Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).
Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.
Got a better definition? Add it!
Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Νεολογισμός που αποτυπώνει τη σύζευξη της πολιτικής (politics στα αγγλικά) με τη διασκέδαση (entertainment στα αγγλικά). Οι πολιτικοί καλούνται πλέον να προσφέρουν ψυχαγωγικό θέαμα κατάλληλο για τις νέες πλατφόρμες (κυρίως το TikTok). Στόχος η διεισδυτικότητα στην «απολιτίκ» Γενιά Ζ, που τα περισσότερα από αυτά που είδε τα βρήκε σούπερ κριντζ. Από το αγγλικό politainment.
Όταν ο μπουλντόζας ο Έβερτ έκανε πολιτέινμεντ, οι Αμερικανοί τρώγανε ρίζες.
Got a better definition? Add it!
Μία από τις σημαντικές λέξεις του 2023. Είναι ο διαπιστευμένος «αναγνώστης» που αναλαμβάνει να συνετίσει λογοτεχνικά έργα έτσι ώστε να είναι συμβατά με τις πάμπολλες «σύγχρονες ευαισθησίες». Από το αγγλικό sensitivity reader.
Αναγνώστες ευαισθησίες ξαναδιαβάζουν τα μυθιστορήματα Τζέιμς Μποντ του Ίαν Φλέμινγκ και τους αφαιρούν όλες τις σεξιστικές αναφορές.
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.
Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)
Got a better definition? Add it!
Αυτός που στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθεί να σε αποτρέψει από το να καταναλώσεις ένα συγκεκριμένο προϊόν με το επιχείρημα ότι είναι ανήθικο. Επιτελεί δηλαδή τον αντίθετο ρόλο από τον ίνφλουενσερ.
Μας τα έχει κάνει τσουρέκια ο ντείνφλουενσερ με το διαρκές virtue-signalling του.
Got a better definition? Add it!
Η οφθαλμολαγνία, εννοείται ότι παίρνεις έτσι υλικό και θεματάκι, ώστε όταν απομονωθείς μετά στο σπίτι, να καταφύγεις σε αυνανισμό μέσω φαντασιώσεων από το θελκτικό θέαμα που έχεις δει. Κυρίως ως παίρνω εργασία για το σπίτι.
Τι άλογα στην περατζάδα! Πήραμε μπόλικη εργασία για το σπίτι!
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς ο άσφαιρος άντρας, ο άντρας που δεν μπορεί να κάνει σεξ λόγω ανικανότητας ή υπερβολικού αυνανισμού που τον έχει ξεζουμίσει.
Τον έπαιξε τόσες φορές για πάρτη της που όταν τελικά του κάθησε ήταν αβολίδωτος.
Got a better definition? Add it!
Τον κάνω μολύβι για γράψιμο σημαίνει αυνανίζομαι περιπαθώς και κατ' επανάληψη. Η εικόνα είναι από ένα μολύβι που μπαίνει στην ξύστρα και ξύνεται.
Τον έχει κάνει μολύβι για γράψιμο ο μικρός.
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά για το πέος.
Δεν τον βλέπω πουθενά τον μικρό, μάλλον καθαρίζει το μονόκαννο. (Δες).
Got a better definition? Add it!