Παλιά έκφραση της Κατοχής, που την έλεγαν οι μαυραγορίτες (δηλ. κράτα γερά το μέτωπο στην Αφρική, για να κονομάμε εμείς). Φυσικά, αναφέρεται στο θρυλικό Γερμανό στρατηγό Έρβιν Γιόχαν Όιγκεν Ρόμμελ, που κρατούσε καίρια πόστα στην Αφρική, τα οποία εποφθαλμιούσαν οι Εγγλέζοι και στις πασίγνωστες μάχες του Ελ-Αλαμέιν, Τομπρούκ κ.α., που τις δείχνανε στον κοσμάκη οι Γερμαναράδες στα σινεάκ υπό μορφή επικαίρων (γαλ. journal).

Σήμερα, δηλώνει προτροπή προς κάποιον να αντισταθεί και να κρατήσει το πτολίεθρο παρά τις πιέσεις, διότι χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει...

Διάφορο του αμερικάνικου «hold the fort!» (παροιμιώδης έκφραση του στρατηγού Σέρμαν 1864), διότι παροτρύνει σε αντίσταση, μέχρι να καταφθάσουν ενισχύσεις.

Βλ. και «Ένα ασύλληπτο κορόιδο» (Παπαγιαννόπουλος τέως μαυραγορίτης, που θέλει να σκάψει κρυμμένο θησαυρό με φον Μηλιάδη, στην αυλή του ταλαίπωρου Βέγγου).

  1. (Μετακόμιση):
    - Πιάσε απο κάτω τη ντουλάπα!
    - Ωχ, μου γλυστράει...
    - Βάστα Ρόμμελ!

  2. (Μπάλα):
    - Πέναλτυ!
    - (Συμπαίκτης προς τερματοφύλακα): Βάστα Ρόμμελ!

  3. (Στρατός):
    - 301 και σήμερα, δεν την παλεύω άλλο ρε! Αναβολάρω!
    - Βάστα Ρόμμελ! Μέρα που περνάει δεν ξαναγυρνάει...

Γελοιογραφία από την Αυγή. (από Khan, 06/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Χιουμοριστικόν): Προειδοποιητική έκφρασις, περί επικειμένης τιμωρίας, θριάμβου ή και αδιαφορίας τινός, δια την οποίαν οφείλει και να προετοιμασθεί ο αναμένων ανταπόκρισιν, κατόπιν διατυπώσεως τινός θέσεως ή ερωτήματός του.

Ο Γκίμπονς έλεγεν ότι η ελληνική γλώσσα, προσφέρει σώμα εις τας επιστημονικάς αφαιρέσεις και ψυχήν εις το αντικείμενον των αισθήσεων (ή κάτι τέτοιο). Η εικών έχει ως εξής:

  1. Διατυπώνει ερώτημα-θέσιν κάποιος και τουρλώνει τον κώλον του, ταυτοχρόνως χτενίζων τας τρίχας, προς διευκόλυνσιν εισδοχής πέους, αναμένων απάντησιν.

  2. Ο αποδέκτης αντιτίθεται και απαντά με την εν λόγω έκφρασιν, δηλαδή είτε «έρχομαι να σε γαμήσω» είτε «θα μου τα κλάσεις».

Με την θαυμασίαν ταύτην έκφρασιν, εις αμφοτέρους περιπτώσεις, η πρωκτική διείσδυσις καθίσταται αναπόφευκτος.

Δηλαδή έχομεν το νοητικόν σχήμα: Θέσις - αντίθεσις - σύνθεσις.

Εξυπονοείται ότι η έκφρασις τυγχάνει εφαρμογής μόνον εις τους μαλλιαροκώλους άρρενας και ουχί εις τους σπανοκώληδες ή τας γυναίκας (παρεκτός κι αν έχωσιν πρόβλημα ανεπιθυμήτου τριχοφυΐας).

Προέρχεται από παλαιόν σχολικόν πείραγμα μεταξύ αρρένων συμμαθητών, εκ των πλείστων κολομπαρίστικων εν Ελλάδι (όπερ χρήζει εθνο-ψυχολογικής διατριβής), κατά το οποίον ο πονηρός συμμαθητής, ερωτούσεν δήθεν αφελώς συμμαθητήν του τινά, περί της αναπτύξεως τριχοφυΐας του απηυθυσμένου του (= Έχει τρίχες ο κώλος σου;).

Εις περίπτωσιν θετικής απαντήσεως, ο πονηράκιας έλεγεν: Κάνε χωρίστρα κι έρχομαι!

Εις περίπτωσιν αρνητικής απαντήσεως, ο ανωτέρω έλεγεν: «Είδες τί ωραία ξυρίζει ο πούτσος μου;»

Δηλαδή, μηδαμώς αφήκεν εις το θύμα έξοδον διαφυγής (αγγλιστί: catch 22).

  1. - Τα κατέθεσες τα χαρτιά στην εφορία, που σού' πα;
    - Ωχ! Το ξέχασα, καλά θα πάω αύριο.
    - Αύριο; Σήμερα έληγε η προθεσμία! Ρε, ένα μήνα σε παρακαλάω! Λοιπόν, κάνε χωρίστρα κι έρχομαι!

  2. - Με τι ξεκινάς; Πόρτες ή φεύγα;
    - Μ' ό,τι θες, αγορίνα μου! Κάνε χωρίστρα κι έρχομαι!

  3. - Τι θα γίνει με τα νοίκια που μου χρωστάς, θα μου τα δώσεις να ξεμπερδεύουμε;
    - Δε σου χρωστάω τίποτα. Σού' βαψα το σπίτι.
    - Καλάααα... Τότε κι εγώ θα πάω δικαστικά.
    - Κάνε χωρίστρα κι έρχομαι!

Μάνα μου η χωρίστρα σου! (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Χιουμοριστική έκφραση): Υποδηλώνει ψευδο-απειλή υπό αίρεσιν, δηλ. ότι, αν ο προς ον η απειλή πράξει ή δεν πράξει κάτι δυσάρεστο ή αρεστό αναλόγως, τω απειλούντι, θα βρέξει καρπαζιές στην καμπούρα του αστοχήσαντος.

Χρησιμοποιείται με το ρήμα ανοίγω, ως: Θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζ(ι)ές.

Προέρχεται από την γνωστή έκφραση: «Θ' ανοίξω το κουτάκι με τις καρπαζιές», με την διαφορά ότι, το κουτί της εκφράσεως προελεύσεως, ήταν χάρτινο, ενώ η χρήσις τάπερ νεωστί, καταδεικνύει την εκφραστική εξέλιξη, ένεκα των αλμάτων της τεχνολογίας, προϊούσης της ανακαλύψεως του πλαστικού.

Παρομοίως, η προαναφερθείσα έκφρασις λεγόταν απειλητικά και αρχαιόθεν ως: «Κυτίον Πανδώρας ανοιχθήσεται» (δηλ. τα μύρια κακά θα ενσκήψουν). Η φάπα έπετο. (πλάκα κάνω!) ...

Σχετικώς, σημειωτέον ότι όταν ο Αρχηγός απείλησε τον Κόντρα-κουτόν, ότι «θ' ανοίξει το κουτάκι με τις καρπαζιές», ένεκα επιπολαιότητας του τελευταίου, επιτιμήθηκε υπό του κυρίου Γουργούρη, όστις εζήτησε να πρυτανεύσωσιν τα ειρηνικά μέσα πειθούς (βλ. Παντελής Καλιότσος «Τα ξύλινα σπαθιά» 1972).

Συνώνυμα: Θα βρέξει, σύννεφο, φατούρο, καρπαζοεισπράκτορας κ.α.

- Έχεις κι άλλες καραμέλες πάνω σου;
- Έχω, αλλά δε σου δίνω!
- Δώ' μου, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζιές! Δώ' μου τώρα, να φάς λίγες ...

Βλέπε και ανοίγω το κουτάκι με τις μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά έκφραση): Το ταμείο και μετωνυμικώς = τα φράγκα.

Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Ο Γιώργος Κατσαρός λέει, στο μουρμούρικο «Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ», στον τεκετζή ν' ανοίξει το μπεζαχτά και να δώσει με αρχοντιά μπαξίσι στους λιμάρηδες μπάτσους, που δήθεν ήρθανε να κάνουνε έφοδο, για να μην τους ζαλίζουνε τ' αρχίδια...

- Λοιπόν η μικρή που πήρες να σου κρατάει το ταμείο, βάζει χέρι στο μπεζαχτά!
- Μη μου λες!
- Τί μη σου λέω, αφού την είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Το νου σου!

(από GATZMAN, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κλασσική αργκό): Διστάζω, ορρωδώ, αμφιταλαντεύομαι, φοβάμαι.

Συνώνυμα: Μαστιχάρω, κωλώνω, μασάω, τα παίζω, τα κλάνω, κλάνω πατάτες, με πάει ζουμί, με πάει πέντε-μια, με πάει να! κ.τ.λ.

Παλιά οι άνθρωποι του υποκόσμου λέγανε, προκειμένου να ξεχωρίσουνε την ήρα απ' το στάρι: «Οι κότες κωλώνουνε - οι μάγκες ποτές»!

Πέρσι, Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα, είχανε μαζευτεί κάτι αρκουδόμαγκες στην πλατεία και πετούσαν βαρελότα για να τρομάξουνε τους πιτσιρικάδες. Σκάει τότε ένας της ασφάλειας και τους ζήτησε ταυτότητες. Τα άτομα την κάνανε μαστίχα και τζάσανε με τα πόδια στον ώμο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της έκφρασης «έχω ράμματα για τη γούνα σου» (θα σε κανονίσω εν καιρώ / γνωρίζω πράγματα για σένα / γνωρίζω τρόπους να σε τιμωρήσω).

Προέρχεται από την εικόνα της ξεσκισμένης από την κολόμπα σούφρας, η οποία χρήζει ραμμάτων (τα λεγόμενα κωλοράμματα/η κωλορραφή). Σχετικά, ας σημειωθεί ένα από τα τραγούδια του μουσικού ταχυδακτυλουργού Ζώρζ Πιλαλί, με τίτλο «άμα το λέει η σούφρα σου».

- Ο Γιώργος κάθεται και λέει πίσω απ' την πλάτη σου, ότι δήθεν χρωστάς από' δω κι από' κει και ότι οι επιταγές σου είναι όλες πέτσινες!
- Έννοια σου κι έχω εγώ ράμματα για τη σούφρα του! Έχω στα χέρια μου μια συναλλαγματική, που θα του κλείσει το σπίτι. Αυτό να του πεις.

Βλέπε και το λήμμα ράμματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Ομάδα, (αντρο)παρέα, σκυλολόι, μπουλούκι.

Προφανώς από τους τούρκους τσέτες = μπουλούκι ατάκτων στρατιωτών.

Συνώνυμο: πουτσαρά-μπουλούκ(ι).

Θά 'ρθεις το βράδυ στο Σκέτζο; Θα μαζευτεί όλη η τσετία εκεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός θαυμασμού ή σκώμματος περί ατόμου χαμογελαστού, πεντακάθαρου, προσηνούς και ευπροσήγορου, φέροντος άψογο ντύσιμο και μαλλί, συνήθως με επίσης άψογη χωρίστρα, το οποίον είναι τόσο στατικά τακτοποιημένο, που νομίζει κανείς ότι μπορεί να του αφαιρέσει τεμάχια (π.χ. μαλλιά, ρούχα κ.α.) και να τα αντικαταστήσει με άλλα της αρεσκείας του, όπως στα γνωστά γερμανικά κουτσούνια.

Δεν ιδρώνει, δεν σκονίζεται, δεν τσαλακώνεται και συνήθως τα καταφέρνει καλά και στα μαθήματα / εργασία και στα σπορ, δηλαδή είναι το παιδί που θέλει να' χει κάθε γονιός και που ζηλεύει κάθε άλλος γονιός, κατηγορώντας το δικό του, που δεν είναι «σαν το Λάκη».

Θυμίζει τον πρωταγωνιστή της ιστορίας «το καλό παιδί» στην παλιά βαβούρα. Δίχως να είναι απαραίτητα φλώρος, εν τούτοις έχει μια εξωπραγματικά γυαλιστερή τελειότητα στην εμφάνιση και την συμπεριφορά.

Οι φαρμακόγλωσσες πιστεύουν ότι κάτι κακό κρύβει, όπως λέγανε και για τον Αβραμόπουλο…

- Πώς είσ' έτσι ρε πλέιμομπιλ ; Τι μου στολίστηκες σαν επιτάφιος ;
- Άσε, θα πάω σ' ένα γάμο μετά τη δουλειά κι είπα να μην ξανατρέχω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified