Παίχτης ποδοσφαίρου του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι, με την παραμικρή (ή πολλάκις και ανύπαρκτη) αφορμή, πέφτει στο χόρτο, με απώτερο σκοπό να αποσπάσει πέτσινο φάουλ, πέναλτυ, έμμεσο κτλ ανάλογα τη γκαβομάρα (ή μεροληψία) του άρχοντα του αγώνα (βλ. διαιτητής). Η λέξη κάνει και ρίμα παίχτης-πέφτης, κάτι που συντελεί στη βιωσιμότητά της. Η πτώση σχεδόν πάντα συνοδεύεται από θετρινισμούς ντεμέκ, «με σκότωσε», «με σακάτεψε», όπερ σημαίνει καλός πέφτης ίσον και καλός ηθοποιός.

- Σφύρα το ρε κοράκι. Δε βλέπεις που τον σακάτεψε; Σφαδάζει ο άνθρωπος!!!
- Τι να το δώσει ρε μεγάλε; Λες και δεν τον ξέρουμε τον καραγκούνη. Μεγάλος πέφτης!

Kαραγκούνης σε ύπτιο (από allivegp, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νάουσα Ημαθίας. Ντοπιολαλιά που σημαίνει ρεύομαι. Πιθανόν ηχομιμητικό από τον ήχο (γκρουγκ) που κάνει ένα μεγαλοπρεπές ρέψιμο. Το ρήμα έχει και μέση φωνή, εμφανιζόμενο ως «ρουγκαλνιέμαι», ενώ παράγωγα ουσιαστικά είναι τα
α. ρουγκάλνισμα, πληθυντικός ρουγκαλνίσματα ή / και
β. ρουγκαλνιά (κλίνεται όπως η κλανιά)

- Κοκακόλα παράγγειλες;
- Έσκασα στο φαΐ, και την πήρα να ρουγκαλνίσω λίγο, να ξαλαφρώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν το ανθρώπινο πρόσωπο προσομοιωθεί με ρολόι (τα παλιά με τους δείκτες, όχι τα ψηφιακά) το λήμμα, στο δώδεκα, συμβολίζει ακριβώς αυτό, το κεντρικό σημείο του μετώπου, το λεγόμενο και δόξα-πατρί (και υιώ και...).

Βίαιο χτύπημα στο σημείο όπου συγκλίνουν ο ωροδείκτης με το λεπτοδείκτη, μπορεί να αποβεί μοιραίο για την μετέπειτα πνευματική ανάπτυξη του κρουόμενου (διάσειση και βάλε). Αυτό λοιπόν είχε στο μυαλό της η Αρλέτα όταν έγραφε το ''είναι δώδεκα η ώρα, είν' η ώρα των τρελών''.

Μεταφορικά, η λέξη χρησιμοποιείται για να δηλώσει την άμεση ενέργεια, την χωρίς τζιριτζάντζολες και τσιριμόνιες, την ντιρέκτ πράξη, ανεξαρτήτως όμως έκβασης. Δηλαδή, πας ντουγρού και γλέπωμεν.

  1. - Τι κοιτάς ρε σαν τη γελάδα που κοιτάει το τραίνο;
    - Α στη ντνάξω στου δώδεκα, δεκατρία ράμματα α σε πω τι κοιτάω.

  2. - Τι έκανες τελικά; Μίλησες με τη Μαρία;
    - Μίλησα.
    - Ε, και τι είπατε;
    - Δεν είπαμε. Εγώ είπα.
    - Ε, τι της είπες;
    - Χωρίζουμε.
    - Πω ρε πστ. Νταν στο δώδεκα, με τη μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δηλώσει, πρώτον, την τρελή επιθυμία κάποιου για κάτι, πραγματοποιήσιμο μεν, δύσκολο δε και, δεύτερον, την τάση ή ροπή κάποιου προς μια κατάσταση. Ανάλογα την περίπτωση λαμβάνει αξιωτική ή απαξιωτική χροιά.

Το ρήμα κλαίω δηλώνει έντονα την απελπισμένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το υποκείμενο και συμπληρώνεται από φράσεις οι οποίες δίδουν και τον βαθμό της απελπισίας, π.χ. με μαύρο δάκρυ, κλαίω και το δάκρυ κορόμηλο, στεγνώσανε τα μάτια μου κτλ.

  1. - Τι παίζει ρε συ με τον αλάνα και μου πλακώθηκε στα γυμναστήρια τα solarium και το παίζει μουράτος;
    -Δεν πήρες πρέφα; Κλαίει για μουνί.

  2. - Ν΄αρχίσω μία τα κωλίδια, να τους φρικάρουμε τους κωλόμπατσους;
    - Κλαίς για μαλακίες, με φαίνεται.

κλαίω (από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι ολόκληρο το τσαμπί με τα σταφύλια, το διαχωρίζω στην πιο ''απλή'' μορφή του, στις ρώγες. Με λίγες ρώγες δλδ τα κάνω λιανά, τα κάνω φραγκοδίφραγκο, τα σπάω σε κέρματα, ώστε να με νιώσει ο συνομιλητής.

- Από αύριο κομμένες οι μαλακίες.
- Για κάντα ρώγες, να σε νιώσω.
- Προσέχουμε τι λέμε, που το λέμε(έχει και πολλά καρφιά ρε πστμ), πότε το λέμε κτλ... γιατί μας έχει βάλει στο μάτι η Στριμμενίδου, και μας βλέπω να τη χάνουμε τη χρονιά αμίγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτρέφων περιστέρια για διασκέδαση, πέταγμα, ψήλωμα κτλ. Το περιστέρι, πουλί της Αφροδίτης, Πιράχ-Ιστάρ (Τσιφόρος), από πολύ παλιά έγινε οικόσιτο. Χάρη στον καλό προσανατολισμό του, έγινε αγγελιοφόρος (ταχυδρομικό περιστέρι), ενώ περισσότερο εκτρεφότανε για τροφή. Γνωστή και η πιατέλα «ασπίδα της Αθηνάς», όπου μεταξύ άλλων το πιάτο που απολάμβανε ο Λούκουλλος και η παρέα του περιελάμβανε και γλώσσες περιστεριών. Ίσως και ο Λεονάρντο να μελετούσε το πέταγμά τους κτλ κτλ.

Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστούν οι περιστεράδες, οι οποίοι από προσωπική και μόνο γκάβλα, διατηρούν αυτοσχέδια κουμάσια, για να ψηλώνουν τις ηλιόλουστες μέρες τα πουλιά τους. Μετά τον χειμώνα ακολουθεί μια περίοδος εκγύμνασης γιατί τα πουλιά είναι βαριά από το κατσιό και τη μάσα. Υπάρχουν διαφορετικά είδη, μερικά από τα οποία αναλύονται παρακάτω:

  • Παγγούρι: μόνο για να κλωσάει. Δεν διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο.
  • Βούτα: ανεβαίνει με μεγάλους κύκλους και βουτάει κατακόρυφα με χαρακτηριστικό ήχο. Καλό είναι να μην υπάρχουν σύρματα απλώματος στην ταράτσα.
  • Εξελιγμένη βούτα: το ίδιο, μόνο που ανεβαίνει με μικρούς κύκλους και πιο γρήγορα.
  • Ντουνέκι: διακρίνεται για τα ακροβατικά του τσαλίμια στον αέρα.
  • Μετεωρολόγος: όλα τα είδη που, προσβεβλημένα από μια ασθένεια, στρέφουν το κεφάλι και κοιτάζουν τον ουρανό.

Γενικά η φάρα των περιστεράδων, έχει το στίγμα της αλητείας. Η διακίνηση παράνομων ουσιών με ταχυδρομικά περιστέρια είναι σύνηθης κι εξάλλου τα κουμάσια πάντα είναι καλές κρυψώνες (λόγω μυρωδιάς). Γνωστή και η περίπτωση μεταφορέα ο οποίος είχε σκαρφιστεί το εξής: στο πορτ-μπαγκάζ μετέφερε περιστέρια με μικροποσότητες κοκαΐνης, δεμένες στα πόδια των πτηνών. Σε περίπτωση ελέγχου τα περιστέρια διέφευγαν κι άντε βρες αποδεικτικά μετά. Οι δε κλοπές και τα πιασίματα αλλοκούμασων περιστεριών δίνει και παίρνει. Ειδικά αν το περιστέρι είναι ράτσας. Υπάρχουν όμως και νοικοκυραίοι περιστεράδες για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

- Για πού ρε Στελλάκη;
- Πάω στον Τέο να ψηλώσουμε τα περιστέρια, καμιά φράπα κι έτσι.
- Πού ρε, σ΄αυτόν τον χασικλή; Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου, με τους περιστεράδες φτιάνς παρέα.
- Κι εγώ σ΄αγαπάω, αμίγκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω μακάζι. Έκφραση που χρησιμοποιούν οι περιστεράδες όταν ψαλιδίζουν τα φτερά από τα περιστέρια για να μην μπορούν να πετάξουν. Στην περίπτωση που ένα περιστέρι από ένα κουμάσι μπερδευτεί με τα περιστέρια άλλου κουμασιού (πιαστεί στον αέρα), το σωστό είναι να ελευθερωθεί, κι αυτό θα επιστρέψει στη βάση του. Στην περίπτωση όμως που έχουμε διαφορές με τον εκάστοτε συνάδερφο, τότε το πιασμένο περιστέρι πρέπει να μείνει στο κουμάσι μας μέχρι να το θεωρήσει σπίτι του. Απαλλοτριώνουμε το πτηνό εν ολίγοις.

Η φράση δεν πρέπει να συγχέεται με το «φωλιάζω» ένα περιστέρι, διότι σε αυτή τη περίπτωση το περιστέρι δεν πετάει από ένστικτο και δεν είναι απαραίτητο το μακάζι.

Μεταφορικά η έκφραση αποδίδει πιο εύγλωττα τον ευνουχισμό. Ο άνδρας δηλ. που έχει υποστεί μακάζι, δεν ξεμυτάει από το σπίτι, είναι κλεισμένος στο κουμάσι του και βγαίνει μόνο με τη συνοδεία της κυράς του.

  1. - Τι έγινε ρε μεγάλε; Τι φάτσα είν΄αυτή;
    - Άσε με ρε με τον π&**#, τον @^!κ$
    - Γιατί τι παίχτηκε;
    - Τον ρώτησα για το ζευγάρι, τις βούτες ρε συ που τις ψάχνω δυο μέρες τώρα, κι έκανε την παλαβή.
    - Και;
    - Πήγα σπίτι του και τις είχε κάνει μακάζι. Στο κουμάσι τις είχε ο πούστης.

  2. - Πού είσαι ρε συ Τέο; Έτσι είπαμε; Παντρεύτηκες και χάθηκες ρε μάγκα
    - Ε, να τώρα με τη Χρύσα, γιου νόου κτλ
    - Χειρότερος κι απ΄τον Ρούλη έγινες ρε μάγκα. Μακάζι σ΄έκανε η δικιά σου με φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της έκφρασης έτσι δεν είναι; Στην Κύπρο παίζει πολύ. Προφέρεται ένε; με ελαφρώς τραγουδιστή προφορά.

- Θα μείνουμε πολλή ώρα να μας πουτανοδιαβάζει αυτός ο μαλάκας;
- Εμ, φιλενάδα; Πριν μισή ώρα και τι παίδαρος είν' αυτός, και τι καλά που τα λέει. Πάμε να φύγουμε. Όχι μείνε λίγο ακόμα. Ηθελέστα και παθέστα. Έ'ν'αι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H έκφραση δηλώνει την παντελή αδιαφορία τινός σε καταστάσεις οι οποίες απαιτούν υπευθυνότητα, άμεση ανταπόκριση, ή τεσπά μια ενεργητική αντιμετώπιση. Είναι συνώνυμη των ξύνω, ματώνω, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, λαμβάνει όμως πιο απαξιωτική χροιά για τον δέκτη, η οποία εξαρτάται κυρίως από το υφάκι του πομπού.

Όπως και να το κάνουμε το να ξύνεις τ' αρχίδια σου σε μια προτροπή είναι πιο αντρουά από το να ασχολείσαι με τον καλλωπισμό της τριχοφυΐας των οπισθίων σου. Συνεπώς ο εκστομίζων τη προκείμενη, στοχεύει εκτός από τον εγωισμό σου, το φιλοτιμό σου κ.τ.λ., εις το να πλήξει τον ανδρισμό σου. Διότι στον καλλωπίζωντα τις κωλότριχες, κουμπώνει (μεταφορικά και κυριολεκτικά ) το κάνε χωρίστρα κι έρχομαι.

Υπάρχει και η περίπτωση να χρησιμοποιείται σκοπίμως, από μερίδα ανδρών:

  • είτε γιατί το ξύσ' τ' αρχίδια σου δεν συνάδει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και προτιμούν τις γκεϊλιτεχνικές εκφράσεις,
  • είτε γιατί θέλουν να αντιστρέψουν - διασκεδάσουν το κλίμα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο εκάστοτε σπασαρχίδης. Και, παρ' όλο που την καπότα δεν τη βγάζουν κλάνοντας, δηλώνουν στον συνομιλητή τους ότι, όχι μόνο δεν τους ακούμπησε η ατάκα, αλλά έχουν γραμμένη και την οποιαδήποτε άποψη, αυτός θα σχηματίσει, με τα λεγόμενά τους.

    Η περίπτωση να χρησιμοποιείται απο το γυναικείο φύλο αποκλείεται, ή δεν έχει, τουλάστιχον εις κατάστιχον, επισήμως καταγραφεί.

Με διαφορετική προσέγγιση, η έκφραση χτενίζω κωλότριχες είναι συνώνυμη των παρκάρω πούτσες, βαράω μαλακία στους κουλούς, ξυρίζω αρχίδια και τέλος, γυρνάω μεριά τις ψωλές σε πλάζ γυμνιστών, να μην αρπάξουν. Η τελευταία εργασία (ένσημα βαρέα ανθυγιεινά) με γαντάκι και καλάμι, απαραίτητα αξεσουάρ.

  1. (Μεταξύ φίλων: )
    - Δεν είπαμε να έρθεις στις 03.00 για να προλάβουμε;
    - Δε προλαβαίνουμε;
    - Εμ δεν προλαβαίνουμε. Άμα χτενίζεις τις κωλότριχές σου δυο ώρες, τι να προλάβουμε;

  2. (Στο εργοτάξιο: )
    - Ωχ, έσκασε μύτη ο σπασοκλαμπάνιας
    - Ρε σεις οι δυο εκεί κάτω! Πάλι τις κωλότριχές σας χτενίζετε; Έχουμε δουλειά!

  3. (Στο γκέημπαρ: )
    - Δε μου λες χρυσή μου, έκανες τίποτα το πουτσουκου;
    - Μπα, χτένιζα τις κωλότριχές μου.

  4. (Στο καψιμί: )
    - Ρε στραβάδι πάλι τα ξύνεις; Για έλα εδώ παιδάκι κι ότι έψαχνα αγγαρειομάχο
    - Δε παίζει αμίγκο, μετά το ξύσιμο έχω να χτενίσω τις κωλότριχές μου.
    - Εκδηλώθηκες, μωρή κρυφή!
    - ...

  5. (Στο νοσοκομείο: )
    Ο νοσοκόμος Λιλιάμτης, προετοιμάζει γερόντιο για αφαίρεση αιμορροΐδων κι έχει ξεχάσει την πόρτα του θαλάμου ανοικτή. Διερχόμενος γνωστός του από το στρατό (έχουνε χρόνια να ιδωθούνε), τον ρωτάει:
    - Ε, Λιλιάμτη! Που είσαι αρά χαμένους; Τι φκιάνς;
    - Αρ, δε γλιέπς; Κωλότριχες χτενίζου.

(από BuBis, 08/09/09)άλλος; (από BuBis, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified