Μπαμπαδίστικος περιπαικτικός όρος για τον εύπιστο τύπο, που χάφτει ό,τι παραμύθι τον ταΐσουν. Δηλαδή είναι συνώνυμο του χαζός / κορόιδο κλπ.

Λέγεται και χάφτας / χαύτας, εξ ου και η περιοχή των Χαυτείων στην Αθήνα (Σταδίου-Αιόλου-Απελλού) απο έναν προ αιώνος πλανόδιο πωλητή τροφίμων (γλυκισμάτων;) που έχαφτε την πραμάτεια του ένεκα λίμας.

Πιθανόν η αμερικάνικη έκφραση sucker (κορόιδο) και η σπανιόλικη mamon (βλάξ < mamar: ρουφώ, βυζαίνω), να έχουν κοινό παρονομαστή με τον χάφτα / χαφταλεύρα, την έννοια της άμεσης και άνευ ετέρου τινός κατανάλωσης – ενσωμάτωσης στον οργανισμό του θύματος έξωθεν παρεχομένων προϊόντων (υλικών ή άυλων, κουβέντες) αμφιβόλου αξιοπιστίας.

Άλλωστε με την ίδια χροιά του ενστικτώδους χλαπακιάσματος μούφας, λέγεται και η έκφραση «δόλωμα» / «καθετή» / «συρτή» κλπ, που ρίχνει κάποιος πονηρός για να «τσιμπήσει» το ψάρι.

Στο τάβλι, υπάρχει σχετική έκφραση «το τυράκι το είδες, τη φάκα δεν είδες», που αναφέρεται σε φαινομενικά έκθετο πούλι, που σπεύδει να τσακώσει ο αντίπαλος-ποντίκι, ενώ ο παίκτης του έχει στήσει παγίδα (π.χ. πιάνει ο αντίπαλος όλο χαρά ένα αδιάφορο πούλι κι ο παίκτης πιάνει τη γωνία κτλ).

- Μαλάκα δε σου ’πα, με πήρε χτες βράδυ τηλέφωνο η Σούλα και μου ζήτησε το τηλέφωνό σου!
- Αλήθεια; Δηλαδή με γουστάρει;
- Δες τον, γελάν και τ’ αφτιά του! Μη γελάς μαλάκα - στο ’παμε για πλάκα! Μωρ’ τί χαφταλεύρας είσαι συ; Σιγά μη μ’ έπαιρνε και τηλέφωνο βραδιάτικα για τα μούτρα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός, που σε λίγο θα γιορτάσει τα πρώτα -άντα του, δηλαδή από την εποχή που αρχίνησε ο χαβάς «Είσαι στην Ευρώπη-Μάθε για την Ευρώπη».

Βέβαια με μαθηματική ακρίβεια, η συνάρτηση Ελλάδα = Ευρώπη ÷ 27 (όπου η μεταβλητή Ελλάδα = Ψωροκώσταινα με λαμδαπόσπαση), θα παραμείνει ασύμπτωτη ως ολοκλήρωμα κι ας με διορθώσει ο Βίκαρ ή ο Γιανναράς.

Η προσφιλής έκφραση του καραμανλούς ηγήτορος «ανήκομεν εις την Δύσιν» (εφ' όσον θέλει να χρησιμοποιεί καθαρεύουσα), φανερώνει κίνηση προς και όχι στάση εις τόπον, αλλιώς θα χρησιμοποιούσε δοτική, εκτός πια κι αν δεν τα πολυκαταλάβαινε τα ρομέηκα.

Σε κάθε περίπτωση, αν το ζήτημα είναι προορισμού και όχι προελεύσεως, υπ' αυτήν την έννοια ΚΑΙ οι Τούρκοι είναι Ευρωπαίοι.

Η έκφραση απηχεί ντροπιαστικο-περήφανη (όπως χαρμολύπη/κλαυσίγελως/παυσίλυπον και άλλα τέτοια) αντίληψη των νεοελλήνων, σύμφωνα με την οποίαν η Ελλάς, μετά την προσχώρηση στην Κοινή Αγορά, θα καταντήσει θέρετρο για τους ματσωμένους Ευρωπαίους, που θα γλεντοκοπάνε και οι ιθαγενείς, μη δυνάμενοι να τους ανταγωνισθούν εμπορικά, θα αναγκασθούν να περιορίζονται στο ρόλο του σερβιτόρου-υπηρέτη.

Τελευταία φαίνεται μάλιστα, ότι αποτύχαμε να ερμηνεύσουμε έστω κι αυτό το ρολάκι με επιτυχία και αξιοπρέπεια (υπάρχει διαβάθμιση από σερβιτόρος στο GB σε λιγδογκάρσονο «ό,τι βλέπετε» στην Πλάκα), αφού οι Ούννοι προτίμησαν εσχάτως τις τουρκικές ακτές, για να ξεκαβλώσουν.

Εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος εκφοράς της φράσης, δηλώνει και την νεοελληνική σχιζοφρένεια:

Δηλαδή λέγεται μεμψιμοιρώντας αυτομαστιγωτικά (τέτοια είν' η μοίρα μας –πού να τα βάλεις με τα θερία;), αλλά και κρυπτοαλαζονικά, ότι δήθεν διαθέτουμε κρυφές καβάτζες και θα ανατρέψουμε το παιχνίδι με 103-101 (στην ουσία ποντάροντας στην τύχη κι ότι ο καθένας θα την βγάλει καθαρή μόνος του –όπως λένε και στη Νάπολι: Speriamo che me la cavo).

Χαζογελάμε με το μαύρο χάλι μας, κατά τον ίδιο τρόπο, που σκούζουμε «μα δεν υπάρχει Κράτος;» ενώ την ίδια στιγμή όταν θίγονται συμφέροντά μας ατομικά, κοπτόμεθα ότι «σιγά μη γίνουμε όπως οι κουτόφραγκοι».

Δηλαδή κάτι κουτοπόνηρα βυζαντινίστικα του στυλ «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, είναι λίγοι μα τους πολλούς νικούν», «κι αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη», «Αέρααα!», «το αθάνατο κρασί του '21», «ο Γκάλης θα πάρει το παιχνίδι πάνω του», ή με χρονικοϋποθετικές προτάσεις «όταν εμείς..., αυτοί...», ή συγκριτικούς μαξιμαλισμούς / μινιμαλισμούς «η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη... / το χαμηλότερο ποσοστό...» και ιστορίες με κολώνες και βαλανίδια.

Οι Τούρκοι, κάνουν ακριβώς τα ίδια καραγκιοζιλίκια, αφού πάσχουν από πολιτισμική σχιζοφρένεια (βαρύτερης όμως μορφής αφού –διάβολε– η ελληνική είναι στο φινάλε-φινάλε ευρωπαϊκή γλώσσα και η χώρα μας, ανήκει στην Ευρώπη έστω και γεωγραφικά):

Έτσι, υπάρχουν οι κεμαλικοί στρατοκράτες, που επιβάλλουν την «ευρωπαιοσύνη» διά της βίας (!), οι οθωμανιστές που αναπολούν κοκορευόμενοι «αααχ! Μια φορά κι έναν καιρό έκλανε ο Σουλτάνος και χέζονταν η Ευρώπη και τώρα μας αναγκάζουν να γονατίσουμε στις απαιτήσεις αυτού του θρασιμιού του γκιαούρη για να μας πουν μια καλημέρα», οι παντουρανιστές κι οι παντουρκιστές (όλα τα μόγγολα μια πατρίδα είμαστε παιδιά –άντε και τους φάγαμε), οι φονταμενταλιστές μουσουλμάνοι (άσε να τα 'χω καλά με τον Αλλάχ και σέρνονται πόλεμοι εδώ γύρω), τα εθνίκια που γκαρίζουνε στα γήπεδα «Ευρώπη-Ευρώπη, ερχόμαστε! Ακούς τις μπότες μας;» (ενώ «Βατάν» = μητέρα-πατρίδα θεωρούν την εσωτερική Μογγολία), ευρωλιγούρηδες ψευτο-αστοί, που το πρωί διαβάζουν Le Monde και το βράδι κάνουν στα κλεφτά ναμάζι (μουσουλμανικό προσκύνημα) και άλλα φαιδρά.

Πάντως, οι ισχυροί εμφανίζονται παραδοσιακά σαν απαιτητικοί υπερόπτες πελάτες και οι αδύνατοι σαν αναγκαστικώς καλοκάγαθοι θεράποντές τους, στην ιστορία.

Στην Αμερική ήταν ο καλός μπαρμπούλης Θωμάς στο φτωχοκάλυβό του, στην Ινδία ήτανε οι tea-wallah που κουβαλούσανε το τσάι στις μισότριβες Εγκλέζες (που ενώ παραπονιόντουσαν για το κλίμα δε λέγανε να ξεκουμπιστούνε), στην Τουρκία και στην Κίνα οι «εξυπηρετικοί» κούληδες, που παίρνανε όλο καμάρι το έξτρα μπαξίσι από τους γαλαντόμους Δυτικούς για μια καλή πληροφορία, στην Ελλάδα τα «αλάνια» του Πειραιά που σαλαγούσανε τ' Αμερικανάκια στα κωλόμπαρα να μας γαμήσουνε την αδερφή κλπ.

Σήμερα αισθανόμασθε Ευρωπαίοι διότι χρησιμοποιούμε γουστόζικες αλλοδαπές μάρκες. Δεν είμαστε οι μόνοι. Με το ν' αλλάξει ο Μανωλιός δεν έγινε και τίποτα, αφού τα ράσα δεν κάνουν τον παπά (οι Τούρκοι λένε το αντίστοιχο Χότζειο «με το να πάει ο γκιαούρης στη Μέκκα δεν έγινε και Χατζής»).

Κάποτε στέλναμε στην Ευρώπη εργάτες, τώρα στέλνουμε επιστήμονες για Gastarbeiter. Βέβαια, είναι κι αυτό μια προαγωγή. Μην πολυθριαμβολογούμε όμως για τυχόν μεμονωμένη επιτυχία Έλληνος στο εξωτερικό, διότι τούτο εξαίρει την χώρα ευδοκιμήσεως και όχι την χώρα εκδιώξεως. Άλλωστε, η παθητική αφομοίωση ξένων (υπο-)προϊόντων, μόνο κακό μας έχει κάνει.

Μόνο στην σκαμπρόζικη Ιταλία (που ισορροπεί μεταξύ Βορρά-Νότου, ενώ εμείς παραπαίουμε μεταξύ Δύσης-Ανατολής), δεν περάσανε τέτοια σάπια. Όταν πλακώσανε οι Τζώνηδες και η μαρίδα βάλθηκε να μοστράρει μπλουτζήν και να πίνει ουίσκυ ότι και καλά, το πειραχτήρι της Νάπολης Renato Carosone, χτύπησε διάνα το 1956 με το «Tu vuo fa l’ Americano» (=μας το παίζεις Αμερικανάκι), επαναφέροντας τους συμπατριώτες του στα συγκαλά τους. Η Ελλάδα μόλις το 1984 αντεπιτέθηκε στα κυρίζια, μ' αυτόν το διάολο το Ζωρζ Πιλαλί στο «Δηλαδή μας το παίζεις και Ντίβα».

Ο Τζιπάκος έχει διατυπώσει την ευρωπαϊκή ιδιότητα των νεοελλήνων στο «Καπρί σε φινί» ως εξής:

[I]Εγώ «Ήχος και Φως», μπρος σε γκρουπ τουριστών
Ντίσκο στη διαπασών
Με φωνάζουν «γκαρσόν!»[/I]

Περί κατάστασης αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες, οι Κατσιμιχαίοι περιγράφουν απαξιωτικά το γκαρσόνι ως υποβιβαστικό του ερωτύλου στο «Μια Βραδιά στο Λούκι»:

[I]Σε μια στιγμή το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο
Κι απάνω μου σταμάτησε σαν κάτι να ζητούσε
Ταράχτηκα και σκέφτηκα: «Θε μου εμένανε ζητάει!»
Όμως εκείνη κοίταγε να βρει το σερβιτόρο...[/I]

Στο «Βαρύ Πεπόνι» (1977) ο Π. Τάσιος δίνει ανάγλυφα τον υποβιβασμό του «αφεντικού» επαρχιακού καφενέ σε γκαρσόνι βου στην Αθήνα, προϊούσης της ανταγωνιστικότητας στα μέτρα της (υποχρεωτικής) αστυφιλίας, κατά το «από δήμαρχος, κλητήρας».

Η βιομηχανική «πριμοδότηση» της Αττικής των δεκαετιών 50-70, που γάμησε και την Αθήνα και την επαρχία, φαίνεται στις απεγνωσμένες φάτσες των Ελλήνων «εσωτερικών γκαρσονιών» της Ομόνοιας στην «Παραγγελιά» (1980) και στο «Βίος και Πολιτεία» (1987), όπου αν κανείς κωλοπειράξει το φίλτρο του φακού και προσδώσει σύγχρονη φωτογραφία στην εικόνα, παρουσιάζουν εκπληκτική ομοιότητα με σημερινούς αλλοδαπούς που «δεν θα γίνουν Έλληνες ποτέ»...

— Τί γίνεται ρε συ με την κρίση; Θα τη σκαπουλάρουμε λές;
— Ο Υπουργός είπε οτι η Γερμανία, ως εύρωστη οικονομία, θα πρέπει να τονώσει τον θεσμικό της ρόλο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να μην διακυβεύσει τυχόν χρεωκοπίες εκ μέρους των πιο αδύναμων Κρατών, ταυτόχρονα ενδυναμώνοντας κεντρικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα έχουν ως αποτέλεσμα την μακροπρόθεσμη σταθερότητα της ευρωζώνης.
— Δηλαδή;
— Τί δηλαδή; Πάλι στη ζητιανιά βγήκαμε...
— Να δώ ως πότε θα κάνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρη πρόβλεψη, που προέρχεται από το γνωστό «θα πεις το ψωμί ψωμάκι», δηλαδή θα πεινάσεις. Αντίστοιχη έκφραση, «θα δεις το μουνί με το κυάλι» ή «με το μακαρόνι το νούμερο 6» (δηλ. μετά κόπου και από απόσταση).

Ομοίως, η έκφραση αναφέρεται σε επικείμενη πείνα (σεξουαλική) του δέκτου, της οποίας η διάρκεια παραμένει ακαθόριστη και οφείλεται σωρευτικώς ή διαζευκτικώς είτε σε εγκατάλειψή του από τη γκόμενα (ή το αντίστροφο) είτε σε ακαταδεξία του να πάρει κάνα μπάζο, να ξεχαρμανιάσει. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, μπορεί να οφείλεται και σε γεγονότα εξωτερικά της θελήσεώς του ή του γυναικείου φύλου (π.χ. μάντρωμα σε φυλακή, γκαζάδικο, βασική εκπαίδευση κλπ).

Οπότε καλείται ο προς ών η έκφραση, να κάνει τα κουμάντα του (δηλ. ταχεία εξεύρεσις συντρόφου, ειδάλλως μια είναι η εναλλακτική-βλ. τραγουδάκι Λ. Κηλαηδόνη):

[i]«Υπάρχει και κάτι, που δίχως δραχμή
Μπορεί και σε φτιάχνει την ίδια στιγμή
Υπάρχει και κάτι που ήταν ήδη γνωστό
Προτού το τρομπόνι το πούνε πνευστό
Μην πεις ότι δεν ξέρεις για ποιο σου μιλώ
Και σ' όλους να ξέρεις, κάνει καλό!»[/i]

Εξ άλλου, το Υπουργείον Υγείας συνιστά και επισήμως σε ενημερωτικά φυλλάδια προς αποφυγήν της εξαπλώσεως σεξουαλικώς μεταδιδομένων νοσημάτων –μεταξύ άλλων– την «αποχήν» (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό).

Εκτός πια κι αν τη γυρίσει τη φυλλάδα, (οπότε πάμε σε άλλο κεφάλαιο)...

Σχετικά με το αναγκαίο δίπολο ψωμί-μουνί, έχουν χυθεί ποταμοί μελάνης. Στο πρώτο χρωστάμε το ζην, στο δεύτερο το ευ ζην (κι ας λέει άλλα ο Κοτζάμ-Αλέκος).
Αρκεί να σημειωθεί οτι ο Διογένης ο Κυνικός μαλακιζόμενος δημοσία στην Αγορά υπό τα όμματα (και τα σκώμματα) των συμπολιτών του, έριξε ατάκα που έσβησε με μια διπλοκαμπανιά το Μαρξ και το Φρόυντ πριν ακόμα γεννηθούν: «Μακάρι να μπορούσαμε να τρίβαμε και την κοιλιά μας έτσι και να ψευτοχορταίναμε»...

Άλλωστε ο σοφός ιταλικός λαός δεν ξεχωρίζει τις δυο (βασικότατες) ανάγκες, θυμοσοφώντας με καημό: Si lavora-si fatica, per la panza e per la fica (=πρέπει να το πολεμήσεις, για να φας και να γαμήσεις)! Λένε επίσης για το κέντρο της δημιουργίας: Cinque minuti per uscirci – una vita intera per rientrarci (=πέντε λεπτά να βγεις – μια ολόκληρη ζωή να παλεύεις να ξαναμπείς)...

Αντίδοτο, εκ μέρους του εκ πεποιθήσεως ή εκ περιστάσεως σολοντάπη (=μαλακία στα βαθιά ελληνικά), η χιουμοριστική φράση: «Εγώ την γυναίκα των ονείρων μου, την έχω στο χέρι». Αν σκαμπάζει κι από οικονομικούς όρους, ο συμπαθής μαλάκας μας, σε περίπτωση σεμνής υποδείξεως από φίλο του να κάνει τα στραβά μάτια και να πηδήξει κάνα ευκολάκι να ξεθολώσει, μπορεί να ισχυρισθεί ευθαρσώς, ως άλλος Βαρβαρέσσος: «Δεδομένης της κρίσεως, από την υποτίμησιν (των κριτηρίων) προτιμώ τον εσωτερικόν δανεισμόν!» που συνοδεύεται από ταυτόχρονη σχετική χειρονομία ανεβοκατεβάσματος της κλειστής γροθιάς του.

Βέβαια, υφίσταται και αντεπιχείρημα, αφού κάτι λέει ο John Meynard Keynes περί «σκληρού νομίσματος», «διολισθήσεως» και άλλα τέτοια, αλλά άμα ο άλλος δεν ακούει...

Εις την ανεκτικήν κοινωνία μας, υπάρχει χώρος και για τον ιδεολήπτη μαλάκα, αφού κι ο «όλα τα σφάζω» (αγγλ. fuck anything with a pulse), μπορεί να καταστεί καταγέλαστος λόγω των επιλογών του.

Παρ' όλα αυτά, οι Εγκλέζοι λεν «once a malakas always a malakas», το οποίο μονιμοποιείται κατ' επετηρίδα σε «a malakas at 40 is a malakas for ever»!

  1. — Τί έγινε με τη Τζένη ρε, πλακωθήκατε έμαθα;
    — Άστηνε να φύγει, τη μαλάκω...
    — Κρίμα κι ήταν ωραίο μωρό... Και πώς θα τη βγάλεις τώρα ρε συ; Με σουηδική γυμναστική;
    — Ναι ρε, να δώ και τον κόπο μου!
    — Να σου γνωρίσω την Καιτούλα; Μια χαρά κοπέλα...
    — Ποιά ρε; Εκείνο το πατζούρι; Να μένει το βύσσινο!
    — Ρε θα πείς το μουνί μουνάκι ρεεεεε!
    — Ας το πώ!
    — Ε, τί να σου πώ; Κάτσε βγάλε ρόζους τότε...

  2. (Μεταγωγών):
    — Γιατί τόσο μινόρε, αν επιτρέπεται;
    — Μου ρίξανε του Χριστού τα χρόνια οι πούστηδες!
    — Τί έκανες ρε φίλε;
    — Αδίκημα...
    — Θα κάνεις έφεση, νταγιάντα!
    — Εφετείο ήτανε! Άσε, θα πώ το μουνί μουνάκι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφορά σε ανούσιες κινηματογραφικές ταινίες που, στερούμενες παντελώς περιεχομένου (πλοκής, σεναρίου, κάστ κλπ), πετάνε μέσα κι ένα ζωηρό φλερτ μπας κι ανάψουνε τα αίματα, «ρίχνοντας άδειες-να πιάσουν γεμάτες».

Ο Αργεντίνος Joaquin Lavando (ο γνωστός Quino) δια στόματος Μαφάλντα, έχει διατυπώσει σχετικά τον διάλογο με τον πατέρα της, που την ρώτησε τί βλέπει στην τηλεόραση κι αυτή απήντησε ότι έβλεπε έναν αγώνα. Όταν ο πατέρας της παρατήρησε ότι έβλεπε ταινία, η τελευταία επέμεινε, επεξηγώντας ότι παρακολουθούσε «τον αγώνα του σεναριογράφου να ξεφύγει από τα δίχτυα της ευφυΐας»...

Λόγω της απουσίας προορισμού και υπόθεσης, προ της (σοφτ εννοείται) ερωτικής συνεύρεσης, θυμίζουν τη λακωνικότητα των διαλόγων σε τσόντα π.χ.

(Το κουδούνι):
Ντλίνγκ-ντλόνγκ!
(Ο ψαράς):
- Έφερα κάτι ψάρια...
(Η τυχαίως ημίγυμνη κυρία):
- Μα δεν παραγγείλαμε ψάρια!
(Ο ψαράς):
- Θα-σε-γα-μή-σω!

(Και η συνέχεια επί της οθόνης)...

Για να μην πλατειάζουμε όμως με παραδείγματα, είναι απ’ αυτές που έχουν ένδειξη «Μη δείτε» στους ένθετους οδηγούς τηλεόρασης των κυριακάτικων εφημερίδων.

Acknowledgments: Από έμμεση ασίστ του electron στο Δ.Π.

- Τί βλέπεις; Έχει τίποτα καλό;
- Να, ένα αμερικάνικο...
- Περιπέτεια;
- Μπαααα... Υπόθεση γαμιόμαστε...
- Καλά, πάω για ύπνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήμερα σημαίνει υποτιμητικά, τον βουτυρομπεμπέ κουραδόμαγκα.

Παρ’ όλα αυτά, η λέξη έχει υποστεί σημασιολογική φθορά λόγω παρετυμολόγησης, αφού αρχικώς είχε τη σημασία εξαιρετικά βίαιου τραμπούκου, που ανήκε σε μια δράκα μαγκουροφόρων του Κωλέττη (!)

Είναι κουφάλα η γλώσσα μας (που λέει κι ο Μπαμπινιώτης) κι οι κακοτοπιές πολλές...

Πράγματι, ο Στέφανος Κουμανούδης δίνει την εξής διευκρίνιση για τη λέξη:

[i]«Μοσχομάγκα (η) / μοσχομάγκας (ο) / μοσχομαγκίτης / μοσχομαγκιτικός / μοσχομαγκιτισμός:

Προσωνυμίαι ταύτα των εν Ελλάδι τη νεωτέρα πολιτικώς Γαλλοφρονούντων, δοθείσαι αυτοίς ως εκ τινος μάγκα (αρσ.) δηλ. αρχηγού μάγκα (θηλ.) συγκειμένης εκ 10 συμμοριτών, όστις εκαλείτο Μόσχος τω ιδίω ονόματι και ήτο φανατικός οπαδός του Ιω. Κωλέττη. Ίδε και Επ. Κ. Κυριακίδου Ιστορίαν του συγχρόνου Ελληνισμού τόμ. α΄. σελ. 188».

(Στέφανος Κουμανούδης, Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Προλεγόμενα Κ. Θ. Δημαράς, Αθήνα, Ερμής, 1998 [α΄ έκδ. 1900], σ. 673).[/i]

Δηλαδή, καμία σχέση με αρώματα ή μεγαλοαστικές καταβολές (π.χ. μοσχομυρίζω / μόσχος και κανέλα / μοσχαναθρεμμένος κλπ).

- Τί κοιτά’ ρε χλιμίτζουρα την κοπελιά μου; Τραβάς κανα ζόρι;
- Ίσα βρε μοσχόμαγκα, μη σε τσαλακώσω...

O ανδριάντας του φουστανελλά Κωλέττη στη Νομαρχία Ιωαννίνων (από allivegp, 26/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιοκαιρίσια τουρκομερίτικη έκφραση (ακόμα εν ισχύ), που σημαίνει αδήριτη επιθυμία για πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση και εκφράζει παράπονο-απωθημένο, περί μη εισέτι απόκτησής του.

Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά (= επιθυμώ διακαώς) είτε ειρωνικά (π.χ. «από σεβντά το’ χω να σε δω μια φορά να διαβάζεις τα μαθήματά σου», δηλ. «και τί στον κόσμο» / «και θα κάνω Χριστούγεννα» κλπ).

Στην ταινία «Έλα στο θείο» (1950), ο Νίκος Σταυρίδης έχοντας χώσει κρυφίως ένα μασούρι με χαρτονομίσματα στο σακάκι του Νίκου Βασταρδή εν αγνοία του, προσπαθεί με κάθε τρόπο να τον κάνει να το βγάλει (π.χ. τον προκαλεί σε καυγά, του λέει ότι έχει ζέστη και στο τέλος τον παρακαλεί να το φορέσει κι αυτός για λίγο επειδή δήθεν «το’ χει από σεβντά»).

Εκ του τούρκικου sevda = αγάπη / πάθος (ρήμα sevmek).

Παρόμοια: Καημό το’ χω, με τρώει το σαράκι, νταλκάς, το’ χω (από) μεράκι / ντέρτι, μ’ αυτό το μαράζι θα πάω (βλ. ωραιότατο ρεμπέτικο «Το δικό σου το μαράζι θα με φάει») κ.α.

(Το νεαρό ζευγαράκι):

(Ο πονηρός)
- Έχεις κάνει ποτέ σου τριολέ;
μουσίτσα)
- Όχι βέβαια. Εσύ;
(Ο πονηρός)
- Ούτε και γω και το’ χω από σεβντά...
(Η μουσίτσα)
- Με τον σεβντά θα μείνεις! Εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα, εντάξει;
(Ο πονηρός)
- Καλά κορίτσι μου, ηρέμησε! Μια κουβέντα είπαμε, μπααα!

(Μετά από λίγο):

(Η μουσίτσα)
- Τσαντίστηκες;
(Ο πονηρός)
- Άσε, θα μου περάσει... (πού θα μου πας;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά ειρωνική παροιμία, που αποδίδει στην δημοτική (χωρίς να ταυτίζεται) το εξιλεωτικό «ο νεκρός δεδικαίωται» και μπαλατζάρει με το αντίθετό του «σκατά στον τάφο του»!

Δηλαδή ό,τι και να έχει διαπράξει κάποιος στον βίο του, μόλις τα κορδώσει αποσβέννυνται όλα του τα ατοπήματα, δίκην σεβασμού μετά κιλλίβαντος (δίκαια-άδικα, ο λαός το λέει).

Χρησιμοποιείται εύστοχα για τεθνεώτες πολιτικούς με αμαρτωλό παρελθόν, από νέους με μέλλον...

- Είδες τον τάδε; Μας έχει κάτσει στο σβέρκο πενήντα χρόνια τώρα -μια ζωή στη ρεμούλα κι ατσάκιγος, εδέησε ο Κύριος και σκυλοψόφησε, τώρα λέει θα του κάνουν κι ανδριάντα!
- Ε, τί περίμενες; Μόνο κάτι λίγα γερόντια θυμούνται τί κουφάλα ήταν. Δεν τα ξέρεις τώρα; Τον κασίδη σαν πεθάνει, χρυσομάλλη θα τον πούν. Είναι και το σόι του στα πράγματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified