. Αν δε διαθέτεις κανά τρελό γονίδιο, πιθανότατα θα χρειαστεί να εντρυφήσεις στα του αναβολισμού, ίσως και να χτυπήσεις καμιά λιποαναρρόφηση. Διότι το να κωλοχτυπιέσαι κάθε μέρα με εξακόσιες χιλιάδες επικύψεις, ροκανίσματα, ψαλιδάκια και άλλες ειδικές ασκήσεις (χωρίς διατροφική υποβοήθηση), δεν είναι μαγκιά. Είναι απλά μαλακία.

  1. Το εντυπωσιακό εξαπάκετο (six-pack) είναι ένα από τα θαύματα του ανθρώπινου σώματος. Οι κοιλιακοί είναι οι μόνοι γραμμωτοί μύες (σε αντίθεση με τους λείους μύες, π.χ. μήτρα, καρδιά) οι οποίοι δεν είναι σκελετικοί, δεν εδράζονται δηλαδή πάνω σε κάποια οστά (όπως π.χ. ο τετρακέφαλος στο μηριαίο οστούν). Αιωρούνται πραγματικά στο κενό.

  2. - Μαλάκα χτες με τράβηξε το μωρό σε ταβέρνα και φάγαμε του σκασμού. Λες να θολώσω;
    - Μιλάς και συ ρε καραγκιόζη με το εξαπάκετο... Τι ανάγκη έχεις αγόρι μου, εμείς με τη μπάκα που 'ναι σαν τραπεζάκι τι να πούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μαλάκας Έλληνας οδηγός, που χωρίς κανένα λόγο πατάει φρένο εκεί ακριβώς που δεν χρειάζεται, με αποτέλεσμα να φαγώνονται γρήγορα τα τακάκια του αυτοκινήτου του. Έτσι συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη της τσέπης μαστόρων, συνεργείων, αντιπροσωπειών κλπ.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς χεράς και με ικανότητες αγωνιστικής οδήγησης για να μην είναι τακακιοφάγος. Το μόνο που απαιτείται είναι κοινή λογική και στοιχειώδης οδηγική παιδεία, η οποία όμως απουσιάζει. Υπέρτατη εκδήλωση τακακιοφαγίας είναι φυσικά το να πατάς φρένο στην ευθεία και χωρίς να έχεις κάποιον μπροστά σου (το άκρον άωτον του παραλογισμού). Επίσης το να φρενάρεις σε ανοικτές στροφές όπου το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφήσεις λίγο το πόδι από το γκάζι.

Ο φοβικός τακακιοφάγος είναι βασικός υπεύθυνος για το τράφικ και τον συνακόλουθο εκνευρισμό των οδηγών από πίσω του, οι οποίοι υφίστανται την ατζαμοσύνη του. Ισχυρές κατάρες εκτοξεύονται εναντίον του τακακιοφάγου, ιδίως αν βρισκόμαστε σε επαρχιακό οδικό δίκτυο με μία λωρίδα ανά κατεύθυνση, δεν μπορούμε να τον προσπεράσουμε και μας πάει καρότσα για χιλιόμετρα.

Πάσα: Abas

- Τι κάνει ρε ο μαλάκας ο τακακιοφάγος, πάλι φρένο στην ευθεία;
- Συνήθισέ το, θα μας πάει έτσι καρότσα όλο το στροφιλίκι ώσπου να φτάσουμε Τρίπολη. - Καμιά γυναίκα θά 'ναι.
- Όχι απαραίτητα, η μαλακία δεν έχει φύλο αγόρι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified