Στο ιδιόλεκτο του αθλητικογράφου Γιώργου Γεωργίου είναι ο ευθυτενής ποδοσφαιριστής που δεν έχει ελαστικότητα στις κινήσεις του.

Πώς είναι έτσι σαν να έχει καταπιεί φτυάρι ρε ;;;!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Η πεολειχία.

  1. Γλυκια μου Αννουλα να εισαι παντα καλα (Συγγνωμη που σε μεγαλωσα λιγο οταν με ρωτησες για την ηλικια σου αλλα ημουν ζαλισμενοςς απο το πουτσορουφηγμα σου !! χα χα). (Μπου).
  2. Πέρασμα στο σεεεεεξ και αφού πρώτα έκανε ένα παγωτίσιο πορνοπέρασμα από αρχίδια μέχρι πάνω κι ένα τελευταίο πουτσορούφηγμα, σαν να διάβασε την πορνοσκέψη μου, καρφώθηκε μόνη της σε reverse cow. Οκ κάρφωμα τον έπαιρνε μέχρι τέλους, έκανε και κάτι κωλοκουνήματα με το κωλί της να φουσκώνει όμορφα. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Η πεολειχία.

  1. Ξεκίνησε τα ερωτικά χάδια οριοθετόντας μια GFE συνεύρεση, που με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αφού με έγλειψε στις ρώγες και το λαιμό, πριν κατέβει χαμηλότερα, ανέλαβα να γευτώ τα στηθάκια της με τις μελανές σκληρές ρωγίτσες που θέριεψαν, και σε συνδυασμό με την εφύγρανση του γατιού της, που ένιωσαν τα δάχτυλά μου θωπεύοντάς την, άρπαξε τον πολεμιστή μου, του φόρεσε τη στολή της μάχης και μου πρόσφερε ένα απολαυστικότατο, από τεχνική και διάθεση, πεορούφηγμα, κοιτώντας με στα μάτια με ναζάκι και τσαχπινιά. Δεν άντεχα και πολύ, έτσι λοιπόν την ανέβασα επάνω μου και λικνιστήκαμε μετά φιλιών και χαδιών ώσπου με μια μαεστρική κίνηση την έβαλα από κάτω χωρίς να χάσω την διείσδυση, γεγονός που της άρεσε. Άντε να το κάνεις με καμιά μπουμπού αυτό...ή θα χάσεις τη μέση σου ή το καβλί σου! Κακά και τα δυό. Ενώ τα μικρόσωμα, άλλη χάρη. (Μπου).
  2. Στο δωματιο πολυ χαλαρη, χαδια και χουφτωματα παντου και στη συνεχεια ασκούφωτο πεορούφηγμα, όπου κατειχε αρκετα καλη τεχνικη,με αναλογη περιποιηση όρχεων. (Μπου).
  3. Οι επιδωσεις της στο τσιμπούκι πολυ καλες, γλειφει στοχευμενα, προσφερει ενα αργο και ποιοτικο πεορούφηγμα καθώς και πσβουράκι στα αρχιδια. (Ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η/ο ερωμένη/ος που ρουφάει τα πάντα κατά την πεολειχία. Επίσης, ο τοξικοεξαρτημένος. (Δες).

Για τον Τζέι Έντγκαρ Χούβερ του FBI λένε ότι το επώνυμό του δεν ήταν τυχαίο, αφού ήταν ηλεκτρική σκούπα στο πεορούφηγμα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ειδικός στο χόρτο, ο χορταράκιας ή χορταρέας. (Δες).

Πάμε στον Μάκη να σου βρει ό,τι νταφού θες, είναι μεγάλος βοτανολόγος!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πετράς, αυτός που ασχολείται με την επεξεργασία λίθων, αλλά και ο μαστουρωμένος εκ του αγγλικού stoner. (Δες).

Όλοι πετρατζήδες ήταν μες στο Κάμελ.

Got a better definition? Add it!

Published

Από τον ήρωα Σρεκ, σημαίνει το να συνάπτει σχέση μια γυναίκα με έναν άσχημο, ελπίζοντας ότι θα της φέρεται πολύ καλά, επειδή θα είναι ευγνώμων. (Δες).

Η πιο πρόσφατη viral τάση στον χώρο τoυ dating ονομάζεται «Shrekking» και προέρχεται από την ταινία Shrek, στην οποία μια πριγκίπισσα ερωτεύεται έναν γίγαντα. Σημαίνει να βγαίνεις με κάποιον σχετικά μη ελκυστικό, με την ελπίδα ότι θα σου φερθεί καλύτερα από ευγνωμοσύνη. (Inside Story).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοκαϊνομανής, ο εθισμένος στη λουκουμόσκονη. (Δες).

Πήγανε πέντε λουκουμοσκονάτοι στο Κίεβο και έκρυβαν τα χαρτομάντηλα για το συνάχι να μην τους πάρουν πρέφα οι δημοσιογράφοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγιωτατισμός για το χρυσό ρουθούνι, δηλαδή για τον κοκαϊνομανή. Μεταξύ των αντι-ουκρανών ρωσόφιλων είναι το παρωνύμιο του Προέδρου της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Για "κατάρα Ζελένσκι" μιλάνε όλοι έξω (αναφερόμενοι στην τύχη όσων συμμαχούν μαζί του), αλλά δεν έχουν νιώσει τι εστί "κατάρα Μητσοτάκη" - θα το μάθει και ο "χρυσός ρώθων", συντόμως! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοκάκιας, ο κοκαϊνομανής.

«Κι αν τα ρουθούνια μου μείνουν μισά, κανένα πρόβλημα, θα βάλω χρυσά» ειρωνευόταν παλιότερο άσμα των αδελφών Κατσιμίχα. Ενα σημαντικό ποσοστό όσων δεν καταλαβαίνουν τι θέλει να πει ο ποιητής, στην πραγματικότητα κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν. Αυτό έδειξε έρευνα Ιταλών επιστημόνων, που μέτρησε τα επίπεδα κοκαΐνης στα νερά του Πάδου, του μεγαλύτερου ποταμού της χώρας. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published