Έτσι έλεγε επί Χούντας περιπαιχτικά ο κοσμάκης τον φαντάρο στο σύμβολο της 21ης Απριλίου, με το τρίπτυχο πουλί-φαντάρος-φωτιά (ότι ο Φοίνικας που αναγεννάται εκ της στάχτης του και κουραφέξαλα) και μετωνυμικώς ολόκληρο το σύμβολο.

Ο στρατιώτης Παπαδόπουλος 80η ΕΣΣΟ στη «Λούφα» (1984), δήλωσε αηδιασμένος «σας βαρέθηκα κι εσάς και το πουλί σας», αλλά έπρεπε να πάω φαντάρος για να καταλάβω για ποιο λόγο καίει την φωτογραφία στο τέλος...

Η έκφραση ήταν, λοιπόν, ένας από τους ελάχιστους θεμιτούς κι ακίνδυνους τρόπους εκδήλωσης αποδοκιμασίας προς στα ένστολα κωθώνια της 7ετίας, εκ μέρους του κατά τα λοιπά λουφάζοντος (και εν πολλοίς βολεμένου) ελληνικού λαού.

Άλλωστε, η σαρωτική επιτυχία της παντελώς στερουμένης καλλιτεχνικά (όπως λένε κι οι Λ. Νταράλας και Γ. Μουφλουζέλης στο ρεμπέτικο «εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο») ταινίας με τη ζωή του Μπελογιάννη το 1980, που υποστηρίχθηκε θερμά από μια «μεγάλη δημοκρατική παράταξη», εξηγεί την εκδίκηση της γυφτιάς.

Η εκδίκηση τελείωσε, ο αγώνας δικαιώθηκε. Η γυφτιά παραμένει.

Τελοσπάντων για να μην τα πολυλογούμε, το εύστοχο σκώμμα αφορά στην εικονιζομένη πυροβασία του φανταράκου πάνω στις φωτιές του συμβόλου, κατ’ αναλογίαν προς το έθιμο των αναστενάρηδων (τ' «αναστενάρια») κυρίως στις Σέρρες, στη Βέροια, στη Δράμα και πιο γνωστά στο Λαγκαδά, όπου γίνονται παγανιστικο-χριστιανικές τελετές απόδοσης τιμών προς τους αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη (21-23 Μαΐου), με ξυπόλητους χορευτές πάνω σε πυρακτωμένα κάρβουνα, κρατώντας την εικόνα των αγίων.

Τώρα, άλλοι λένε περί διονυσιακή παράδοση, άλλοι πρωτοχριστιανική, άλλοι ότι πρόκειται περί ινδικού μάμπο-τζάμπο. Μήτε γω ήμουν εκεί – μήτε σεις να το πιστέψετε. Άσε που η εξήγηση του φαινομένου απαιτεί μια μπουγάδα σεντόνια και θα’ χουμε γκρίνιες (και είμαι και αναρμόδιος και βαριέμαι κιόλας βρε αδερφέ)!

Ο Τζιμάκος λέει στην «Ελλάδα στα κάρβουνα» (1989) ότι «πυροβατεί σε αναμμένα σκατά». Πράγματι, οι κάτοικοι του κέντρου του Κλεινού Άστεως, έχουν την έμμεση εμπειρία του αναστενάρη, αφού παίζουν καθημερινά κουτσό στα κουραδόστρωτα πεζοδρόμια για να πάνε στη δουλειά τους, μιας και οι μεγαλοκυράδες αφήνουν με τακτ τα μαντρόσκυλα να αφοδεύουν χύμα στο κύμα. Καλά τα λέει η Αρβελέρ λοιπόν. Ο Ελληνικός Πολιτισμός έχει συνέχεια...

Πάντως, κάτι αναφέρει ο Εμ. Παπαζαχαρίου στην «Πιάτσα» (1980) για τ’ αναστενάρια, σεβόμενος την παράδοση, ενώ το όντως απόκοσμο βλέμμα των πραγματικών αναστενάρηδων του Λαγκαδά στην ταινία «Τρελλός, παλαβός και Βέγγος» (1967), υποδεικνύει ότι μάλλον θα πρέπει να πάρουμε το δρώμενο στα σοβαρά. Βέβαια, αν επιχειρούσαν οι μουσάτοι Myth Busters ν’ ανακατέψουν την επιστήμη για να εξηγήσουν το φαινόμενο, μάλλον θα τους πλάκωναν στις μαγκουριές τίποτα παπάδες. Έτσι, let sleeping dogs lie. Για πάντα.

Acknowledgement: από έμμεση ασσίστ στο μήδι του panos1962 εδώ.

- Θες να δεις τη συλλογή μου από παλιά νομίσματα;
- Αλήθεια το λες, ή το πάμε για καβάλες;
- Όχι ρε, αφού σου λέω. Μαζεύω χρόνια τώρα.
- Κι εγώ! Έχω και τρούπιες δεκάρες απ’ τον παππού μου, ανταλλάζεις;
- Αμέ! Έχω πολλά εικοσάρικα με τον Αναστενάρη, αν τα θες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια έκφραση που ωστόσο χρησιμοποιείται ακόμα και δηλώνει εξάντληση της υπομονής – αγανάκτηση του λέγοντος, συνεπεία εξακολουθητικής δυσμενούς καταστάσεως.

Η έκφραση ανάγεται στην εποχή (μέχρι και πριν καμιά 50αριά χρόνια), κατά την οποίαν οι αφικνούμενοι σε λιμάνια έδιναν τις αποσκευές τους σε κάποιο βαστάζο (ή τουρκομερίτικο χαμάλη ή ιταλομερίτικο φακίνο), που τις ζαλώνονταν και βουρ για το ενδιαίτημα του ταξιδιώτη.

Η τιμή ήταν συμφωνημένη («πριξ-φιξ» που λέμε), αλλά πολλές φορές ο προορισμός ήταν δύσβατος (π.χ. λόφος, σκαλιά κλπ) ή ο ταξιδιώτης δεν θυμόταν ακριβώς την διεύθυνση ή μπερδεύονταν -κι ο φορτωμένος σαν ζώο χαμάλης άρχιζε να βαρυγκομά «τι θα γίνει κύριος; Θα πάει μακριά η βαλίτσα;».

Μάλιστα, η έκφραση έχει απαθανατισθεί με το τραγούδι «η βαλίτσα» του Γ. Μουζάκη, με την φωνή της Σπεράντζας Βρανά και κατόπιν της Βίκυς Μοσχολιού:

[I]Είναι άσχημο πολύ
το δικό σου το βιολί
ζεις μονάχα για χουζούρι κι αγκαλίτσα
Μάσα, ξάπλα, τεμπελιά
κι ούτε σκέψη για δουλειά
πού θα πάει τέλος πάντων
η βαλίτσα

Λες και είσαι δηλαδή
του σουλτάνου το παιδί
θέλεις τρέλες θέλεις κέφια
κάθε μέρα
Δεν μ΄αρέσουν όλα αυτά
και στο λέω ορθά κοφτά
η βαλίτσα δεν πηγαίνει παραπέρα

Σκέψου λίγο την δουλειά
γιατί μόνο με φιλιά
το στομάχι δεν γεμίζει
μια σταλίτσα
Σκέψου κι άλλαξε μυαλά
και κατάλαβε καλά
πως μακρύτερα δεν πάει η βαλίτσα[/I]...

Περί της προελεύσεως του λήμματος, συμφωνεί ο Ηλίας Πετρόπουλος (μ' ένα σωρό παραθέματα), στο άρθρο του «Η χαμαλίκα και η ζαλίκα», που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και σταχυολογήθηκε στο βιβλίο «Καπανταήδες και μαχαιροβγάλτες», Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 207 et seq.

Βέβαια, υπήρχαν και τα παρατράγουδα. Προ αιώνος και βάλε, τα ταξίδια ήταν δύσκολα, γίνονταν με πλοίο, το ταξίδι διαρκούσε εβδομάδες, ίσως και μήνες και η επίσκεψη αναγκαστικά μήνες ή και χρόνια, οπότε οι αποσκευές ήσαν ιδιαίτερα ογκώδεις.

Ο Άγγλος αρχιτέκτονας Charles Robert Cockerell (1788-1863), που κόπιασε στην Ελλάδα το 1810, ήταν μέλος μιας διεθνούς εταιρίας αρχαιοθηρών και ξήλωσε τον Ναό της Αφαίας, της Ολυμπίας και των αρχαίων Βασσών, που να του κοβότανε απ' το ζβέρκο... Σημειώνει με έκπληξη, ότι μόλις πάτησε το πόδι του στην Αίγινα (ναός Αφαίας), ζήτησε από κάτι φουστανελλοφόρους να τον βοηθήσουν με τα τσουμπλέκια του. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Στη συνέχεια, δήλωσε ότι δίδει γενναία αμοιβή σε όποιον κουβαλήσει τα πράγματά του μέχρι το ξενοδοχείο. Αμέσως ξεχύθηκαν καμιά τριανταριά λεχρίτες να εξυπηρετήσουν το μιλόρδο. Παρ’ όλα αυτά, ο περιηγητής σύντομα έχασε την υπομονή του, αφού παρατήρησε ότι κωλοβαρούσαν και οι τριάντα και δουλειά δεν γίνονταν, οπότε έμπηξε τις φωνές, ότι θα πληρώσει μόνον αυτούς που θα εργασθούν φιλότιμα.

Τότε, λέει, οι χαμαλαραίοι παράτησαν τους μπόγους και τα μπαούλα, σχημάτισαν ένα κύκλο κι άρχισαν να χορεύουν...

  1. - Τι θα γίνει με τα νοίκια που μου χρωστάς; Θα μου τα δώσεις καμιά φορά; Πέντε μήνες πάνε κι όλο στο «περίμενε» μ’ έχεις! - Τώρα πιάνω δουλειά, σ’ ένα – δυο μήνες τά’ χεις το δίχως άλλο!
    - Σκουπίσου κι απόφαγες! Η βαλίτσα δεν πάει παραπέρα. Θα πάω σε δικηγόρο...

  2. (Πατέρας):
    - Δε μου λες, για πότε το βλέπεις το πτυχίο; Έξι χρόνια κι ακόμα να την τελειώσεις τη ρημάδα τη νομική. Σε λίγο πας φαντάρος, θα πάει μακριά η βαλίτσα;
    (Γιος):
    - Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Να, κάνα-δυο μαθήματα έχουνε μείνει (από τα εύκολα)... Σιγά, το Σεπτέμβρη ορκίζομαι, ορίστε!
    (Πατέρας):
    - Πάει καλά... Για φέρε μου τότε μιαν αναλυτική βαθμολογία, να δω τι σκατά έχεις περάσει...
    (Γιος – με δέος):
    - Είναι ανάγκη;
    (Πατέρας):
    - Ανάγκη και κόψιμο να σε πιάσει! Φέρε λέω να δω τα χαΐρια σου, γιατί σάμπως και να μου τα μασάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των ελευθεροκαμπινιστάδων, είναι το απόμερο στέκι της αυτοκάθαρσης.

Μερικά αρμυρίκια ή θάμνοι εν είδει παραβάν, μια λακκουβίτσα, ανισόπεδο έδαφος για λήψη της κατάλληλης στάσης και άμμος για την υγιειονομική ταφή των ανοσιουργημάτων, συνθέτουν το γκανιάν της ευωχίας του σκηνίτη.

Ο συνεπής φυσιολάτρης πρέπει να υπολογίζει σοφά τον άνεμο, αλλά και την απόσταση, τόσον από το προσωπικό ενδιαίτημά του όσο και των ΑΛΛΩΝ, ώστε επιλέξει μια σωστή χεσοκαβάντζα και να μην όζει σκατίλας το περιβάλλον.

Επίσης, θα πρέπει να συνεννοείται με τις άλλες σκηνές (πού χέζουμε, πού τρώμε, πού μαζεύουμε τα απορρίμματα, τι παίζει, τι κάνουμε το βράδυ, αν υπάρχει γιατρός κλπ), να θάπτει επιμελώς ΚΑΙ τα κακάκια ΚΑΙ τα πασαλειμμένα χαρτάκια του, ώστε να αποσυντίθενται φυσικά, αλλά και να μην τα παίρνει ο αέρας και γεμίζει ο τόπος, ούτε να μαζεύονται σκατόμυγες, εκεί που ο διπλανός τρώει καρπούζι.

Φευ, οι σημερινοί ελευθεροκαμπινίστες, λόγω της τρέχουσας αποσπασματοποίησης των εννοιών, αδυνατούν να κατανοήσουν το εύρος του «χόμπι» των, εντός του κινήματος της ελεύθερης κατασκήνωσης, που συνεπάγεται ένα ελευθεριακό πλέγμα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων προς τους άλλους.

Έτσι, ενώ το ελεύθερο κάμπινγκ είναι μια συλλογική δράση, όπως και το ισπανικό botellon (βλ. σχετική παράγραφο σε λήμμα γιουσουρούμ), τα μαλακισμένα νεοελληνάκια εμφορούμενα μάλλον από σταρχιδίστικη τζαμπατζοσύνη κι όχι από διάθεση κουλαρίσματος στη φύση, στήνουν τη σκηνή τους όπου λάχει και χέζουν ομοίως, αποφεύγουν ακόμα και την καλημέρα με τους γύρω τους, παραμένοντας περιχαρακωμένα στις σαββατοπαρέες τους, βάζουν τσίτα ηλεκτρονική μουσική μέσα στη σιγαλιά ή ακόμα χειρότερα πατάνε κάτι αγριοφωνάρες με ξεκούρδιστες κιθάρες στερούμενα παντελώς οιασδήποτε μορφής μουσικής (ή άλλης) παιδείας, ανάβουν χαζο-bonfires μέσα σε πευκοδάση, παίζουνε τουμπελέκια και λατέρνατιβ παιχνίδια (ντιαμπολό-πύρινες αλυσίδες κλπ) μες στον κόσμο, στριφογυρνάνε αγκίστρια κι όποιον πάρει ο Χάρος και εσχάτως μου κουβαλήσανε και μικρά σκάφη, με τα οποία διαγράφουν γκαζώνοντας εσωτερικά ημικύκλια (δηλ. από την πλευρά των λουομένων κι όχι εξωτερικά προς τα βαθιά), θερίζοντας κεφάλια και σώματα.

Έτσι, σ’ έναν ελεύθερο χώρο μπορεί κανείς να βρει τόσες χεσοκαβάντζες όσες και οι λουόμενοι και δη με τσαπατσούλικα μισοθαμμένα κόπρανα-κωλόχαρτα-σκουπίδια, στα οποία ενδεχομένως να στήσει τη σκηνή του ή την πετσέτα του απρόσεκτος τις.

Τα τελευταία χρόνια δε, ιδίως στην Χαλκιδική, παρατηρείται το φαινόμενο της καβαντζοπουστιάς υπό την μορφή κατάληψης των «φιλέτων» της παραλίας (π.χ. καβουρότρυπες σε βράχο, τα λιγοστά δέντρα για σκιά κλπ), από πουσουκουτζήδες που στήνουν την σκηνή τους χωρίς να μένουν εκεί, αφού πιάνουν «πόρτα για το χειμώνα» (δηλαδή όταν τους τη δώσει κάνα σαββατοκύριακο να κατέβουν απ’ τη Σαλονίκη), συνεπείς ως προς τις παραδόσεις των πατέρων τους, που έχτιζαν πάνω στο κύμα, αποκλείοντας την πρόσβαση των άλλων.

Τέτοιες πρακτικές βέβαια είναι ιδιαίτερα επισφαλείς, αφού ο παρμένος κατασκηνωτής, που δεν θα’ χει πού να στήσει, θα χρησιμοποιήσει την ήδη στημένη του καβαντζόπουστα (στην καλύτερη) ή (στην χειρότερη) θα την σκίσει και θα κάνει την πάπια

Πολύς κόσμος δεν έχει, ούτε και γουστάρει να τα χώσει στα χουντοπριμοδοτημένα και πανάκριβα ξενοδοχεία (οι ιδιοκτήτες των οποίων είτε καλούν τους μπάτσους αφού «κόπτονται» για το περιβάλλον που οι ίδιοι γάμησαν προ 30ετίας, είτε «παίρνουν το Νόμο στα χέρια τους» = στέλνουν μπράβους που σπάνε σκηνές), ούτε και στα ιδιωτικά τρισάθλια και επίσης πανάκριβα κάμπινγκ. Μαγκιά του.

Η επιλογή όμως της ελεύθερης κατασκήνωσης υπάγεται αναγκαστικά στην κοινοβιακή κουλτούρα και άρα η έλλειψη συλλογικής αυτο-οργάνωσης και αλληλοσυνεννόησης βάζει και την ταφόπλακά της. Άσε που «όποιος βγαίνει έξω απ’ το μαντρί, τον τρώει ο λύκος», που έλεγε κι ο Αβέρ-off.

Πράγματι, το ελληνικό Κράτος διώκει την ελεύθερη κατασκήνωση, με το άρθρο 10 § 2 Ν. 392/1976, όπως συμπληρώθηκε με άρθρο μόνο Ν. 779/1978, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 4 § 12 Ν. 2160/1993 και 2741/1999 και σε βαρύτερες περιπτώσεις καταστροφής του φυσικού πλούτου (σκουπίδια-μόλυνση κλπ) με Ν. 743/1977, Ν. 998/1979 και Ν. 1650/1986 κλπ, διότι υποτίθεται ότι οι κατασκηνωτές είναι υπεύθυνοι για τις πυρκαγιές στα δάση και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος (αν και από τις εισηγητικές εκθέσεις μαντεύεται η πρόθεση περιορισμού της μετακίνησης των τσιγγάνων).

Δεν μπορώ να διαφωνήσω. Μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά.

- Λοιπόν, θα στήσουμε εδώ κάτω απ’ τον πεύκο, να’ χουμε και σκιά το πρωί.
- Ρε μαλάκες! Τι ζέχνει έτσι;
- Ωχ! Σαν πολλές μύγες βλέπω…
- Φτου, ρε πούστη! Σε χεσοκαβάντζα πέσαμε, γαμώ την τρέλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περί βίτσ(ι)ου και βίτσας:

«Στο καινούριο κατωγάκι θε να πέσει ματσουκάκι» (δημώδες).

Είναι μια νεοεισαχθείσα εν Ελλάδι αμαρτία – κακή συνήθεια (= vizio βλ. σχόλια σε λήμμα αυταρχικό), βαρυτέρα και αυτής της προσφιλούς ανασκαφής ρινός.

Ήτοι, πληρώνει ο φιλήδονος πελάτης την ιερόδουλον, ίνα αύτη υποκριθή την dominatrix (αφέντρα) ειδικών προς τούτο ιμπλεμέντων, χρησαμένη (δερμάτινες φόρμες, μαστίγια, κελεψέδες, σοπάκια, μαχαίρια-μπεγλέρια και δε συμμαζεύεται). Συνήθως τον καθηλώνει και αναλαμβάνει πάσαν πρωτοβουλίαν. Κατόπιν τον βαράει κι αυτός ευφραίνεται.
Αυτό ειν’ όλο.

Να μην συγχέεται με την παντούφλα που τρώγει κανένα έγγαμο κακαντράκι από την τρίφυλλη ντουλάπα-συμβίαν του, διότι αμφισβητείται αν ούτος το απολαμβάνει (συνήθως άνοιξε ο τάλας μαγαζάκι με την προίκα της και τον έχει σήκω-κάτσε)!

Δεδομένου ότι πρόκειται για το κατ’ εξοχήν vice anglais (το άλλο είναι ο παρενδυτικός ανδρογυνισμός), ας αποκοτήσωμεν ερμηνείαν τινά, μετά φόβου Αλλάχ και πίστεως:

Οι Εγγλέζοι και οι αυτούς πιθηκίζοντες παρελκόμενοι Αμερικανοί (ιδίως εν Βοστώνη και πέριξ), συνήθιζαν άχρι πρότινος την σωματικήν τιμωρίαν (corporal punishment – ή επί το βικτωριανώς ηθικώτερον chastising) εις τα αριστοκρατικά σχολεία και κολλέγια, ώστε να επιτύχωσιν την τελείαν υποταγήν – πειθαρχίαν των φοιτούντων προς τους διδασκάλους των (βλ. εποικοδομητικήν κωλοχτύπα εις ταινίαν «Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών»).
Άρχεσθαι μαθών, άρχειν επιστήσει σου λέει...

Δεν είναι τυχαίον, ότι μόνον εις τα πολυτελή εκπαιδευτήρια (τουλάχιστον της Αλβιόνος) επετρέπετο το ξυλοφόρτωμα ταις ευλογίαις των γονέων και κηδεμόνων, ενώ εις τα δημόσια σχολεία απηγορεύθη προ αιώνος δίκην προόδου (άσε μη μας πελεκήσει κανας αρκουδόμαγκας φάδερ).

Βεβαίως, αν αναλογισθή τις τους αυτοφραγγελιαζομένους καλογήρους του Μεσαίωνος, αλλά και κάτι ζουρλούς εν Άπω Ανατολή μιμουμένους το μαρτύριον του Κυρίου (πού το είδαν;), η υποτιθεμένη σωματική τιμωρία δεν στερείται ποιας τινός ηδονικότητος.

Τώρα, εις την ζωηράν συζήτησιν μέχρι ποίου αποδεκτού νοητού σημείου αφικνείται η συναίνεσις του θύματος, καινάς απόψεις εκόμισεν ο γνωστός unilateraliste Μαρκήσιος.

Ειδικώτερα, το caning (μπαστούνισμα) δεν χαροποιεί άπαντας τους δέκτας του. Χαρακτηριστικόν είναι το ανέκδοτον με το Ναστραδίν Χότζα:

[I]Ο Χότζας, παρότι ιερωμένος ήτο τζόρας και κρασοπατέρας. Κάποτε συνελήφθη επ’ αυτοφώρω εις καπηλείον και ωδηγήθη εις το μπουντρούμι, όπου τον ανέμενεν η τιμωρία, διά 40 ραβδισμών (μπορεί και να πέθαινες)...
Ο υπερήλιξ Χότζας ανεύρε τον δήμιόν του και του επάσαρεν 40 λίρας ίνα τον κτυπήση ελαφρώς αλλά μετά προσποιητής σφοδρότητος, άλλως δεν θα την έβγαζεν καθαρά. Μετρά λοιπόν τον παρά «μπιρ-ικι...» (ένα-δυο...) κλπ και φθάσας εις την τεσσαρακοστήν λίραν την εκοπάνησεν (ντάν!) εις την χείραν του δημίου. Απορήσαντος δε του τελευταίου, απήντησεν «για να καταλάβεις τί παίρνεις τζάνουμ»!
Τηρών τα συμπεφωνηθέντα, ο δήμιος έβαζεν δήθεν ζόρι εις τα -ελαφρά ώσπερ πούπουλον- κτυπήματα, ο δε Χότζας εψεύδετο βογγολογών. Την τεσσαρακοστή ξυλιά όμως, κατέφερεν ο δήμιος μεθ’ υπερβάλλοντος ζήλου επί της γηραλέας σπάλας του Χότζα, όστις εβέλαξεν από το άλγος.
Κατόπιν, ο Χότζας επετίμησεν δριμύως τον δήμιον, ερωτών περί της σκοπιμότητος της εσχάτης ξυλιάς και αναζητών την επιστροφήν του παρά του, αφού ο δήμιος δεν ετήρησεν την σύμβασιν. Ο δήμιος εξήγησεν «για να καταλάβεις τί γλίτωσες τζάνουμ»![/I]

Ο Charles J.H. Dickens, περιγράφει τα βικτωριανά σχολεία με ζοφερά χρώματα στο Nicholas Nickleby. Ο καψερός ο Smike έτρωγε καθημερινώς «παρά μια τεσσαράκοντα»... Όλως προσφάτως (1970’ς), μήτηρ Αγγλίς προσέφυγεν εις το Ευρωπαϊκόν Δικαστήριον Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότε επληροφορήθη ότι ο κανακάρης της εμάζεψεν καμπόσες εις το ιδιωτικόν σχολείον όπου αύτη έσκαγε το παραδάκι αβέρτα και ντάγκα της «για να γίνει άνθρωπος» και, κατόπιν των καθοριστικών αποφάσεων Tyrer v. UK (1978) 2 EHRR 1, Costello-Roberts v. UK (1995) 19 EHRR και A v. UK (1999) 27 EHRR 611, η μπάτσα κατηργήθη οριστικώς απανταχού εις την επικρατείαν των Νήσων.
Βλέπω μετά λύπης τας αφέντρας της Αλβιόνος να βγαίνουν στη ζητιανιά...

Η πειθαρχία (εν προκειμένω δια ροπάλου) είναι ίδιον των ανθρώπων και εθνών εξουσίας και μανθάνεται συστηματικώς εξ απαλών ονύχων και διαφέρει από το random καταχέρισμα των παιδιών και καπάκι συγχώρεση – κακομάθημα (δηλ. «να σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω μέλι»). Ωστόσο, διαφωνώ κάθετα και με τα δυο.

Περί του πλέγματος σωματικός πόνος – καθυπόταξη – μύηση κλπ, ας λάβη τον κόπον ο αναγνώστης να τσεκάρη το λήμμα η παρθενιά της γυναίκας είναι από κώλο.

Εν Τουρκία, ενώ τα παιδόπουλα έχουν τη φάπα για προσφάι, το στυλιάρι δεν συνηθίζεται εις τα χαμαιτυπεία, αφού επεμβαίνει δυναμικά το Μπαϊράμι βάις που δεν επιτρέπει τέτοιες ξετσιπωσές.

Εν Ελλάδι καίτοι υφίσταται προηγούμενον του πατροπαράδοτου κατακεφαλιάσματος (έως και υποβολής εις το μαρτύριον του φάλαγγος παλαιότερα!) της μαθητιώσας νεολαίας (βλ. πατέρα παραδόντα τσόγλανον προς δάσκαλον: «Το κρέας δικό σου – τα κόκκαλα δικά μου» καθώς και της μεταμοντεσσοριανής σφαλιάρας «για να μάθεις!» κλπ), διατηρώ την εντύπωσιν ότι ελαχίστους θιασώτας του fem(-inine) dom(-ination) δύναται να εύρει τις εις την ημεδαπήν.

Η φυσική σειρά των συναισθημάτων επιτάσσει πρώτα να έρχεται ο πόνος και ύστερα η ηδονή. Ας μοι επιτραπεί ωστόσο, να συμπληρώσω ότι ακολουθεί η μελαγχολία. Οι νεοέλληνες, ουδέποτε εδιδάχθησαν την πειθαρχία και αποφεύγουν τον πόνο...

(Αφιερούται τω Οπτώ ανδρί).

- Ρε συ, τί λέει παίρνουμε τηλεφωνάκι να’ ρθει κανά γκομενάκι να γουστάρουμε;
- Μέσα! Για διάβαζε αγγελία!
- Μμμμ... αβάδιστα, αβασάνιστα, αυταρχικό...
- Τί είναι τούτο ρε;
- Καλά ρε πού ζεις; Να, αυτές που κάνουνε την αφέντρα. Βάζουνε στολές και μετά σε δέρνουνε με το μαστίγιο και τέτοια...
- Τί λε ρε φίλο; Να πληρώσω και να με βαράει η γκόμενα; Δηλαδή τί θα γίνει αν δεν πληρώσεις καθόλου;
- Τότε σε βαράει ο τζες της...
- Να μένει το βύσσινο! Πιπούλα κι άγιος ο Θεός! Για ψάξε στο «πι»...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονται υποτιμητικά απο τους Μοραΐτες (ιδίως απο τους σνομπαρίες Πατρινούς) οι Ρουμελιώτες, διότι είναι «απ’ έκει» (= απο την απέναντι μεριά του Πατραϊκού – Κορινθιακού, αφού εκεί μετατίθεται ο αντίστοιχος Ρουβίκωνας πάνω/κάτω απ’ τ’ αυλάκι στην Δυτική Ελλάδα).

Κάτι λέει σχετικά ο Georg Ludwig von Maurer στο πόνημά του Das Griechische Volk (Ο Ελληνικός Λαός, Χαϊδελβέργη 1835) για την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία των Μοραϊτάδων (τεμπελχανείο, πανουργία, δουλοπρέπεια κ.α.) σε αντιπαραβολή προς τους Ρουμελιώτες (άξεστα ζώα μεν, αλλά σπαθάτοι, ντόμπροι και γενναίοι δε). Δεν είναι τυχαίο που οι τελευταίοι ουδέποτε χώνεψαν τους πρώτους, καίτοι γείτονες.

Σημειωτέον, οτι το Ευζωνικό Σώμα ήταν μέχρι και τον ΒΒ Ι, χωριστό τμήμα του ελληνικού στρατού, αποτελούμενο αποκλειστικά απο Ρουμελιώτες – σκυλιά του πολέμου, κάτι ανάλογο με τους Argyll & Sutherland Highlanders του βρεταννικού στρατού. Πολλούς απ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους αλλά απείθαρχους και μπαϊλντισμένους να πολεμούν για χρόνια (Α & Β Βαλκανικοί, Σκρά-Λαχανά-Κιλκίς και δε συμμαζεύεται), τους ξαπόστειλαν με το ζόρι στην Ουκρανία το 1918, για να βάλουν μυαλό και πολλοί γύρισαν μόνο μεταφορικώς με τα πόδια πίσω, αφού τους είχαν ακρωτηριάσει λόγω κρυοπαγημάτων (οι υπόλοιποι γύρισαν με τα πόδια κυριολεκτικώς)!

Οι Μοραΐτες, απο καταβολής ιδρύσεως νεοελληνικού Κράτους, θεωρούσαν οτι πιάσανε τον Πάπα απ’ τ’ αρχίδια κι έτσι εκτόπισαν τους Ρουμελιώτες απο τα μετεπαναστατικά πόστα εξουσίας καθώς και τους γκαγκαρέους απο την κεντρική διοίκηση στην Αθήνα, επιβάλλοντας την δική τους υποκουλτούρα, όπως την ξέρουμε σήμερα.

Στην συνέχεια συμπεριφέρθηκαν στους κατοίκους των «Νέων Χωρών» (Θεσσαλία, Νησιά, Κρήτη, Μακεδονία, Μικρά Ασία κλπ) περίπου ως αποικιοκράτες («παλιολλαδίτες» = ότι πάλιουρας και τέτοια) με το στανιό (βλ. τρίπτυχο χωροφύλακας-παπάς-δάσκαλος) αφού δεν υπερείχαν δα σε πολιτισμό, ώστε η σημερινή ψευτοκόντρα χαμουτζήδωνσεμελέδων καίτοι φαίνεται να έχει πάρει την μορφή ποδοσφαιρικής διενέξεως μεταξύ των εκπροσώπων του ancien régime (Αθήνα) και του ordre nouveau (Θεσσαλονίκη), εν τούτοις να ανάγεται σε παλαιότερες ιστορίες για αγρίους.

Τα μοραΐτικα τζάκια καπνίζουν ακόμα, με ελάχιστες σχετικά πρόσφατες εξαιρέσεις (Κρήτη & Μακεδονία), αφού οι ημιμαθείς κοτζαμπάσηδες επιμένουν να κυβερνούν ακόμα τον τόπο κι ας χαζοδιερωτούνταν σχετικά ο Καραμαλής το '63.

Αγαπούν δε το τόπο τους σε τέτοιο βαθμό ώστε, μετά απο αιώνες κυριαρχίας των προυχόντων τους, τόσον ο μητροπολιτικός Μορηάς όσο και η αποικία τους (Αθήνα) να παραμένουν ένα μπουρδέλο και μισό, ενώ τα δημόσια έργα στην Πελοπόννησο καθυστερούν χαρακτηριστικά καμιά 20αριά χρόνια σε σχέση με αυτά που εκτελούνται στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τί Μπραΐμης – τί Ζαΐμης...

Ειδικά οι Πατρινοί προεστοί, όταν ο Ιωάννης Καποδίστριας τους χάρισε μιαν κομψότατη ευρωπαϊκή πόλη το 1828, έσπευσαν τα ζωντόβολα να την μετονομάσουν χάριν του ευεργέτη τους σε «Ιωαννούπολι», παραγνωρίζοντας τον πανάρχαιο θρύλο του Πατρέα, συνηθισμένοι στους τεμενάδες. Ο ευγενικός κόμης, αρνήθηκε διακριτικά (αλλά μέσα του μάλλον σιχτίριζε ιταλιστί).

Παρ’ όλα αυτά, ο Υπουργός εξωτερικών της Ρωσικής αυτοκρατορίας (!), ο άνθρωπος που επινόησε το καντονιακό σύστημα το οποίο λειτουργεί θαυμάσια στην Ελβετία, έφαγε το κεφάλι του στο Μορηά με φόντο το Μπούρτζι, όπου τον καθάρισαν κάποιοι ασήμαντοι Μπουρτζομιχαλαίοι. (Καλά να πάθει, αφού ανακατεύτηκε με τα πίτουρα).

Βέβαια, όλ’ αυτά καταντούν υπεραπλουστευτικές γενικεύσεις, αν σκεφτεί κανείς οτι η Αμαλιάδα ανάστησε έναν Μπελογιάννη...

Αφιερούται τω Mancunian Mont Blanc – Ideophobic Psycho.

- Τί θα κάνεις το Πάσχα;
- Λέω να πάω απέναντι, έχω σόι εκεί...
- Πού ρε; Στους απέκηδες θα πάς; Ω ρε μάνα μου! Έχεις να φάς σπληνάντερο, που θα σε πάει καπνός!
- Δεν έρχεσαι κι εσύ;
- Τι λές ρε; Αφού δεν τρώω κρέας. Αυτοί ακούνε βετζετέριαν και σε πυροβολούν στα γόνατα!
- Σάμπως τα παραλές! Στο Μoρηά και στα Μεσόγεια όλη η αρβανιτιά στη μπριτζόλα και στο παϊδάκι είναι...
- Ναι, ενώ στη Ρούμελη είναι μες στη γαλλική κουζίνα, τί να σου πώ; Mattieu, sufflimat και τέτοια...

(Σ.Σ. «ματιές» και «σουφλιμάς» είναι είδη ρουμελιώτικου κοκορετσιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται η δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, όπου βρίθουν οι όμορφες και καλοβαλμένες γυναίκες. Δηλαδή ο χώρος, όπου εκδηλώνεται η μουνοθύελλα.

Για παράδειγμα, μπαράκι είναι μια Δ.Ο.Υ. με φρέσκες ασεπατζούδες ή stagiaires, η Ευελπίδων την άνοιξη (οι δικηγορέσσες τα πετάνε όλα όξω), η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου (όταν έχει μπαζοαπαγόρευση στο δακτύλιο της Ούλωφ Πάλμε), όλα τα ιδιαίτερα γραφεία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, των μεγαλοκαρχαριών (γιατρών-δικηγόρων-οικονομολόγων-μπισνεσμάνων κλπ) καθώς και όλα τα καταστήματα καλλυντικών.

Σε τέτοιες υπηρεσίες, μ’ ένα μικρό σκρίνιο με ποτά, ένα σιφόν στην εταζέρα, απαλή μουσική και ο Μούτσιος να χαμογελά πονηρά «ας πιούμε κάτι» με δυο ποτήρια στο χέρι, η απελευθέρωση του ω(ρ)αρίου δεν θα ήταν κακή ιδέα...

- Με στείλανε να παραδώσω τα απόρρητα σήματα προσωπικά στο ναυαρχούκο κι έπαθα πλάκα!
- Δηλαδή; Έφαγες καμιά καμπάνα;
- Όχι ρε! Καθόμουν και περίμενα στο διαγγελείο μέχρι να με φωνάξουνε και πρέπει να πέρασαν απο μπροστά μου και δέκα μοντέλες πιλαφίνες! Μιλάμε, το ΓΕΝ είναι σκέτο μπαράκι, φίλος!
- Άτιμη ιεραρχία! Εμας περνούν μπροστά μας και του ναυαρχούκου περνάνε απο κάτω του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικό επίρρημα, που σημαίνει αέρα-πατέρα, αβέρτα-κουβέρτα, αβάδιστα, αβασάνιστα, αβλεπί, άνετα κλπ δηλαδή με την έννοια της ταχύτητας ή/και της αφθονίας (μπόλικα).

Η λέξη παίζει με την προέλευση εκ των ρημάτων:

  • Κάμνω (έκαμνον-καμούμαι-έκαμον-κέκμημαι-εκεκμήκειν > κόπος, κάματος, καματερό κλπ, δηλ. άνευ κόπου / ξεκούραστα και
  • Κόπτω, τόσο υπο την έννοια της χρονικής συνέχειας (δηλ. αδιάκοπα) όσο και της ταχύτητας γραμμής παραγωγής αγαθών (π.χ. βιβλίων, φύλλων λαμαρίνας κλπ), που διατίθενται στην λιανική πριν προλάβουν να υποστούν φινίρισμα (άκοπα) βλ. και εκφράσεις κόβω μονέδα/κοστούμι κλπ.

    Χρησιμοποιείται συχνά με το ρήμα «φεύγω», με την έννοια της ταχύτατης εμπορικής διάθεσης στην αγορά λόγω αυξημένης ζήτησης (π.χ. φεύγει το εμπόρευμα = ξεπουλάω).

  1. Ο κυρ-Μανώλης άνοιξε μπάνικο πατσατζήδικο απέναντι απ’ τη μπουζουκλερί και κονομάει άκοπα κάθε βράδυ απ’ τους ξενύχτηδες.

  2. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν κλαμμένο μουνί;
    - Πήγαμε στο γωνιακό ουζερί με το Μάκη χτές το μεσημέρι για κανα μεζέ, έτυχε κάποιος Κρητικός απο την καρσινή παρέα να’ χει γενέθλια και κέρναγε ρακές άκοπα. Περιττό να σου πώ οτι γίναμε φεκλόνια. Πήγαμε 12 το μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι 12 το βράδι. Μεροκάματο χτυπήσαμε εκεί μέσα...

  3. - Μήπως έχετε Gauloises;
    - Έφερα χτές δυο κούτες, αλλά έχουνε γίνει μόδα τώρα και φεύγουνε άκοπα. Πριν απο μισή ώρα πούλησα το τελευταίο...
    - Gitanes;
    - Ζητάν παιδάκι μου, αλλά πού να τα βρείς;

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ των πόντος + έρανος.

Ή κατά το φαινόμενο της κράσης «ποντούρανος» (αλλά δεν έχω το πολυτονικό παραμύθι να βάλω κορωνίδα).
Θνησιγενής έννοια, αφού έχει προ πολλού εξαγγελθεί αρμοδίως ότι η βαθμολογία πρόκειται να καταργηθεί.

Ο έρανος βαθμολογικών πόντων εκ μέρους του σλανγκεπωνύμου πλήθους των χρηστών του σάιτοστ, υπέρ τυχόν αναξιοπαθούντος λημματοδότου, όταν υφίστανται βάσιμες υποψίες οτι κατωποντοδοτήθη υπο τινός μουλωχτού βαθμοφθόρου.

Αν ο λημματοδότης τυγχάνει φίλα προσκείμενος στην ποντερανική επιτροπή, τότε μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί το περαιτέρω σύνθετο «μπαγαποντέρανος», όταν η πριμοδότηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο της αποκατάστασής του.

Το φαινόμενο έχει συνήθως ως εξής:

1) Ο λημματογράφος καταχωρίζει το κειμενάκι.
2) Η βαθμολογία του ορισμού – λήμματος κινείται σε φυσιολογικά και αναμενόμενα επίπεδα (αναλόγως π.χ. της φαιάς ουσίας που έχει δαπανήσει ο λημματοδότης, της πρωτοτυπίας του λήμματος, της πληροτητας του ορισμού κ.α.).
3) Εξ αίφνης, σκάνε κάνα-δυο κουλούρια απ’ το πουθενά (στα μουλωχτά με άνευ λόγο και αιτία) κι η βαθμολογία του λήμματος – ορισμού πιάνει πάτο.
4) Ο δύστυχος λημματοδότης ή διαμαρτύρεται κοσμίως ή αρχινάει την ποντοκλάψα (αν είναι λημμασμένος βαθμοθήρας) ή τις κατάρες (αν είναι τζαναμπέτης όπως ο υποφαινόμενος).
5) Εμφανίζεται τις, ρομαντικός ποντοσυνήγορος (αυτόκλητος, οσάκις ο λημματοδότης προτίμησε να σιωπήσει), ο οποίος επιτίθεται με πύρινους λόγους στους ανεμόμυλους που μειοδότησαν.
6) Ακολουθεί συζήτηση περί του «ποιοί και γιατί σκοτώσανε το Τζό» (τί θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ;) κλπ.
7) Η σλανγκική κοινότης συγκινείται και αποθιστά το βαθμολογικό έλλειμμα με γενναιόδωρες προσφορές άστρων.

Parole αυτά, πολλές φορές ο ποντέρανος κρίνεται επιβεβλημένος, δεδομένου οτι αν ο ποντοκαζαντζίδης καταντά συχνά φαιδρή φιγούρα, ο ποντικός (που ροκανίζει πόντους στα μουγκά) είναι σίγουρα και πάντοτε ένα αηδές υποκείμενο.

  1. 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
    Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα. Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς. Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα. Μάστα και φύγε.

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Καρασπέκ σου εφεντίμ!
    Τίγκα στην χρησιμότατη πληροφορία (5Χ2).
    Ο κατωποντοδότης (εδώ και στην Ασπροβάλτα) να μη δεί χαρά στα σκέλια του...

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Πολύ καλός! γιατί μωρέ τέτοιο θάψιμοοοο;

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Λοιπόν, τώρα θα κάνω εν μέρει γαργάρα κάποιες πάγιες θέσεις μου και θα ξεκινήσω κουβέντα για την βαθμολόγηση του συγκεκριμένου ορισμού.
    Έχουμε τρία δαγκωτα (δηλωμένα στα σχόλια) πεντάρια και παίζει και ένα τέταρτο. Άρα δύο άνθρωποι ψήφισαν σχετικά αυστηρά (ή ένας πολύ αυστηρά). Γιατί ρε παιδιά;

(Σχόλια απο ’δώ)

Ούτε εμείς που τοὔχουμε το παραμύθι τη βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ή πληρέστερα «βάλε τα βαφτιστικά σου»).

Ειρωνική έκφραση που δηλώνει ότι ο λέγων δεν ορρωδεί προ του αντιπάλου και τον προτρέπει σε προετοιμασία – καλλωπισμό, ώστε να φάη την ψωλιά (π.χ. να ηττηθή εις τυχηρόν παίγνιον / να δαρή / να αγνοηθή επιδεικτικώς κλπ), όπως στις εκφράσεις εδώ θα κάτσεις, πάρε φόρα κι έλα με την όπισθεν, κάνε χωρίστρα κι έρχομαι, (δηλ. δε μασάω, σ’ έχω χεσμένο, τ' αρχίδια μου κουνιούνται, θα μου κλάσεις μια μάντρα ταξί κτλ).

Σχετικές εκφράσεις «ετοιμάσου» / «μην το καθυστερείς» / «μην ψήνεσαι» / «σκουπίσου κι απόφαγες» κ.α.

Ως γνωστόν, τα «καλά μας» ρούχα (αγγλ. Sunday best) μας έβαζαν οι μανάδες να φορέσουμε, προκειμένου να παραστούμε σε επίσημη οκκαζιόν (ιδίως Κυριακάς και εορτάς).

Ίσως η έκφραση έλκει την καταγωγή της από την συνήθεια των Σπαρτιατών (αλλά και των παλικαριών του ’21) που λούζονταν-χτενίζονταν και φορούσαν τα καλά τους προ μιας καθοριστικής μάχης, όπου ενδεχομένως να μην την έβγαζαν καθαρή

  1. - Είσαι για ένα ταβλάκι στα εφτά, να σου πάρω το γκρόβερ;
    - Βάλε τα καλά σου κι έλα!

  2. - Ο Τάκης είναι πυρ και μανία μαζί σου, που του’ φαγες λέει τη γκόμενα. Άμα σε βρεί θα σε σκίσει, έτσι λέει!
    - Πές του να βάλει τα καλά του και να’ ρθει με ανατρεπόμενο να τονε φορτώσω εγώ καλά. Έτσι πές του…

  3. - Τι θα γίνει με τα λεφτά που μου χρωστάς; Έξι μήνες πάνε απλήρωτοι!
    - Σου είπα, κάνε λίγο υπομονή, δεν έχω τώρα…
    - Αυτά αλλού! Θα πάω σε δικηγόρο και θα σου βγάλω διαταγή πληρωμής, κανόνισε!
    - Ναι, τώρα κονόμησες… Βάλε τα καλά σου και πήγαινε! Αν κάνεις τέτοια μαλακία, θα μπώ Τειρεσία, δεν θα με δανείζει κανένας και το πολύ-πολύ να μου πάρουν το μαγαζί οι τράπεζες που’ χουν υποθήκες! Εσύ μια φορά δε θα δείς φράγκο, ούτε τα έξοδά σου δε θα βγάλεις…

(από HODJAS, 31/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified