Επίσης αυτός που την πέφτει ασυστόλως σε γυναίκες, μέχρι και σε θηλυκές γάτες, που λέει η έκφραση, ή και σε γκέι ερωμένους.

Μεγεθυντικό: πέφτουλας.
Αντώνυμο: πεφτοχαλάστρας.

Μεγάλος πέφτης ο Νώντας, τι λέω, τι πέφτης, πέφτουλας και βάλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πίπα στην διάλεκτο των θαμώνων κωλόμπαρων - στρηπκλάμπ και κυρίως (σεξουλιάρικων) μασατζίδικων.

Το χαρακτηριστικό της έκφρασης είναι ότι λαμβάνει ως μονάδα μέτρησης του σεξ το φραπέ. Ευλόγως, αφού πρόκειται για την ανώτατη σεξουαλική δραστηριότητα, που συνηθίζεται στα μέρη αυτά, μάλιστα εν μέσω επίσημης φραπεαπαγόρευσης. Όμως αν ο φραπενές είναι εξαιρετικά παρακμιακός, ή κυρίως το κωλόμπαρο, ή ακόμη περισσότερο το μασατζίδικο, μπορεί να παίξει και η ενισχυμένη έκδοση φραπέ με το καλαμάκι, ως το κερασάκι στην τούρτα.

Το να ορίζεται βέβαια η ύψιστη μορφή ηδονjής, που είναι η πίπα, από την πλέον ξευτιλjισμένη, που είναι το φραπέ, είναι αρκετά ανορθόδοξο. Και δικαίως θα επέσυρε την αιώνια χλεύη από τους μπουρδελιάρηδες, φυλή συγγενική με τους κωλομπαρόβιους και τους μασατζιδόβιους, αλλά τελούσα εν εμφυλίω μαζί τους. Για τους τελευταίους, το φραπέ είναι κάτι σαν την μπουγάτσα στα ανέκδοτα των Αθηνέζων για τους Θεσσαλονικείς. Όλα ορίζονται με αυτό ως μέτρο σύγκρισης. Η μη μου άπτου εμπλοκή χαρακτηρίζεται στερητικά ως αφραπάζ. Ενώ αντιστοίχως σχηματίζονται τα ποδοφραπέ και βυζοφραπέ. Μήπως και το γαμήσι θα έπρεπε να χαρακτηριστεί ως φραπέ με μουνί, ή το οθωμανικό ως φραπέ με κώλο; Πάντως, η πίπα, που μπορεί να παίξει στις καλύτερες των περιπτώσεων, ιδίως σε μασατζίδικα, ορίζεται σαφώς ως ένα ενισχυμένο στοματικό ας πούμε φραπέ.

Πηγή: Σχόλιο Επισκέπτη pourager στο λήμμα φραπεδιά.

Disclaimer: Είναι απίθανο τι μαθαίνει κανείς στα φόρα του Διαδικτύου και από γνωστούς πριν μεταναστεύσουν στην Αυστραλία...

- Φραπέ με καλαμάκι και μπριζόλα στο μασατζίδικο x! (από παλιό φόρουμ του bourdela.com)

Σερβιτόρα Στάρμπακς: - Ορίστε το φραπέ σας!
Παρέα σαχλών Σλάνγκων: - Το καλαμάκι ξεχάσατε, αχαχαχχα χα χα, σε καλό μας πάλι...

Ο αστακός πολεμά με τον παλαιό κάβουρα μέσα μου... (από Khan, 05/08/09)(από Khan, 28/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει άνθρωπο σε κατάσταση Βέγγος, ο οποίος τρέχει και πραγματοποιεί συνεχόμενες μανούβρες, κυριολεκτικά ή μη. Για κάποιον που είναι πανικοβλημένος ή πανικοβλαμμένος, πιθανόν λόγω βιοπορισμού και βιοπάλης εν μέσω οικονομικής στύσης, και προσπαθεί να τα κάνει όλα μαζί.

Επίσης, γενικά όταν αποφεύγουμε πολλά εμπόδια στην σειρά με σχετική επιτυχία.

Πηγή: Ιωνάς.

- Πώς πάει ο Αρίστος με τα πέντε παιδιά του;

- Σλαλομάρει σαν τον Βέγγο ο καψερός.

Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης (από Khan, 03/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ του δέοντος απαλή πεολειχία. Αν σχηματιστεί κατά την αεροκιθάρα, θα ειπωθεί αεροκλαρίνο.

Σύγκρινε: αερογάμης, γαμήσι του αέρος.

Η πίπα της ήταν αυτό που λέμε αερόπιπα, δηλαδή ο θεός να την κάνει πίπα αφού η απόσταση 5 εκατοστών από τα χείλη δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως πίπας. (Από το φόρουμ του παλιού bourdela.com).

Από το 6.50 αρχίζει η σκηνή που στην ταινία εκτυλίσσεται στην αερόπιπα που λεει ο Βράστα, δυστυχώς όχι εδώ (από Khan, 18/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίσης, ως κρυφή μπορεί να νοηθεί η κρυφή πορδή, γνωστή και ως υπόκωφος η αναισθησιογόνος. Πρόκειται για την πλέον ύπουλη πορδή, αφού δεν κάνει ήχο, αλλά τα αποτελέσματά της είναι ακόμη περισσότερο ολέθρια!

Πηγή (του σημαίνοντος, όχι του αντικειμένου αναφοράς): Vrastaman.

Παραμένει το ίδιο:

- Αχ αυτές τις κρυφές να φοβάσαι, αγάπη μου, αυτές τις κρυφές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί, κατά χωριάτικη αργκό. Το παραδίδει ο Φίλιππος Βλάχος στα «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986. Δες και σ' αυτό το βλόγιον.

Πηγή: Vrastaman.

- Παγώνα μ', θήλου κιοκιό!
- Τού πιασα του υπονοούμενου, Μήτσου μ'!

Πέτρος ο Ερημίτης. Οι φίλοι του τον αποκαλούσαν Κιοκιό. (από Khan, 02/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενισχυμένη εκδοχή του δουλεύω κάποιον, που τίθεται και ερωτηματικά ως: με δουλεύεις;

Το λέμε όταν είναι εξαιρετικά προφανές ότι κάποιος μας δουλεύει, δηλαδή ότι κάτι το λέει ειρωνικά. Και εννοούμε ότι όχι μόνο μας δουλεύει χοντρικά, αλλά κάνει και λεπτοδουλειά, λεπτεπίλεπτη επεξεργασία. Πρόκειται βέβαια για μπαμπαδίστικο χιούμορ.

Σύγκρινε: δουλεύω (τινά) ψιλό γαζί.

- Μπράβο Khan, σου αξίζει Kavli Prize μεγαλύτερης σλανγκαρχιδιάς!

- Τώρα με δουλεύεις ή με επεξεργάζεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέι που δεν έχει βγει από την ντουλάπα, αλλά διάγει ζωή στρέιτ, ίσως και οικογενειάρχη, με μια άμωμη βιτρίνα, ενώ στην πραγματικότητα το τινάζει το λιόδεντρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν θα πούμε ποτέ «κρυφός» εν προκειμένω, αλλά μόνο «κρυφή», εννοείται αδερφή.

Αντώνυμα με διαφορετική χροιά: δηλωμένη, κραγμένος/-η, ξεφωνημένη.

Αχ αυτές τις κρυφές να φοβάσαι, αγάπη μου, αυτές τις κρυφές!
(Δήλωση γκέι που έχει βγει απ' τη ντουλάπα).

(από Khan, 28/01/14)

Συνώνυμα: κρυφαδερφή, κρυφοσυκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνισταμένη δύο κλασικών πλέον βρασταμανικών λημμάτων, ήτοι οαρκούρδος είναι αρκούδος και μελαψός Αγγλοσάξων ή Γαλάτης ή Τεύτων ή γουατέβα, αλλά περισσότερο στην απόχρωση της σκουριάς.

Βέβαια, στις προθέσεις του λημματονουνού Κνάσου και της φίλης του, που το εφηύρε για «κάτι περίεργους, μαυριδερούς, βρώμικους και τριχωτούς Άγγλους σε ένα αεροδρόμιο» δεν ξέρω αν περιείχετο η γκέι έννοια. Πλην ύστερα από την πρόσφατη λημματογράφηση του αρκούδου, κάθε μη αρκούδως γκέι εκδοχή του αρκούρδου έχει πλέον καταστεί παρώ. Βέβαια, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί η έκφραση και για έναν στρέιτ μελαψό βερμουδιάρη, πλην φοβούμαι ότι θα δημιουργηθούν εύλογες υποψίες μήπως ο χαρακτηριζόμενος ως αρκούρδος το αυτονομεί το Κουρδιστάν ή, εναλλακτικώς, το γλείφει το μέλι...

Αρκούρδος, λοιπόν, ο αρκούδος με απόχρωση σαν Κούρδο, ή πάκι ταμπαβιόλη.

Trivia: 1. Πριν από την φίλη του Κνάσου, η έκφραση υπήρχε επίσης σε κρύα ανέκδοτα του στυλ: - Τι είναι καφέ, ζει στα δάση και το κυνηγάνε οι Τούρκοι; - ...;
- Ο αρκούρδος.

- Τι είναι καφέ, τρώει μέλι και έχει κουπιά; - ...;
- Η βαρκούδα.
κ.ο.κ. Δεν νομίζω ότι μας πολυενδιαφέρει αυτό.

  1. Η αρκούδα είναι ένα από τα πιο σλανγκενεργά ζώα. Παραθέτω έναν ενδεικτικό κατάλογο: αρκούδα, αρκουδάκος, αρκουδέας, αρκουδέης, αρκούδες, αρκουδιά, αρκουδιάρης, αρκουδίσιον, αρκουδίτσα, αρκουδοπεταλούδα, αρκούδος, αρκούδως, βολική αρκούδα, της αρκούδας, το χώσιμο της αρκούδας, χέζουν οι αρκούδες στο δάσος; κ.ά.

- Χέζουν οι αρκούρδοι στο δάσος;
- Δύσκολο το κόβω...

Λε-λε-λευτεριά, λευτεριά στον αρκούρδο!

Το αποσχίζει το Κουρδιστάν (από Khan, 31/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αμφιφυλόφιλος ή αμφί, από το αγγλικό bi, που αποτελεί σύντμηση του bisexual.

Είναι αυτός/-ή που σεξουαλικώς την έχει δει έτσι-γιουβέτσι, εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ, και πάει και με άντρες και με γυναίκες.

Υπάρχει ατέλειωτη φαινομενολογία, που ο υπογράφων ως «μαζεμένος» και «πιστός» στρέιτ δεν έχει τα φόντα να αναλύσει, αλλά φαντάζομαι ότι ένας τύπος μπάι με την καλή έννοια είναι ο παγγαμικός, αυτός που γαμάει πολύ και δεν αυτοπεριορίζεται στις γυναίκες, αλλά του αρέσουν και τα αγοράκια. Μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά ταυτοχρόνως να τον βάζει τον φορτιστήρα στην πρίζα κανενός αρκουδακίου-baby cub. Ίσως τέτοια περίπτωση να ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ, και πάντως ήταν πολλοί αρχαίοι ημών πρόγονοι με προεξάρχοντα τον πουστοπατέρα θεώνε τε και ανθρώπωνε μπάι και ουχί πούστη Δία. Επίσης, πολλοί αρχαίοι ημών κατακτητές Άραβες και Τουρκαλάδες που επέβαλαν το οθωμανικό δίκαιο στα τσογλάνια μας.

Άλλος μπάι μπορεί να είναι η κρυφή, αυτός που κάνει γάμο βιτρίνα, ή μπορεί να παλεύει να δει τι μπορεί να κάνει με τις γυναίκες, αλλά τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον. Λ.χ. ο Πέρι, το προσπάθησε πολύ με το Λίλιαν πριν βρει τον παράδεισό του στην αγκαλιά του Παρασκευά στις ακτές της Ναμίμπια, όπου τον έχουμε αφήσει μέχρι νεωτέρας.

Εξάλλου, στην αντιουσιοκρατική (anti-essentialist) εποχή μας, μπορούμε να εννοήσουμε επιτέλους έναν αυθεντικό μπάι, που να μην είναι ούτε κρυφή, ούτε γαμαωδέρνουλας. Υπάρχουν ακόμη κοινωνικές αντιστάσεις σ' αυτό, λ.χ. η Carrie Bradshaw παραδέχτηκε ότι την ενόχλησε που ένας γκόμενός της, όταν της είπε θα βγω για λίγο with my ex εννοούσε άντρα και όχι γυναίκα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι για τη νέα γενιά, αυτό μπορεί να είναι απολύτως φυσικό ή έστω αναμενόμενο (για να μην χρησιμοποιήσουμε μια ιδεολογικά βεβαρημένη έκφραση), λ.χ. να χωρίζεις από μια γυναίκα, για να τα φτιάξεις με τον άντρα των ονείρων σου, αλλά μετά άμα στραβώσει και μ' αυτόν, να κυνηγάς ένα πιπίνι, μετά ένα τεκνό κ.ο.κ.

Τέλος, να μην ξεχνούμε τις λεσβίες μπάι που είναι η φαντασίωση κάθε άντρα. Για κάποιο λόγο τις γυναίκες μπάι τις αποδεχόμαστε προς το παρόν πιο εύκολα από ό,τι τους άντρες.

Συνώνυμα κατά Χότζα: αμφίβιος, μπάι μπάι ντάρλινγκ.

Να μην συγχέεται με: bye sexual.

  1. Όταν ο Πέρι είδε για πρώτη φορά το Λίλιαν εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από την ομορφιά του που του είπε: «Πες μου ποιος σε γαμεί μανάρα μου, να πάω να του φιλήσω τον πούτσο!». Άκων επροφήτευσε, γιατί λίγες βδομάδες αργότερα βρέθηκε να φιλάει τον πούτσο του Βάγγουρα, με τις γνωστές συνέπειες, που εκτίθενται στην Σλάνγκου Λιλιάδα τώρα στο τζαμπέ με την Φραπέ Slangossip.

Υ.Γ. Α, και το λήμμα: Ο Πέρι είναι θέσει μπάι, αν και μάλλον τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα θα τον έλεγες.

  1. Εντάξει, γουστάρουμε τα τριολέ με σούπερ σέξι μπάι σβάκια, αλλά θα θέλαμε στην μέση μια σβόγκα-σουγκλάκο; Εκεί σε θέλω κάβουρα! (no pun intended).

  2. Όταν τον βρήκε στο κρεβάτι με τον κουμπάρο, της είπε: «Όχι, δεν είναι αυτό που νομίζεις! Δεν είμαι φούστης! Είμαι μπάι, είμαι το Άλφα μέλος του ΛΟΑΤ και περήφανος γι' αυτό!».

Βλ. και AC/DC

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified