Δάνειος όρος από το Εμπράγματο Δίκαιο. Χρησιμοποιείται σε εύκολες γυναίκες οι οποίες όμως έχουν απαιτήσεις προτού σου κάτσουν. Κυριολεκτικά το τυχόν καταβληθέν τίμημα για την επίτευξη συνουσίας ή σαρκικής συνάφειας με την εν λόγω εύκολη κυρία. Με την κάλυψη των απαιτήσεων αυτής, αποκτάται το παρόν δικαίωμα, η δουλεία εισόδου ή διέλευσης.

Ρε τον κακομοίρη, έχει φάει άπειρα λεφτά για να αποκτήσει δουλεία διόδου στην γκόμενα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά από την μασχάλη. Εννοείται ο άνθρωπος που μυρίζει μασχαλίλα απο χιλιόμετρα, ο άνθρωπος που μάλωσε με το σαπούνι.

Πωπώ μπόχα. Μη τον πλησιάζεις αυτόν, σκέτος Πασχάλης είναι.

Ο Χήνος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)Ένας άλλος Πασχάλης (από poniroskylo, 14/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός καθιερωθείς για άτομα με βαπτιστικό όνομα Στέφανος, οι οποίοι, είτε εξαιτίας αγαπης για το εθνικό μας φαγητο, όρα φασολάδα, είτε λόγω εξαιρετικώς παραγωγικού κωλαντέρου κλάνουν σε χρόνο χε σε. Τους ακολουθεί αχλύ, όχι λόγω μεγαλείου ή φήμης, αλλά λόγω οσμών.

- Με ποιόν βγήκες σήμερα;
- Με τον στέκλανο.
- Τυχερέ μια χαρά πέρασες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εσώρουχο ανδρικό παλαιάς κοπής και σχεδίου, πρωτίστως σλιπάκι υπόλευκο λόγω μακροχρόνιας χρήσης.

Το εν λόγω εσώρουχο έχει την εξής ιδιότητα: Είτε απορροφάει τις δυσάρεστες οσμές από διασπορά κλανοβολισμών είτε αντιστέκεται σθεναρά στην φθορά που αναπόδραστα προκαλεί ο πυροβολισμός από τόσο κοντινή απόσταση σε ένα ταπεινό βαμβακερό ύφασμα.

Το αλεξίκλανο βρακί, έπειτα από μαγευτικές νύχτες με φασολάδα και λοιπά πορδογενή φαγητα, παρουσιάζει φαινόμενα όσμωσης με το περιεχόμενο του εντέρου αμέσως πριν την απέκκριση. Κοινώς, χρωματίζεται σε χρώματα φαιάς αποχρώσεως, ελαφρώς καφέ. Μερικές φορές όταν το κλάσιμο γίνεται σε παρέα ανδρών, και δη σε κατασκηνώσεις, η ανάγκη να επιβληθεί κάποιος με το περιεχόμενο του κώλου, του το αλεξίκλανο βρακί χρωματίζεται κίτρινο μπροστά, αποτέλεσμα της υπερπροσπάθειας αερισμού και ίσως έπειτα απο κατανάλωση φτηνόμπυρας.

Γνωστός κλανιάρης πηγαίνει σε μαγαζί εσωρρούχων για να αγοράσει εσώρρουχα και παραγγέλνει ως εξής:
- Δώστε μου σας παρακαλώ μια εξάδα αλεξίκλανα μινέρβα νούμερο 6

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχύουν όλα όπως και στον καληνυχτάκια με μία ειδοποιό διαφορά. Ενώ ο καληνυχτάκιας είναι απελπισμένος, έχει λιώσει στο μόντελινγκ, στο τέντωμα του δοξαριού ή τέλος πάντων στην μαλακία, ο καληνυχτυχεράκιας από μία διαβολική σύμπτωση σε κάποιο από τα άπειρα ραντεβού που έχει βγει, έπειτα από μυριάδες ιστορίες για πρώην γκόμενους που έχει ακούσει από τις κοπέλες που έχει ξεπαραδιαστεί να κερνάει μπας και δει κίνηση στην δεντρογαλιά του που δεν προκαλείται από τα χοντρόχερά του, κατάφερε να πηδήξει. Η γκόμενα ήταν άνω του μετρίου, εξ ου και «τυχεράκιας», και ο κακομοίρης αναθάρρησε και πλέον βγαίνει με ραντεβού ακόμη κ με την Ομηρική Πηνελόπη με την οποία μπορεί να ακούει και 20 χρόνια τον νταλκά της με τον γαμίκο Οδυσσέα με την κρυφή ελπίδα ότι, αφού του 'κατσε μια φορά, η φάση θα ναι κάθε μέρα καλημέρα. Πού να 'ξερε ο κακομοίρης πως είδε χαρά στο ψόφιο του επειδή η κοπέλα μπέρδεψε την βότκα με το νερό και από τότε βλέπει εφιάλτες. Ο καλυνυχτυχεράκιας ελπίζει... Το κακό όμως είναι ότι έγινε πιο θρασύς. Σε σημείο να περάσει στην κατηγορία αγαπούλη φωτεινούλη. Να νιώθει σεξόνιο κι ας τον έχουν οι γυναίκες για κλαψοφιλενάδα άνευ αιδοίου.

- Κλασσικός καληνυχτάκιας ο ... ε;
- Μπα πήδηξε την Λολότα ρε συ.
- Σοβαρά;Τότε ανασκευάζω, καληνυχτυχεράκιας είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραβανάς, απάλευτος καρμίρης μονιμάς που έχει τις δυο σαρδέλες στην παραλλαγή του από τον καιρό που οι ΕΣΣΟ ήταν σε αριθμό διψήφιο. Αναλαμβάνει συνήθως υπηρεσία λοχία εβδομάδος ή όργανου υπηρεσίας. Και σε κάθε παράκληση να σε καβατζώσει, σε αρχίζει στα σιχτίρια τύπου «γαμώ τον άξονα της γης κωλόψαρο, που εγώ φοράω μπερέ απ'όταν εσύ βύζαινες» κτλ κτλ.

Γι' αυτές του τις βωμολοχίες χαρακτηρίζεται έτσι.

- Ρε σειρά, ποιός είναι όργανο σήμερα;
- Ο καραβανόπουλος.
- Φτου ρε γαμώτο, πάλι ο βωμολοχίας είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άδεια που παίρνει μια εν λοχεία ούσα μητέρα, όπως όλοι ξέρουμε, λέγεται άδεια λοχείας.

Σε περιπτώσεις που αυτό επαναληφθεί σύντομα, η άδεια παρατείνεται επί το περίπου διπλάσιο, καθιστούσα την ευτυχή μητέρα απούσα από την εργασία της για χρόνια.

Η προσαύξηση αυτή μπορεί να συναχθεί ως προαγωγή από την λοχεία σε λοχία και έπειτα σε επιλοχεία.

- Καλά που είναι η Μαίρη την απέλυσαν;Έχω χρόνια να την δω στο γραφείο.

- Γέννησε στο καπάκι 2 μπέιμπια και το τράβηξε λίγο παραπάνω με την άδεια.

- Αχα άδεια επιλοχίας δηλαδή

Κατερίνα Ξαπλωτή. (από Hank, 17/06/09)Και μια λεχώνα του Picasso. (από Hank, 17/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαθητής που στο λύκειο σηκώνει ακόμη το χέρι στροβιλίζοντας το όπως στο δημοτικό φωνάζοντας «κύριε-κύριε!» . Προσφέρεται για οποιαδήποτε χάρη από τον καθηγητή.

Μεγαλώνοντας στο στρατό γίνεται σκοπάνθρωπος, καπαπής και αγγαρειομάχος. Στον επαγγελματικό τομέα γίνεται γλείφτης όχι από τσατσοσύνη αλλά από έμφυτη μαλακώδη καλοσαμαρειτική άτιτιουντ.

Τον αντιπαθούν όλοι γιατί κανείς δεν καταλαβαίνει πώς προσφέρεται σε κάθε αγγαρεία και χάρη προς ανώτερο.

Με ποιόν ανέλαβες το πρότζεκτ ρε συ;

-Με τον Παπαδόπουλο.

-Είσαι πολύ γκαντέμης. Θα πάρει όλα τα εύσημα αυτός. Είναι σηκωχέρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός σε γυναίκα που, ενώ αντικειμενικά θεωρείται κόμματος, ρέγγα γάλακτος, βουτυρόμουνο, πεόλαυση, είτε λόγω μεγάλης αυτοπεποίθησης, είτε λόγω ευκολίας της γυναίκας αυτής στο να σκαρφαλώνει ψωλόφους, κοινώς είναι του χεριού μας, μπορούμε να την πασπατέψουμε χαλαρά.

Προέλευση αυτονόητη από το βατός + μουνί.

- Ακούγεται ότι αν και αιδοίαρος η Ζωρζέτ το πίνει το σαλέπι.
- Έλα ρε και φοβόμουν να της την πέσω μη φάω πίτα πίτα. Να ορμήσω δηλαδή!
- Ναι λέμεεεε. Βατόμουνο είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified