Μεταφορά: Η (δήθεν) αταβιστική λιγούρα των νεοελλήνων.

Εσφαλμένως, θεωρείται ότι προέρχεται από τη λίμα με την οποία πασπαλίζανε τη μπομπότα τους οι Έλληνες στην Κατοχή, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Οι Έλληνες ήταν λιμασμένοι εδώ και αιώνες.

Προσοχή όμως, στους όρους: Άλλο η πείνα και άλλο παναπεί λιγούρα, όπως άλλο πράγμα είναι η φτώχεια και άλλο η μιζέρια, διότι οι πρώτες έννοιες μπορεί να είναι παροδικές και αναφέρονται σε υλικά αγαθά, ενώ οι δεύτερες είναι μόνιμες, δεδομένου ότι εδράζονται στην ψυχή...

Φτωχοί λαοί υπήρξαν κι άλλοι, αλλά πρόκοψαν (π.χ. Ιρλανδοί, Ισπανοί, Ιταλοί κ.α.) με τον ένα τρόπο ή τον άλλο. Οι νεοέλληνες, αφ' ότου έμαθαν το νέο παιχνίδι «κατανάλωση», μετά την A.M.A.G. (=American Mission for Aid to Greece, δηλ. η γνωστή αμερικάνικη βοήθεια < εξ ού και: αμάκα), αλλά και την εισβολή των χουντικών σουπερμάρκετ στα προπύλαια του νεοελληνικού πολιτισμού, χρόνο με το χρόνο, απέβαλαν πολλές μακραίωνες καλές συνήθειές τους και απέκτησαν μόνον κακές (διότι είναι ευκολότερο - δεν θέλει προσπάθεια/παιδεία), ξένες έξεις, με συνέπεια να χορταίνουν όλο και λιγότερο.

Από την πεσμένη πόρτα του Πολυτεχνείου, οι μπάτσοι που μπήκανε μέσα, ήτανε το λιγότερο(!) Κάτι ήξερε ο Αντρίκος, που έκανε μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα, μοιράζοντας τα φράγκα των ευρωπαϊκών κονδυλίων δώθε-κείθε, καπάκι μετά τη χούντα.
Συνεπώς, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι Τούρκοι (400 χρόνια και τέτοια) μας φταίνε...

- Βουρ στις μπριτζόλες!
- Γιούργιααα!
- Σιγά ρε! Τί κατοχικό σύνδρομο είν' αυτό; Όλοι θα πάρετε γαμώ τη Μπιάφρα μου μέσα!

Στο 1:10 - 1:40 οι παραισθήσεις απο την πείνα! (από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρομοίωση: Ακατάστατος και βρώμικος χώρος.

Εκ του ομόηχου ουραλοαλταϊκού τσαντίρ=γιούρτα/σκηνή.

Προέρχεται από την αντιπαραβολή ενός τέτοιου χώρου με τα γνωστά αντίσκηνα των αθιγγάνων, τα οποία θεωρούνται μπιχλώδη και γιουσουρουμτζήδικα. Οι καθάργιοι νεοέλληνες κοροϊδεύουνε απο παλιά τους γύφτους και πρόσφατα τους αλλοδαπούς (βλ. «πού πα ρε αλβανέ/ταλιμπάν» κ.τ.λ.), δεδομένου ότι είναι φιλόξενος, αλλά και φιλοπαίγμων μεσογειακός λαός (λέει).

Εξ άλλου, γνωστή και η παρανόηση του εν δυνάμει συνωνύμου: μπουρδέλο (=βρώμικος & ακατάστατος χώρος), δεδομένου ότι το μπουρδέλο κάθε άλλο παρά βρώμικο είναι. Όταν κάποιος λέει ότι «εδώ μέσα είναι μπουρδέλο»/«μπουρδέλο το πέρασες;» κτλ, το αληθώς σημαινόμενο είναι ότι οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει οτιδήποτε, αρκεί να πληρώσει (βλ. «με τον παρά μου γαμώ και την κυρά μου»), το οποίον με τη σειρά του είναι πάλι εσφαλμένο, διότι ορισμένα βίτσια γίνονται μόνον κατόπιν συμφωνίας, δηλ. μόνον αν συναινεί η πόρνη και βέβαια έναντι αυξημένου αντιτίμου...

Καθάρισε και λίγο εδώ μέσα ρε χλιμίτζουρα! Τσαντίρι το' χεις κάνει το δωμάτιό σου πια!

Το τελευταίο Αλ Τσαντίρι. (από Hank, 14/07/09)(από Hank, 14/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοδίστρα(ς) λεγόταν ο αμφιβόλου σεξουαλικού προσανατολισμού ναύτης, πολύ παλιά, βλ. έφαγα το καβλί του ναύτη = ταλαιπωρήθηκα, έφαγα ζόρι / πούτσα / γαμήθηκα κτλ.

Παίζει να προέρχεται απο την παναθεματισμένη τη ναυτική στολή, που θέλει σιδέρωμα, πέντε τσακίσεις, μπελαμάνα, κολαρίνα, λιγαδούρα, ίσιωμα το μαύρο μαντήλι, κορδέλλα με φιόγκο στην ασπιρίνη, παντελονόκουμπα που ανοίγουν μπροστά κι έχει δυο ματζαφλάρια στο πλάι, δηλαδή μπορεί και να σου πάρει κανά εικοσάλεπτο να ντυθείς...

Ο Τσιφόρος, αφιερώνει μια σχετική ιστορία «Ο Μοδίστρας» στα «Παραμύθια πίσω απο τα κάγκελα», με ένα ναύτη που αναγκάζεται ένεκα εκδουλεύσεως, να κάνει παραχωρήσεις εσωτερικής καύσεως ... Φαίνεται οτι ενώ το σώμα τραβάει αμφότερα τα φύλα
(βλ. Μοσχολιού «ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία», «ένα ναυτάκι αγάπησα κι εγώ» κτλ.), εν τούτοις, οι πουρές λούγκρες κάνουνε άγριο κυνηγητό στα ναυτάκια, όπως φαίνεται και απο την εμμονή του μεγάλου Τσαρούχη. Άλλωστε και οι ίδιοι οι ναύτες χαριεντίζονται μεταξύ τους, πετώντας ψευτοαδερφίστικα αστεία και προσφωνήσεις (π.χ. πού' σαι μωρή κυρία; / Μωρή κληρού / Μωρή κοπέλα κτλ). Το' χει η μπελαμάνα φαίνεται ...

Μάλιστα, σώζεται και η εξής αληθινή ιστορία: Κάποιος γνωστός γεροπούστης, εθεάθη Μεγάλη Παρασκευή αλαμπρατσέτα μ' ενα χαρτζηλικωμένο γαργαρότεκνο. Μια πικαρισμένη πουρόλουγκρα που τους εμπάνισε, είπε χαριτολογώντας στη «δικιά της»:

- Μωρή δε ντρέπεσαι; Μεγάλη Βδομάδα ν' αρταίνεσαι;

Η απάντηση ήρθε ατάκα:

- Καλέ δε βλέπεις; Θαλασσινό, νηστίσιμο!

- Ρε παιδιά, εντάξει ο φιόγκος; Μια ώρα τον πατικώνω...
- Φύγε απο 'δώ μωρή μοδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζάμπα = δωρεάν / έναντι ευτελούς αντιτίμου / άνευ κόστους ή και εις μάτην (βλ. τζάμπα κόπος) + τουρκ. κατάληξη –τζής.

Το τζάμπα προέρχεται από το κακοπροφερμένο μέηντ ιν Τζάπαν (αγγλ. made in Japan), όπως ο γκαντέμης, -ω, -ικο (αγγλ. God damn it), μπιέλα (αγγλ. B.L.R.=Beyond Local Repairs), μέγκλα (αγγλ. made in England), είμαι γκολ (αγγλ. gone =τύφλα στο μεθύσι), όπως τα καταλάβαιναν οι ναυτικοί μας, οι οποίοι ήταν παλιά και οι μόνοι λαϊκοί κοσμογυρισμένοι Έλληνες, που τριγυρνούσανε στα διάφορα διεθνή λιμάνια και τσιμπούσαν λέξεις δώθε-κείθε και ωσεκτουτού χρησιμοποιούσαν μια παρδαλή γλώσσα (π.χ. η Τζιμπεράλτα, η Αργεντίνα, ο σηψάτζης (=ship's agent), ο μπώμαν (=αντλιωρός), ο ντόκος, τα νησά Σκύλοι (=Scilly islands κ.ο.κ.).

(Βλ. Τζιμάκος «βάλε τηγάνισε τους κουραμπιέδες»: ...τα ρεζιλίκια τους ήρθαν μου τα’ παν και τσολιαδάκια μέηντ ιν Τζάπαν...).

Για το λόγο αυτό, το ρουμελιώτικο τζάπα, είναι πιο κοντά στη γενεσιουργό λέξη, από τις παραφθορές «τσάμπα» και «τζάμπα». Η δε τσάπα, είναι άλλο πράγμα, εκτός και αν προφέρεται από ποντιακά χείλη αντίς για «τσάμπα» (π.χ. η πάλα=μπάλα, πλε=μπλε κ.α.)

Άλλωστε, μέχρι τον μεταπόλεμο, όλοι οι Έλληνες, δεδομένου ότι δεν μιλούσαν ξένες γλώσσες, χρησιμοποιούσαν «φανταστικά» εγγλέζικα, γερμανικά, ιταλικά και γαλλικά, όπως νόμιζαν ότι τα έλεγαν οι ξένοι ηθοποιοί στους σινεμάδες, ή τα άκουγαν από τους διάφορους στρατούς κατοχής όπως: τρινγκ μαϊ φόρντ (δήθεν εγγλέζικο = πολύ σπέσιαλ ντύσιμο), κλάιν μάιν φύρστ (δήθεν γερμανικό = πολύ κύριος), στάκαμαν (δήθεν αμερικάνικο = στάκα + καμάν, δηλ. στάσου), άχτεν μπούχτεν μάκινα μπουζούχτεν (δήθεν γερμανικό = αλαμπουρνέζικα), λακριντί (νόμιζαν ότι είναι γαλλικό!) κ.α. Εξ ου και τα διάφορα ανέκδοτα στα ελληνικά, που παίζουν με την φωνητική ξένων γλωσσών, π.χ.

(Γερμανικά):
- Μπείτε-ρηχά είναι ρε!
- Μπα, είναι κρύα!

(Αγγλικά):
Είν' του άλλου μου του γιου
Να η Σπάρτη (nice party)
έκο ταττού (echo tattoo)
χάου ντούκου-ντούκου
ξεσκιούζ μι
τσιβιτζιλέησον (civilization / invigilation)

(Γαλλικά):
Και σε κεσέ και σε μπωλλ
Λαιμοί μπουκαλιών

(Ιταλικά):
μαρτστέλλο μασταπιάνει
βλ. και Γιάννη Μηλιώκα: «Γκρέκο Μασκαρά» τίγκα στους ιταλισμούς

(Ισπανικά):
Κουνιάδος σε σέλλα βέσπας
πάτος αλατιέρας
σάλτσες χυμένες
κορμός κομμένος εγκαρσίως
εντράδες ψημένες σε σχάρα τοστιέρας
Ντολόρες (πάρτον και κούνατον ώρες)
Χοσέ Κουέρβο

(Ιαπωνικά):
να' μουνα μουνάκι (κίναιδος)
να σου σύρω το κασόνι (αχθοφόρος)
για τα ούρα / για καούρα (ουρολόγος/γαστρεντερολόγος)
μαύρα μούρα-άσπρα μούρα
γιαγιάκα μου συγκάηκα

(Λατινοαμερικάνικα):
Σαν τη νύστα που 'χω (νυχτοφύλακας)
Κάρλος εχωμπάρ (ιδιοκτήτης νυκτερινού καταστήματος)

(Αφρικανικά):
Ακούμπα τα μπαούλα ούλα Κούλα (αχθοφόρος)

(Τούρκικα):
τσογλάν-μαντρί (σχολείο)
γιαβάς μπαϊλντί (αργός θάνατος)
τα ΜΑΤ ορμάν (Αρκουδέας)
αμάν μεγαμάν (κίναιδος)
μπαμ κιοφτέ (χειροβομβίς)
χαϊβάν ντουλάπ (τηλεόραση)

(Ρώσσικα):
Τα μήλα παζάρευα (πωλήτρια λαϊκής του πάγκου)
στο ΙΚΑ πίστευα (ανασφάλιστη χορεύτρια)
μουσκίσκι ζβαρνίσκι

(Ρουμάνικα):
Κάκωση μηνίσκου (ορθοπαιδικός)

(Γαλατικά):
Συγγρου-φίξ (τραβεστί)

Επίσης κι άλλοι λαοί κοροϊδεύουν τη γλώσσα και την προφορά των ξένων, (όπως έκανε άλλωστε και ο Καραγκιόζης σε όλες τις εθνοτικές ομάδες της οθωμανικής αυτοκρατορίας: Εβραίος, Αρμένης, Βλάχος, Αρβανίτης, Τουρκαλέων, Επτανήσιος κ.α.) με παρόμοια ανέκδοτα όπως:

(Ιταλία):
caca duro qui fa poco moto (ιάπων υπουργός αθλητισμού)
calla mi i jeans (αμερικανίδα καουμπόησσα)

(Ισπανία):
yayo tumba gamba chunga (ο παππούς έφαγε σκάρτη γαρίδα αφρικανιστί) che me corrotoa (βάσκα νυμφομανής)
suben-empujen-estrujen-bajen (γερμανικό λεωφορείον)
ooooo-ya–sta! (ιάπων πρόωρος εκσπερματιστής)
se aleja la armeja (αραβικόν διαζύγιον)
ata la caja ala raqua (αραβικός κόμπος)
ciao chochin (κινέζικον διαζύγιον)
chungles (chungo+ingles = εγγλέζικα της κακιάς ώρας) δηλ. ισπανικό αντίστοιχο του greeklish.

Και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός...

  1. - Πόσο έχουνε οι τσιμούχες μάστορα;
    - Τζάμπα για πάρτη σου!
    - Σσσσσσσωραίοςςς!

  2. - Πόσο κάνει το συνολάκι;
    - Μόνο πεντακόσια ευρώ με την έκπτωση μαντάμ.
    - Τί μου λέτε! Τζάμπα πράμα δηλαδή!
    - Εδώ κυρία μου είναι Κολωνάκι, άμα θέλετε, έχει λαϊκή στην Καλλιδρομίου κάθε Σάββατο...

  3. - Τί έγινε με τη Μαίρη, την έριξες;
    - Όχι θα μου ξέφευγε. Χτες όλο το βράδυ μου ίδρωνε τα σεντόνια μέχρι το ξημέρωμα!
    - Έεεετσι! Τζάμπα τα φοράμε τα γαλόνια;

  4. - Τελικά θα το κάνουμε το συμβόλαιο αύριο;
    - Μπάαα. Δεν έχω λεφτά τώρα, μάλλον μετά τα Χριστούγεννα.
    - Και τί με κουβάλησες τότε καλοκαιριάτικα στην Αθήνα τζάμπα και βερεσέ; Κοίτα ρε, κάτι άνθρωποι...

  5. Μια ζωή πολεμάω να σε κάνω άνθρωπο βρε αχαΐρευτε, αλλά δε βαριέσαι; Ό,τι σου λέω εγώ, μπενάκης-βγενάκης, σ' έστειλα να σπουδάσεις, σου πήρα αμάξι, σου' γραψα το μισό σπίτι κι εσύ δε λες να σηκωθείς πριν το μεσημέρι! Τζάμπα κόπος! Τον αράπη κι αν τον πλένεις...

Σλάνγκαρχος Μηλιώκας (από Hank, 16/07/09)Mr lova man.....tsabba (από perkins, 16/06/10)

Δες και phonetics.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά κλασσική τουρκομερίτικη έκφραση που σημαίνει τον τζαμπατζή ή κακοπληρωτή οφειλέτη. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα (και ως μπαταχτσής κατά τα μπαξές-μπαχτσές, καϊξής-καϊκτσής κ.α.).

Να μην συγχέεται με το επίσης τουρκικό σελέμης, διότι αυτός είναι μάλλον εκ μιζέριας τρακαδόρος και φτωχομπινές, ενώ ο μπαταξής είναι κακόπιστος οφειλέτης αντικειμένου οιασδήποτε αξίας.

Εν Πάτραις, το συνώνυμο του μπαταξή λεγόταν μια δόση και «μπήχτης» = τρακαδόρος / βουταδόρος (εκ του μπήγω= φεσώνω / κάνω τράκα / βουτάω πράγματα, δηλ. εξομοιώνεται με τον κλέφτη.

Εν Αγγλία, η δολία αποφυγή πληρωμής εισιτηρίου (fare dodging), δηλαδή το μπαταξιλίκι κομίστρου, υπάγεται στην κατηγορία των ατιμωτικών αδικημάτων (dishonest crimes), δηλαδή τυχόν καταδίκη συνεπάγεται στέρηση αδείας ασκήσεως επαγγέλματος σε ορισμένους κλάδους (π.χ. δικαιοσύνης-δικηγόροι, οικονομικών-εφοριακοί, λογιστές κ.α.), κώλυμα προσλήψεως ή και απόλυση, όπως ακριβώς παρ’ ημίν με τα ατιμωτικά αδικήματα κατά της περιουσίας (π.χ. κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κτλ).

Τα παλιά χρόνια, οι πιτσιρίκοι ανέβαιναν στο πίσω μέρος του τραμ κι έκαναν «σκαλομαρία», δηλαδή σκαλώναν στους πίσω προφυλακτήρες με τα πόδια τους να κρέμονται, προκειμένου να μην τους πάρει είδηση ο οδηγός και πληρώσουν εισιτήριο (γιατί η φτώχεια ήταν απερίγραπτη). Κάθε φορά που ο τραμβαγέρης τους αντιλαμβανόταν, σταματούσε, κατέβαινε και τους έστελνε ή απειλούσε ότι θα τους πάρει ο διάολος. Οι πιτσιρίκοι, φυσικά, είχαν κατέβει και κορόιδευαν από μακριά. Όταν ο ζοχαδιασμένος τραμβαγέρης ξανακαθόταν στην θέση του και ξεκινούσε πάλι, οι πιτσιρίκοι ξανασκάλωναν. Αυτό το βιολί σταμάτα-ξεκίνα, συνεχιζόταν μέχρι να βαρεθεί ο οδηγός και να κάνει τα στραβά μάτια.

Το μπαταξιλίκι λοιπόν, δεν είναι ούτε απλή, ούτε ασήμαντη υπόθεση. Άλλωστε, οι παλιοί ταβερνιαρέοι δήλωναν νέτα-σκέτα ότι «ο βερεσές απόθανε κι ο γιος του πάει στην Πόλη» και συμβολικώς πετούσαν το τεμπεσίρι (κιμωλία) στη θάλασσα / σκουπίδια ενώπιον των πελατών, ως απάντηση σ’ αυτούς που ζητούσαν να τα «γράψει κάτω απ’ το σφουγγάρι» / «γράψτα-σβήστα».

Βλ. σχετικό ρεμπέτικο «στου Λινάρδου την ταβέρνα» (... κι άλλος ζούλα την καρφώνει ... = φεύγει κρυφά χωρίς να πληρώσει, ... βρε Λινάρδο ταβερνιάρη γράψτα όλα στο σφουγγάρι ...)

Ο Ζήκος (βλ. «Της κακομοίρας)», σε απάντηση στα απαιτητικά παλαμάκια παραγγελίας του γυαλάκια μπαταξή πελάτη, επεσήμανε: «... να παλαμοκροτάνε αυτοί που πληρώνουνε κι όχι εσύ που θέλουμε τρεις κιμωλίες στο γράψε-σβήσε τη βδομάδα για σένα ...».

Πάλι μου βούτηξες τον αναπτήρα μου; Δέκα έχω χάσει τον τελευταίο μήνα και μ' αυτόν έντεκα. Γιατί δεν πας μέχρι το περίπτερο να πάρεις πεντ-έξι βρε παλιο-μπαταξή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετον εκ του πουρός (=γέρων) + τουρίστας.
Σημαίνει τον τσαχπίνη κι αμοράλ νεαρόν που περιδιαβαίνει τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι προκειμένου να ψαρέψει γυναίκες προκεχωρημένης ηλικίας (συνήθως αλλοδαπές), στις οποίες στη συνέχεια κάνει τα γούστα, έναντι αντιτίμου όχι απαραιτήτως χρηματικού (π.χ. ένα ακριβό δώρον, μια γνωριμία σε κύκλους εξουσίας κτλ).

Δηλαδή ζιγκόλα του θέρους.

Τα παλιά χρόνια, στου Ζωναρά και στην πλατεία Κολωνακίου, τα κομψότατα ζιγκολάκια κάθονταν και πίνανε μακαρίως τον καφέ τους, έως ότου κάποια μανδάμ σήκωνε όρθιο τον ακριβό αναπτήρα της να στηθεί στο τραπέζι, που σήμαινε: «Ψάχνομαι». Όλο και κάποιος ευγενής νεαρός θ' άναβε το τσιγάρο της βάβως...

(Βλ. σχετικά «Ο ζεστός μήνας Αύγουστος» με το νεαρό Φέρτη, «Ερωτικές ιστορίες» με το ζεν πρεμιέ Κούρκουλο κ.α.).

Σημειωτέον, ο Τζέι-Τζέι Ρουσσώ, ήτανε προστατευόμενος μια μεγαλοκυράς που τονε σπούδαξε γράμματα (και όχι μόνο).

- Είδες τον Μάκη κουρσάρα;
- Ε, καλά! Χρόνια πουρίστας ο Μάκης. Έχει λέει μια θεία στη Ρώμη και πάει κάθε τόσο και της τα μασάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Νάουσα Ημαθίας): Ειρωνικά το «κελεπούρι», η «μεγάλη ευκαιρία», δηλαδή ουσιαστικά carbon el tesoro (άνθρακες ο θησαυρός).

Προκειμένου όμως να μη φάμε και κανάν αφορεσμό απο το μουφτή της Ροδόπης ταις πρεσβείαις του Χάνκοντος ένεκα σημειολογικού σφάλματος, θα αποκοτήσωμεν μετ' επιφυλάξεως και την ερμηνείαν της φράσεως ως πύρρειο νίκη:

Ήτοι, δεδομένου οτι τα παλαιά χρόνια (;) οι πρόθυμοι γαμβροί ήσαν δυσεύρετοι, σε περίπτωση κουκουλώματος νεάνιδος μανι-μάνι με κάποιον αχαΐρευτο, επληρούτο ο πόθος της μαμάς, αλλά κατ' άτι κουτσουρεμένος. Γαμπρός μεν, απ' τα Μονόσπιτα δε. Προβλέπεται απογοήτευση και δυστυχία με τέτοιο γαμπρό, τον εκ του χωρίου Μονοσπίτων Ημαθίας ορμώμενον.

Χρησιμοποιείται και αυτοσαρκαστικώς, όταν κάποιος αναλαμβάνει εγχείρημα, το οποίον είναι πέραν των δυνάμεών του, ένεκα ελλείψεως σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κυρίως οικονομικής ευρωστίας δηλαδή «πού πάω εγώ τώρα, τί τα θέλω εγώ αυτά, αφού δε με παίρνει, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα...», κατά την έννοια της παροιμίας «ο ποντικός στην τρούπα του δε χώραγε, κωλοκύθια έσουρνε».

Οι δημοσιογραφίσκοι, μάθανε προσφάτως τη λέξη «πολύφερνος» και τηνε τσαμπουνάνε όπου λάχει. Δε διστάζουν μάλιστα πανάθεμά τους να μιλούν και για πολύφερνους γαμπρούς / υπουργούς (sic), ενώ η «φερνή» ήταν τα αρχαία χρόνια (επί Ελλήνων) η προίκα που ελάμβανε η γυναίκα βέβαια, προκειμένου να παντρευτεί και φυσικά πολύφερνη είναι η νύφη που φυσάει το παραδάκι. Εξ ου και το λατινικό «παραφερνάλια» του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, προέρχεται απο το ελληνικό «παράφερνα» δηλαδή τα προικώα αντικείμενα εξαιρούμενα της κυριότητας του αντρός της (π.χ. κειμήλια, προσωπικά της αντικείμενα κτλ). Άλλωστε, αποκλειστικά δικαιώματα σε πράγματα, έχει η σύζυγος και σήμερα, όπως το σημερινό λεγόμενο «εξαίρετο» του κληρονομικού δικαίου, δηλαδή την οικοσκευή που δικαιούται να λάβει η σύζυγος του τεθνεώτος, πέραν της νομίμου μοίρας της. Η λέξη «παραφερνάλια», πρόσφατα χρησιμοποιείται ως «συμπαρομαρτούντα» ή αυτά που κουβαλάει κάποιος μαζί του, τσουμπλέκια, τσετζερεδικά, τα πάντα όλα). Ο γαμβρός λοιπόν αυτός φαίνεται, όχι μόνον φερνή δεν είχε (sic),αλλά ήταν και τελείως αναξιόπιστος, αχαΐρευτος, ακαμάτης κοινώς: Κοπρίτης.

Τώρα, γιατί το συγκεκριμένον χωρίον παρήγαγεν μαζικώς ελαττωματικούς γαμβρούς, μάλλον θα μείνει άλυτον μυστήριον, στα βάθη της λάσπης του κάμπου του Ρουμλουκιού, μαζί με τα μυστικά του βάλτου...

Την έκφραση χρησιμοποιούν κυρίως γηραιοί Ναουσαίοι, χωρίς ωστόσο να δύνανται να την ερμηνεύσωσιν καίτοι ο υποφαινόμενος τους έχει επανειλημμένως τσιγκλήσει. Φαίνεται όμως, οτι οι εν Ημαθία νύμφαι, είχαν πάθει στο παρελθόν πολλά χουνέρια, δεδομένου οτι υφίσταται παρεπιδημούν χωρίον ονόματι «Ξεχασμένη», χάριν νύφης που την απαράτησεν ο γαμβρός προ του μυστηρίου, αναχωρήσας προς άγνωστον κατεύθυνσιν και αφήσας αυτήν να περιμένει τον αγύριστο...

Εξ άλλου, ο μόνος συνεπής και πολύφερνος νυμφίος που είδαμε ποτέ να έρχεται εν Ελλάδι, ήταν ο Καραμαλής το '74, c'est ça;

Παρόμοια: Πού σε πέτυχα, εσύ μας έλειπες, προκομμένη μου Ζαΐρα πού σε βρήκα και σε πήρα, κονομήσαμε, τα πιάσαμε τα λεφτά μας, ψωνίσαμε απο σβέρκο, θα μου κάνεις το κόκκινο αυγό κ.τ.λ.

  1. - Ανέλαβε σήμερα υπουργός ο τάδε! Άιντε μπας και δούμε καμιά άσπρη μέρα...
    - Μμμμ... γαμπρός απ' τα Μονόσπιτα! Μωρέ δε με παρατάς λέω γώ με τον κερχανατζή;

  2. Τί το’ θελα εγώ το δάνειο απο τη Γιούρα-μπάνκ; Ορίστε τώρα, μου παίρνουνε το σπίτι οι κουφάλες! Με τρείς κι εξήντα, που να τα βγάλω πέρα, γαμπρός απ’ τα Μονόσπιτα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική και οξύμωρη έκφραση που δηλώνει: Σε ακούω/σε παρακολουθώ, αλλά σε γράφω και στα παπάρια μου.

Πιθανώς προέρχεται από τον πανομοιότυπο στίχο του Τζιμάκου στο άσμα «Αλέκα». Ή, από τη γνωστή ρήση του Βολταίρου «διαφωνώ με όσα λες, αλλά θα υπερασπίζομαι και με την ζωή μου ακόμα, το δικαίωμά σου να λες όσα λες», δηλαδή σέβομαι το δικαίωμά σου στο κλανίδι μου.

Να μην συγχέεται με την έκφραση «σε φιλώ στον ώμο και με λές μογγόλο» (βλ. Γιοκαρίνη «κουαρτέτο στο Βόλο»), καθώς και «σου φιλώ την κλάνα που τη λένε Ιωάννα κι έχει το μαλλί αφάνα» κ.α., διότι δηλώνουν ακρόαση του ομιλούντος μεν, άμα τη αποχωρήσει του ακροατού δε, που θυμίζει το αμερικάνικο: Tell your story walking (= μίλα μόνος σου, κανείς δεν ενδιαφέρεται).

- Ρε, τί θα γίνει, μας έχουν πλημμυρίσει οι αλλοδαποί. Πού πάμε ρε; Συρρικνώνεται η Ελληνική Φυλή...
- Λες μαλακίες, το ξέρεις;
- Τί λες ρε, που δεν τολμάμε πια να περπατήσουμε στο δρόμο, στη γειτονιά μας!
- Καλά, σε γαμώ και σε υποστηρίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτάρεσκη έκφραση των Βλάχων της Ελλάδας, η οποία σημαίνει ότι οι ομόφυλοί τους, είναι (δήθεν) πονηρότεροι απ' τον καθένα...

Υφίσταται και το αμερικάνικο αντίστοιχο: I saw you coming («Σε είδα να στρίβεις τη γωνία / σε πήρα χαμπάρι / στην έφερα»). Άλλωστε, ο Χάρρυ Κλυνν το είχε επισημάνει στο δίσκο «πατάτες», αναφερόμενος σε γνωστό πολιτικάντη: Πονηρός ο Βλάχος!

Γνωστός φυλετισμός / εθνοτισμός / τοπικισμός και εν τέλει εθνοφαυλισμός τύπου «οι από δω γαμάνε τους από κει», που βρίθει υπό ποικίλες μορφές στην Ελλάδα: Οι Μακεδόνες είναι καλοί άνθρωποι, οι Θεσσαλονικείς καρντάσια, οι Κρητικοί είναι παλικάρια, οι Μοραΐτες κωλόπαιδα, οι Αιτωλοακαρνάνες απέκηδες, οι Πατρινοί πούστηδες, οι Αρτινοί νερατζόκωλοι, οι Γιαννιώτες παγούρια, οι Μυτιληνιοί γκασμάδες, οι Εβρίτες γκατζοί, οι Ροδίτες τσαμπίκοι, οι Κώοι μπόχαλοι, οι Σαλαμινιοί μπακαούκες, οι Σάμιοι ουγκαντέζοι, οι Πόντιοι χαζοί, οι Κύπριοι αδέρφια μας (όπως κι οι Σέρβοι), οι χωριάτες Βλάχοι, οι γύφτοι βρωμιάρηδες και η Αθήνα βαλές που μαζεύει όλο το χαρτί.

Οι νεοέλληνες, κυκλοφορούν μεταξύ τους ακάλυπτες επιταγές σε ρήτρα τουπέ, οι οποίες δεν έχουν απολύτως κανένα αντίκρισμα στο (όποιο) εξωτερικό. Έτσι, οι Ηρακλειώτες μισιούνται θανάσιμα με τους Χανιώτες, οι Αγρινιώτες με τους Μεσολογγίτες, οι Ναουσαίοι με τους Βεργιώτες κ.ο.κ.

Γνήσιοι λοιπόν τουλάστιχον κατά τούτο Έλληνες και οι Βλάχοι της Ελλάδας, ουσιαστικά επικυρώνουν το γνωστό ρητό: Κάθε Έλληνας, πονηρότερος από κάθε άλλον Έλληνα!

Για την ιστορία, οι Βλάχοι κατάγονται από την Βλαχία ή Βαλλαχία, κατά την ευρύτερη περιοχή της καλουμένη Μουντενία και κατά το έλασσον Ολτενία, τμήμα της σημερινής Ρουμανίας, νοτίως των Καρπαθίων και βορείως του Δούναβη, καταλαμβάνει μέρος της πολυπόθητης στρατηγικώς Βεσσαραβίας, αποτελούσε πριγκιπάτο (1317-1859) και είχε δικό της θυρεό και παντιέρα. Οι άλλες δυο μεγάλες επαρχίες της σημερινής Ρουμανίας, είναι η Μολδαβία στο βόρειο και η Τρανσυλβανία στο δυτικό της τμήμα.

Από την περιοχή αυτή πέρασαν Θράκες, Κέλτες, Σκύθες, Μοίσοι, Σλάβοι, Άβαροι, Γέπιδες, Πετσενέγοι, Δάκες, Γότθοι, Μαγιάροι, Μογγόλοι, Τούρκοι, της Παναγιάς τα μάτια…

Το στίγμα στη γλώσσα τους όμως άφησαν οι Ρωμαίοι, που κατέλαβαν την περιοχή από το 105 μ.Χ. μέχρι το 271 μ.Χ. και έκτοτε οι Ρουμάνοι < Romani («Ρωμαίοι») και οι βλάχοι Έλληνες και μη, μιλούν μια διάλεκτο της λατινικής και συγκεκριμένα οι Βλάχοι την (α)ρωμουνική / αρμανική αφού λέγονται και Αρ(ω)μάνοι (!) την βλαχομογλενίτικη και την ιστρορουμανική.

Οι Έλληνες Βλάχοι συνεννοούνται θαυμάσια με τους Ρουμάνους, ενώ μπανίζουν από Ιταλικά και Ισπανικά, αφού μιλούν λατινογενή γλώσσα.


Προέλευση της λέξης «Βλάχος»

Η ιστορική έρευνα δεν έχει φτάσει σε ένα γενικώς αποδεκτό συμπέρασμα. Η ονομασία Βλάχος είναι ασαφής με γενικό κανόνα να σημαίνει τον λατινόφωνο. Κύριες απόψεις όσον αφορά την ετυμολογία του όρου είναι:
α) Από την παλαιοσλαβική λέξη vlah που σημαίνει ξένος, αλλοεθνής, μη Σέρβος αλλα λατινόφωνος.
β) Από την Γερμανική λέξη Walechen που επίσης σημαίνει ξένο, μη Γερμανό αλλά λατινόφωνο.
γ) Από τον αιγυπτιακό όρο «φελάχ»= αγρότης , αυτός που ασχολείται με γεωργικές εργασίες.
δ) Είναι εξέλιξη της λέξης Βληχή (δωρικά βλαχά) = βέλασμα ε) Προέρχεται από την λέξη Volcae κέλτικη φυλή η οποία συνόρευε με τα γερμανικά φύλλα και με αυτό το όνομα οι Γερμανοί αποκαλούσαν οποιονδήποτε λατινόφωνο
ζ) Από την συνένωση των λέξεων Βάλε = κοιλάδα και aqua =νερό δείγμα της ενασχόλησης των βλάχων με την κτηνοτροφία και την φροντίδα των ζώων.
η)Από το λατινικό villicus που ήταν για τους Ρωμαίους ο αγρότης.

Άλλες ονομασίες για τους Βλάχους στην Ελλάδα:

α) Κουτσόβλαχος: είναι η ελληνική απόδοση του τούρκικου Κιουτσούκ Βαλάχ = Μικρόβλαχοι κάτοικοι δηλαδή της Μικρής Βλαχίας. Έτσι ονομαζόταν η Αιτωλοακαρνανία κατά την εποχή του Βυζαντίου.Εν αντιθέσει με τους Μπουγιούκ Βαλάχ = Μεγαλόβλαχοι, κατοίκους δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας όπως ονομαζόταν η περιοχή της Θεσσαλίας.
β) Τσίντσαροι: βλάχοι Σερβίας-Σκοπίων. Η ονομασία εικάζεται πως προέρχεται από το λατινικό quinquarius (πέντε=quinque στην λατινική-τσιντσι στα βλάχικα) κατάλοιπο της πέμπτης Ρωμαικής λεγεώνας των παλαίμαχων Μακεδόνων.
γ) Πριτσόβλαχοι από την λέξη πριτζιά = δυσοσμία που αναδύουν τα ρούχα όσων ασχολούνται με κτηνοτροφικές εργασίες.
Μπουρτζόβλαχοι δηλαδή…
Βλ. γ’ρούνj αντί χοίρος, γουμάρ’ αντί όνος και πολλές άλλες μη ελληνικές λέξεις της κτηνοτροφίας.

Οι Βλάχοι της Ελλάδας δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα (Βλάχοι) στη γλώσσα τους, αλλά με το Αρμάνοι, λέξη που παράγεται από το Romanus (Ρωμαίος Πολίτης): Αρμάνου [Armanu<Ar(o)manu(s)<α+Romanus] Η ονομασία αυτή σχετίζεται με το διάταγμα του Καρακάλα (Edictum Antoninianum), 212 μ.Χ., με το οποίο γενικεύτηκε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών (Romani cives). Έχουν βαθειά συναίσθηση της εθνοτικής τους ταυτότητας και είναι περήφανοι κι αλληλέγγυοι μεταξύ τους. Δειλά-δειλά πρόσφατα, κυκλοφόρησαν και Ελληνο-Βλαχικά λεξικά και θέτουν και ζήτημα μειονότητας άμα λάχει.

Ο Βλάντο Τσέπες ο παλουκωτής, ο διαβόητος δράκουλας των Καρπαθίων, ήταν κατά πάσα πιθανότητα Βλάχος. Δηλαδή δε φτάνει που για να πλύνει τα ποδάρια του έπρεπε να περάσει ποτάμι κι έζεχνε τυρίλα, σε δάγκωνε κι από πάνω (!) Τς-τς, τί τρόποι…

Πολλοί οσποδάροι / κνέζ / βογιάροι (τοπάρχες-γαιοκτήμονες) της παραδουνάβιας αυτής ηγεμονίας επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ελληνικής καταγωγής (π.χ. Υψηλάντης, Καντακουζηνός, Γκίκας, Δούκας, Μουρούζης, Μαυρογένης, Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Σούτζος κ.α.) και η μασονική Φιλική Εταιρία, είχε γερές βάσεις στη Βλαχία. Τα Ιερολοχιτάκια του Υψηλάντη, που σφάξανε οι Τουρκαλέοντες στο Δραγατσάνι, ζήτημα κι αν μιλάγανε δυο κουβέντες Ελληνικά, αφού ήτανε Βλάχοι. Μάλιστα, τόσο καλοπερνούσαν οι ντόπιοι δουλοπάροικοι με τους Έλληνες ηγεμόνες τους, που όταν σηκώσανε μπαϊράκι περί τις αρχές του 19ου αιώνα εναντίον του Σουλτάνου που τους κρατούσε τα μπόσικα, τους ξαποστείλανε στα τσακίδια…

Ο καψερός ο Ρήγας, έχοντας συνδέσει τη μοίρα των (όποιων) Ελλήνων με την περιοχή της Βλαχομπογδανίας, ονειρευόταν μια πανβαλκανική αστική επανάσταση (και στη συνέχεια ομοσπονδία) ενάντια στους Οθωμανούς και τους συν αυτοίς προύχοντες, ενώ ακόμα και το γραικο-αλβανικό ρεμπελιό του ’21 απέτυχε στην ουσία (κατά τον Σκαρίμπα).

Οι αχαρακτήριστοι τύποι αυτοί λοιπόν, κατέβηκαν στην Ελλάδα επί ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, ως στρατιώτες λεγεωνάριοι, βασικά ως φύλακες ορεινών περασμάτων. Κατοίκησαν κυρίως την Βόρεια Ελλάδα, Ήπειρο (κυρίως Μέτσοβο), Θεσσαλία και Στερεά από το ύψος Λαμία (Ζητούνι) – Λιβαδειά μέχρι (και) το Αγρίνιο (τέως Βραχώρι < Βλαχώρι < Βλαχοχώρι). Απ’ ό,τι φαίνεται ξώμεινανε στα βουνά και ασχολήθηκαν κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία.
Δεν πάτησαν το Μοριά, δίχως αυτό να κάνει τους αρβανιτο-μοραΐτες πιο πολιτισμένους…

Πολλοί από δαύτους, γινήκανε έμποροι, μεγάλοι και τρανοί και ευεργέτησαν το έθνος, όπως: Ο Ζάππας (Ζάππειον), ο Αβέρωφ (αναμαρμάρωση Καλλιμάρμαρου, θωρηκτό κ.α.), ο Τοσίτσας (Πολυτεχνείο), ο Αρσάκης, ο Σίνας (Ακαδημία),ο Στουρνάρας, Γεώργιος Σταύρου (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος), Κωλέττης, Λάμπρος, Σμολένσκης (ένδοξος στρατηγός του 1897) κ.α., αφού έβγαλαν βέβαια κι αυτοί το κατιτίς τους. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο έπαιξαν άσχημο παιχνίδι (κι έχασαν) – αφού συνεργάστηκαν πολλοί απ’ αυτούς με τους Ιταλούς, που τους έταξαν αυτόνομα πριγκιπάτα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, αλλά έφαγαν το κεφάλι τους.

Το γεγονός λοιπόν, ότι επί αιώνες αποκομμένοι κτηνοτρόφοι στα βουνά και τα λαγκάδια, (όπως άλλωστε και όλοι οι Έλληνες, αφού οι σοβαρές πόλεις στην κυρίως Ελλάδα σπάνιζαν επί Οθωμανών, που την θεωρούσαν κλασμένη επαρχία) εξηγεί το ότι ο σημερινός ρατσισμός των παρ’ ολίγον αστών Ελλήνων μεταξύ τους (που έχει βέβαια ρίζες στη βαυαροκρατία, αφού αυτοί μας θεωρούσανε χαμαντράκια), εκφράζεται υπό την μορφή ξενόφοβου ψόγου, ήτοι αποκαλούνται εκατέρωθεν Βλάχοι, μετωνυμικώς ως ορεσίβιοι, χωρικοί, επαρχιώτες και εν τέλει των μη Αθηναίοι (;) Μα, αν η αξεστοσύνη των Ελλήνων, ήτο ζήτημα γεωργαφικόν, τούτο θα ήτο ευτύχημα, διότι άξεστοι θα ήσαν μόνον οι μισοί!

Αλλά η Ελλάς, είναι μια θάλασσα Βλάχων, με σχεδία την Αθήνα, όπου προσπαθούν όλοι ν’ ανεβούν και να ρίξουνε έξω τον άλλονα (κι ας χωράνε), ενώ παραδίπλα πλέουνε υπερωκεάνια…

Πηγές: Εγγλέζικη Wikipedia, www.vlahoi.net, www.almyros.vlahoi.net και ό,τι άλλο θυμήθηκε η αφεντομουτσουνάρα του υποφαινομένου.

- Τον πούστη το Μπρεάνο, άμα τόνε πιάσω στα χέρια μου θα τόνε σκίσω!

- Γιατί, τί σου' κανε ρε;

- Μου πούλησε σκάρτο στάφφ. Άσε που το ψείρισε κιόλας η κουφάλα!

- Σ' έπιασε κότσο ο βλάχος ρε; Εμ, είδες βλάχο; Σ' είδε πρώτος! Καλά να πάθεις! Πού πάς και μπλέκεις μ' αυτόν τον κανάγια μωρή κοροϊδάρα;

Aver-on (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό των ταξιτζήδων. Η μη υπαγωγή σε εταιρία ράδιο ταξί (νταβατζή). Δηλαδή λεβέντικα, μόνος μου κι όσα βγάλω.

Πόλεμος λέγεται λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού, του παραγκωνισμού απ'τα μεγάλα κόλπα (ξενοδοχεία, αεροδρόμια, υπεραστικές διαδρομές, λιμάνια κτλ) και της ταλαιπωρίας που συνεπάγεται η επιβίβαση του κάθε παλάβρα ή χλιμίτζουρα για οποιαδήποτε διαδρομή (κοντινή ή στο διάολο), υπό οιεσδήποτε καιρικές ή κυκλοφοριακές συνθήκες, πρωί ή βράδυ, για να γεμίσει το σακκούλι και ιδίως στο μπουρδέλο της Αθήνας.

Δίχως ιδέες και δίχως σημαίες, δίχως καβάτζα καμιά.

- Δικό σου το ταξί φίλε;
- Μισό-μισό!
- Δουλεύεις με ραδιο-ταξί;
- Μπάαα... Στον πόλεμο είμαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified