Ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming (που με τη σειρά του δηλώνει το jam session) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει στην συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό. Το τζαμάρισμα χρησιμοποιείται λανθασμένα ως συνώνυμο του ζωντανού αυτοσχεδιασμού. Λανθασμένα, γιατί ναι μεν υποδηλώνει τον αυτοσχεδιασμό (σε πραγματικό χρόνο), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσικοί θα συνθέσουν κάτι καινούργιο από το πουθενά, αλλά μπορούν απλά να επανεκτελέσουν κάποια ήδη υπάρχοντα κομμάτια του ρεπερτορίου. Σκοπός του τζαμαρίσματος είναι κατά κύριο λόγο η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών.

Τώρα, ανάλογα και με την προσωπικότητα και την εκτελεστική δεινότητα και φαντασία των οργανοπαικτών το τζαμάρισμα θα κινηθεί είτε προς την αγνή παραγωγή μουσικής (ασχέτως λαθών, καθώς, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, δεν υπάρχει προετοιμασία εκ μέρους των συμμετεχόντων), είτε προς τον χαβαλέ -ο οποίος πολλές φορές στερείται οποιασδήποτε (μουσικής) ουσίας και οποιασδήποτε (μουσικής) αξίας και λόγου ύπαρξης. Πολλές φορές όμως το τζαμάρισμα συνεισφέρει στο δέσιμο των μελών ενός συγκροτήματος και στην παραγωγή πραγματικά αξιόλογης μουσικής, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε υπό τη μορφή ιδεών οι οποίες θα δεχτούν περαιτέρω επεξεργασία σε μετέπειτα χρονική περίοδο.

Το τζαμάρισμα αφορά περισσότερο σύγχρονα μουσικά είδη (ελληνικά και ξένα) και δεν συναντάται στην περίπτωση της κλασικής μουσικής (οι ωδειούχοι έχουν γενικά μία τάση να αποστρέφονται τον αυτοσχεδιασμό. Μάλλον επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν).

Τζαμάρω, στην περίπτωσή μου, σημαίνει γουστάρω να γρατσουνάω την κιθάρα μου. Πράγματι, κάθε φορά που ο Μeerkat έχει σπάσει το φράγμα του χρόνου κι επομένως δεν «ακούει» το παρόν, ο Αlbatross ίπταται σε ύψη όπου δεν φτάνουν ήχοι από τον ταπεινό γήινο κόσμο και η Lizard τρυπώνει βαθιά στο λαγούμι της και φοράει τις ωτασπίδες της, εγώ βγαίνω στην παραλία με την κιθάρα μου, περνάω το βίσμα και αρχίζω το τζαμάρισμα…Ναι λοιπόν, είμαι ο ταραξίας της κοινής ησυχίας των Γκαλάπαγκος! Τελευταία, όμως, ανακάλυψα ότι έχω πολλούς «φίλους και φίλες» στον διαδικτυακό χώρο…

(Πηγή: http://smalliguana.blogspot.com/2008/01/blog-post.html )

Ζητούνται 2 ατομάκια να παίζουν κιθάρα και πλήκτρα για τζαμάρισμα (τι εννοεί;)
να μην είναι μέταλα,
να μήν είναι σκυλιά,
να μην είναι πολύ κουλτουριάρηδες,
να μην σνομπάρουν την ελληνική μουσική,
να είναι μέχρι 35,
να είναι ο ένας κοπέλα και μάλιστα κουκλάρα,
να παίζουν Θηβαίους, Αλκίνοους, Μαγειρίτσες και τα συναφή είδη,
και να ψάχνονται για πρωτότυπα τεμάχια
Με σκοπό να παίζουμε καμιά Παρασκευή σε κανένα κουλαριστό μερος για τον χαβαλέ και ό,τι προκύψει.

Πολλά ζητάω;

(Πηγή: http://www.makemusic.gr/forum/showthread.php?t=533

(από Stravon, 05/09/09)(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που εκφωνείται σε περιπτώσεις, όπου ο ένας εκ των δύο συνομιλητών, είτε λόγω οργανικών αιτιών, είτε άλλων, αδυνατεί να κατανοήσει, να επεξεργαστεί ή να ανταποκριθεί επαρκώς στην αρχική διατύπωση του προφορικού μηνύματος με αποτέλεσμα την διακοπή της επικοινωνίας. Μ' άλλα λόγια, κουρούμπελο η συζήτηση...

Η έκφραση χρησιμοποιείται επίσης και σε περιπτώσεις, όπου ο χρήστης επιθυμεί να δηλώσει κάτι ξεκάθαρα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην υπάρχουν πλέον περιθώρια παρερμηνείας και/ ή παρεξήγησης.

Εικάζεται πως η παραπάνω έκφραση καθιερώθηκε ταυτόχρονα με την διάδοση της επικοινωνίας με ηλεκτρονικά μέσα όπως sms, chat, msn κ.α. και γενικά δηλώνει πως, ακόμη και στο θέμα της αλληλοεπικοινωνίας και της αλληλοκατανόησης, το πάνω χέρι το έχει πλέον η τεχνολογία. Ως άμεση απόρροια των ανωτέρω, εξετάζεται και η αλλαγή διαφόρων πατροπαράδοτων εκφράσεων και ο εκσυγχρονισμός τους, όπως π.χ. στις περιπτώσεις των το πάει το γράμμα ->το στέλνει το e-mail και τον έχω γραμμένο στ' αρχίδια μου -> τον έχω καταχωρήσει στον χαρτοφύλακα μου, κ.ο.κ.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου σε μπαράκι)

- Μα ρε Μαιρούλα, τι σου ζήτησα ρε;
- Όχι. Στο' πα μία, στο' πα δύο, ε τι σκατά θες πια; Να στο πληκτρολογήσω;

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #2, αστικό λεωφορείο)

- Τελικά βγήκες μαζί του;
- Πας καλά με τον χλέμπουρα; Σιγά μη του κάτσω. Μ' έχει φάει ένα μήνα τώρα και δεν ακούει τίποτα. Θα του το πληκτρολογήσω μπας και το πάρει χαμπάρι.

(Απόσπασμα αληθινού διαλόγου #3: Πλατεία Κάνιγγος)

- Κυρία, κυρία να σας πω λίγο...
- Τι θες ρε μαλάκα και μ' έχεις πάρει από πίσω τόση ώρα; Βλέπεις δεν γυρνάω, τι στον πούτσο γουστάρεις πια; Γκαγκά είσαι; Δεν καταλαβαίνεις; Θες να στο πληκτρολογήσω;

(από Stravon, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο οπαδός της hardcore / punk μουσικής (ευρωπαϊκής και αμερικάνικης).

  2. Ο σκληροπυρηνικός. Ο ακραίος ως προς τις απόψεις του, τις ενέργειες του και γενικά τις αντιδράσεις του. (Βλ. εδώ Hardcore)

  3. Η σκληρή πορνογραφία (σήμανση ΧΧΧ, αλλά αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα πράγματα... )

Λέγεται και χαρντκόρι, χαρντκόρ.

  1. Τώρα σειρά έχει να εκπροσωπήσει την Κύπρο ένα άλλο group, οι Hardcore Heads (HCH). Όπως φανερώνει και το όνομά τους, παίζουν πιο σκληροπυρηνικό hip-hop...

  2. Σύμφωνα με τον κύριο Κουίκ, hardcore σημαίνει σκληρό πορνό!!! Μάλιστα! Θα θέλαμε να μάθουμε τότε, ο πυρήνας πώς λέγεται στα αγγλικά;

  3. Πήγα να τους μιλήσω μπας και καλμάρω λίγο τα πράγματα, αλλά οι δικοί σου είναι χαρντκοράδες σε κάτι τέτοια. Αν ο Μάκης δεν βρει τα γκαφρά λίαν συντόμως, τότε βλέπω να κελαηδάνε τα σίδερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συμμετέχω ενεργά (και ενεργητικά) στο ευγενές άθλημα της πολλαπλής και ταυτόχρονης ερωτικής συνεύρεσης με διαφορετικά άτομα, καθώς καλή κι η μαλακία, αλλά με το σεξ γνωρίζεις κόσμο.

  2. Μοιράζομαι με άλλον ή με άλλους κάτι που βρίσκεται σε λιγοστή ποσότητα, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μόνο για ένα άτομο. Για κάποιους το παρτουζάρισμα είναι η απόλυτη ένδειξη αλληλεγγύης και κοινοκτημοσύνης των αγαθών. Οι άλλοι, οι παρτάκηδες, να κόψουν το λαιμό τους, καθώς όπως όλοι γνωρίζουν, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες.

  1. - Είσαι να σου γνωρίσω την φίλη της Μαιρούλας;
    - Παλιά. Την γνώρισα πριν από ένα μήνα, και εγώ και ο Τάκης, με την βιβλική έννοια του όρου...
    - Τι λες τώρα;
    - Την παρτουζάραμε πίσω από τα τρένα...

  2. - Έχω ξεμείνει τελείως. Έχεις κανένα τσιγάρο;
    - Ένα μου 'χει μείνει.
    - Είσαι να το παρτουζάρουμε;
    - Μωρέ ξέρω τι σπαγκάι λάμα είσαι, αλλά έχε χάρη που μου δάνεισες το δεκάρικο προχτές...
    - Κοίτα που το 'χα ξεχάσει τελείως...
    - (Όχι ρε πστ!...)

Louis Ferdinand Celine (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σαυροπανήγυρη δηλώνει την μαζική έξοδο των σαυρών και λοιπών σαυροειδών στον έξω κόσμο, είτε κατά τη διάρκεια της ημέρας είτε κατά της νύχτας, στους δρόμους, στις πλατείες και στα εντευκτήρια των αστικών (ή/και των τουριστικών / παραθεριστικών / παραλιακών) κέντρων, δια σκοπόν διασκέδασης και/ή εξεύρεσης κανενός φουκαρά που: δεν θα βλέπει μπροστά του, θα είναι τύφλα, θα έχει να δει κοκό κάτι χρόνια, ή θα είναι από αυτούς που γαμάνε μόνο τον Αύγουστο.

Η σαυροπανήγυρη διαθέτει και μία ακόμη κατηγορία: την φραγκοσαυροπανήγυρη, η οποία υποδηλώνει την αθρόα καλοκαιρινή (κυρίως) εισβολή σαυρών εκ Φραγκίας στα ελληνικά αστικά κέντρα και στα καμένα κάμπινγκ. Η κοινωνιολογία της μαζικής συγκέντρωσης στα εν λόγω μέρη δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς οι τιμές αυτών εναρμονίζονται πλήρως με τις οικονομικές τους δυνατότητες, οι οποίες, με την σειρά τους, παίζουν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση της σαυρίσιας ύπαρξής τους. Όσο πιο καλοζωισμένες, τόσο λιγότερο σαύρες, αν και θα πρέπει να αναγνωριστεί πως η παραπάνω διατύπωση δεν αποτελεί ντε και καλά αξίωμα, καθώς ο κανόνας παρουσιάζει αρκετές εξαιρέσεις.

Η σαυροπανήγυρη συναντάται επίσης και ως σαβουροπανήγυρη.

  1. - Πάμε για κανά ποτάκι;
    - Μπα, δεν παίζει. Θα μπλέξουμε στη σαυροπανήγυρη και δεν θα βρούμε ούτε τασάκι άδειο.

  2. - Έχεις παρατηρήσει πως μόνο σαυροτουρίστριες έρχονται σ' εμάς; Τι ξεπεσμός είναι αυτός ρε πστ!...
    - Εμ έτσι είναι. Στη Βιλαρίμπα μουνοπανήγυρη και στο Βιλαμπάχο σαυροπανήγυρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φάλτσος (είτε λόγω απειρίας είτε λόγω γηρατειών) ιεροψάλτης.

Ο βυζαντινοφωνίξ είναι ο ιεροψάλτης που σε ξυπνάει βάναυσα τις (πολύ) πρωινές ώρες της Κυριακής αν τύχει και μένεις κοντά σε εκκλησία, ή αν η τοπική εκκλησία διαθέτει και ευλογημένα εξωτερικά μεγάφωνα. Οι ήχοι του βυζαντινοφωνίξ είναι τόσο πλάγιοι που κοντεύουν να πέσουν κάτω, και στο άκουσμα τους ο μαρμαρωμένος βασιλιάς ξυπνάει όχι για να πάρει την Πόλη, αλλά για να πάρει τον πούλο και να ζητήσει πολιτικό άσυλο ως έκπτωτος μονάρχης.

Η ονομασία βυζαντινοφωνίξ προέρχεται από τον Κακοφωνίξ, βασικό χαρακτήρα / σύμβολο της απανταχού φαλτσαδούρας και - σύμφωνα με κάποιος κύκλους - πρώτο αυθεντικό χεβιμεταλλά στην ιστορία της ένατης τέχνης. Οι ιστορικοί της τέχνης δεν έχουν ακόμη αποφανθεί για το ορθόν της άποψης.

  1. Με ξύπνησε ο γαμημένος ο βυζαντινοφωνίξ χτες το πρωί και του' συρα όχι απλά καντήλια, αλλά ολόκληρο μαγαζί εκκλησιαστικών ειδών... μα είναι πράγμα αυτό, από τις έξι το πρωί να ακούω τις άγιες γκαρίδες του;

  2. Ρε αυτός είναι τόσο βυζαντινοφωνίξ που ψέλνει και αναχαιτίζει τούρκικα μαχητικά πάνω απ' τα Τρίκαλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερζάμπλουτος, ο καρακαπιτάλας, αυτός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του απλά ένα νησί, αλλά ολόκληρη την Πολυνησία και πάνω απ' όλα: δεν ντρέπεται καθόλου μα καθόλου να το δείξει.

Η ετυμολογία της λέξης δεν κάνει διαχωρισμό μεταξύ αυτών που έχουν γεννηθεί με το χρυσό κουτάλι στο στόμα, ή αυτών που αποκαλούνται κοινώς νεόπλουτοι. Το καπιταλόσκυλο είναι απλά ένας ακόμη φορέας του υπαρκτού καπιταλισμού, που δεν σταματάει μπροστά σε τίποτα και δεν λογαριάζει και τίποτα προκειμένου να βγάλει κέρδος και να προωθήσει τα αγαθά του καπιταλισμού. Είναι ο βέρος νεοφιλελεύθερος, ή μάλλον η πιο καθαρή ράτσα νεοφιλελεύθερου που μπορεί να προκύψει. Είναι αυτός που θα σε δαγκώσει αν δει πως χάνει έστω και ελάχιστο περιθώριο κέρδους. Και το χειρότερο απ' όλα (όπως τουλάχιστον φάνηκε από τα πρόσφατα διεθνή γεγονότα): είναι εξαιρετικά ανθεκτικό στις φόλες...

ΦΑΤΕ ΤΑ ΚΑΠΙΤΑΛΟΣΚΥΛΑ! ΓΕΜΙΣΤΕ ΦΟΛΕΣ ΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εξαιρετικά ογκώδης άνθρωπος, είτε λόγω σωματικού πάχους, είτε λόγω εξαιρετικά πρησμένων μυών, ως απόρροια της εκγύμνασης με βάρη σε συνδυασμό με χρήση συμπληρωμάτων διατροφής (για να τηρήσουμε έστω έναν ελάχιστο βαθμό πολιτικής σαθρότητας...).

Η ονομασία χουλκ προέρχεται από την κάκιστη μετάφραση του αγγλικού Hulk (ήτοι ογκώδης, βαρύς, σωματώδης άνθρωπος, μαντράχαλος) στα τα παλιά εικονογραφημένα αριστουργήματα των εκδόσεων Καμπανά. Τελικά η συγκεκριμένη απόδοση κυριάρχησε στον ελληνικό χώρο, μέχρι την επανέκδοση του περιοδικού από την Μαμούθ Κόμιξ με την σωστότερη ηχητικά απόδοση ως Χαλκ, η οποία προκάλεσε σάλο μεταξύ του αναγνωστικού κοινού, συντελώντας στην έναρξη ενός μίνι εμφυλίου πολέμου που διαδραματίστηκε στις σελίδες της αλληλογραφίας του περιοδικού.

Παρότι ο εξαιρετικά ογκώδης λόγω πάχους είναι ως έννοια διαμετρικά αντίθετη με τον ογκώδη λόγω μυϊκού όγκου, αυτό δεν εμποδίζει την σημασιολογική -μέσω της χρήσης της λέξης- εξίσωση των δύο άκρων. Επίσης, η λέξη χουλκ χρησιμοποιείται περισσότερο αναφορικά με το αρσενικό φύλο και σε σπανιότερες περιπτώσεις με το θηλυκό.

  1. - Πώς έχει γίνει έτσι ο Τάκης;
    - Αφού έχει να βγει από το σπίτι 2 μήνες, όλη μέρα τη βγάζει με WoW και ντελιβεριές... αν τον δεις, σαν τον Χουλκ έχει γίνει από τα σουβλάκια.

  2. - Ρε συ, εγώ τον Υάκινθο τον θυμάμαι στο σχολείο να πίνει στα διαλείμματα το νουνού του και προχτές τον πέτυχα πορτιέρη στο κλαμπ, ένα ντερέκι με κάτι μπρατσόνια χοντρά σαν το πόδι μου. Τι μεταμόρφωση ήταν αυτή;
    - Έχεις χάσει επεισόδια... το 'ριξε στο σφίξιμο και μία μέρα σκάει μύτη σαν τον Χουλκ... φοβόμασταν να τον κοιτάξουμε σου λέω...

  3. - Άντε κουνήσου ρε τρόμπα να χάσεις κανένα κιλό, που μου 'σαι σαν τον Χουλκ!

  4. - Μ' αυτά που του δίνουνε εκεί μέσα, θα τον δεις μία μέρα να σκίζει τα ρούχα του σαν τον Χουλκ...

Δέν σας έχω ανάγκη... Γιατί \'μαι ο Χούλκ! (από vikar, 27/08/09)(από Khan, 27/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα διάφορα γαλακτοκομικά προϊόντα, καθώς και τα προϊόντα κρέατος που προέρχονται από τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Σουηδία, Δανία, Φιλανδία, Γερμανία κλπ), όπως π.χ. αυτό το άσπρο τυρί που θέλανε να κατοχυρώσουνε ως φέτα, τα διάφορα βοδινά / χοιρινά / κοτόπουλα και γάλατα που μπορεί κανείς να βρει στα διάφορα σουπερμάρκετ βορειοευρωπαϊκών αλυσίδων, καθώς και τα προϊόντα τροφίμων που πωλούνται στο γνωστό και ακατανόμαστο υπερκατάστημα επίπλων και οικιακού εξοπλισμού που βρίσκεται στο εμπορικό πάρκο του αεροδρομίου «Ελευθέριος Βενιζέλος».

(Απόσπασμα πραγματικού διαλόγου στο εστιατόριο του προαναφερθέντος υπερκαταστήματος)

- Αυτή η φέτα που σερβίρουν είναι και αυτή σουηδική;
- Αμέ. Κατευθείαν απ' τη στάνη του Μπάρμπα-Jørgen.

(από Khan, 21/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση παρεμφερής με τις εξής: «Έτσι, να έχουμε να λέμε», «έτσι, για την παράδοση», «έτσι, για να λέμε ότι το κάναμε» (ή μάλλον για να πουλάμε μούρη σε τρίτους ότι το κάναμε / για να μην μας κράζουν ότι και καλά δεν το κάναμε).

Η παράδοση (το φολκλόρ) αναφέρει πως αυτή η φράση, με την σημασία που αναγράφεται στην επάνω παράγραφο, εκστομίστηκε πρώτη φορά από αγνώστους σχολής φοιτητές στην Πάτρα.

  1. Και του λέω, τρέχα όσο θες: η συγκεκριμένη, αν δεν έχεις γκάμπριο, σκάφος, 1.000.000 γιούρα σε ελβετική τράπεζα και θείο τον Βαρδινογιάννη, δεν σου κάθεται ούτε σε χίλια χρόνια. «Εγώ θα το κάνω το πέσιμο», μου απαντάει, «έτσι, για το φολκλόρ».

  2. — Του είπα ότι αυτή την περίοδο ασχολούμαι με το τρίτο μεταπτυχιακό μου στις κατσαρίδες των Ιμαλαΐων.
    — Τι κατσαρίδες είναι αυτές;
    — Ούτε που ξέρω, έτσι, για το φολκλόρ το είπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified