Συντετμημένη, τρόπον τινά συνθηματική, ἐκδοχὴ τοῦ μουνοβοσκός, ἤγουν τοῦ ἀγαθοῦ ἐκείνου τύπου ποὺ πηγαινοφέρνει τὶς γκόμινες, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπολαμβάνῃ τπτς γιὰ τὸν κόπο του. Πρόκειται δλδ γιὰ καληνυχτάκια καὶ γκομενοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ φέρῃ τὴν στολὴ καὶ τὰ διάσημα τοῦ ἐνδόξου σώματος τῆς Γκομενοφυλακῆς, φέρει ἁπλῶς γκλίτσα, διὰ τὸ σαλάγημα τῶν μουνιῶν (νὰ δῶ, βρὲ πστδοι, ποῦ θὰ βρῆτε μῆδι κατάλληλο).

Ἀπὸ τὸ βοσκὸς παράγεται καὶ τὸ ρῆμα βόσκω, μόνο, φυσικά, μὲ τὴν ἔννοια κυκλοφορῶ ἢ πηγαινοφέρνω τὰ μουνιδάκια, χωρὶς νὰ βάζω τὸ δαχτυλάκι μου στὸν ἀφαλό τους. Τὸ ρῆμα αὐτὸ χρησιμοποιεῖται καὶ μεταφορικῶς, ὡς ἀμετάβατο καὶ μεταβατικό, γιὰ νὰ δηλώσῃ ὅτι τὸ ὑποκείμενο πηγαινοφέρνει τὸ ἀντικείμενο, ἢ πηγαινοέρχεται, μὲ κάποιο σκοπὸ, χωρὶς νὰ τὸν πραγματοποιῇ.

- Δυὸ μήνους τὶς σαλαγᾶς τὶς γκόμινες, ρὲ Βαγγέλα· βοσκός κατήντησες μαδερφάκι μου!
- Τί νὰ κάνω ρὲ Γιωργάρα; Τὸ τάβλι θέλει ὑπομονή, κι ἡ γκόμινα κυμῆγι.

(Ὁ μεσίτης)
- Κύριε Κώστα, σᾶς ἔχω δείξει 30 οἰκόπεδα, τὸ ἕνα καλλίτερο ἀπὸ τὸ ἄλλο, καὶ δὲν ἀποφασίζετε...
- Ἀκοῦστε κύριε Νῖκο, χρειάζεται ὑπομονή· ἐγὼ τώρα τὰ τριγυρίζω· τὰ ψωνίζω· τὰ βόσκω. Μόλις μαλακώσουνε οἱ πωληταί, θὰ δείξω φῶς.

(μπεε) (από patsis, 21/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Προέρχεται ἐκ παρομοιώσεως μὲ τὴν παλαιότερα περιζήτητη μικρὴ καὶ σφικτὴ μπάμια Μπογιατίου (νῦν Ἅγ. Στέφανος Ἀττικῆς), ἄλλωστε τὸ λῆμμα ἀπαντᾶται ἐπισήμως καὶ στὴν πλήρη μορφή του: Μπάμια Μπογιατίου, τὸ ὁποῖον στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἠχεῖ ἀκόμη πιὸ καλιαρντό (ἐξωτικό), μιᾶς καὶ ἐλάχιστοι θυμοῦνται πιὰ τὸ Μπογιάτι ὡς τοπωνύμιο, ἴσως δὲ ἀκόμη λιγότεροι ὡς ποίημα (Τὸ θέαμα τοῦ Μπογιατίου ὡς κινουμένου τοπίου).

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, τουτού. Ἄλλες λέξεις (κατά τινας καλιαρντόμορφες), ὅπως φίφα, λιλί, λιλίκα, λιλικάκι κλπ δὲν μαρτυροῦνται εἰς τὴν καλιαρντή, ἀποτελοῦν δὲ μᾶλλον babytalk.

Ἀντίθετον τὸ γούδα, συναντώμενον καὶ ὡς γουδούμπα καὶ ὡς γουδέλα.

Δανείζομαι ἀπὸ τὸν Johnblack, διότι εἶναι κορυφαῖο:

Φιλικὴ ἐρώτησι σὲ κίναιδο:
- Παίζει καμιά γουδούμπα τελευταία ή μόνο με μπάμιες τη βγάζεις; Ἀπάντησις: - Ἄστα τζόνι μου, τόσες μπάμιες που 'χω μαζέψει, μόνο εγώ κι ο Μπαρμπαστάθης!

παρτε κοσμε φρεσκο και σπαρταριστο (από ο αυτοκτονημενος, 17/01/10)Και Ιντεραράπικαν και Ομπάμιας: Σχήμα οξύμωρο! (από Khan, 19/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΠΑΣΟΚοσλανγκικὴ λέξις τῆς Ἀντρεϊκῆς περιόδου, κατὰ κόρον χρησιμοποιηθεῖσα, ἰδίως σὲ μεγάλες, μπαλκονᾶτες προεκλογικὲς συγκεντρώσεις ἀπὸ τὸν ἱδρυτή τοῦ κινήματος. Ὑπενθυμίζω ὅτι τὸ ὄνομά του συνήθως δὲν προφέρετο Ἀνδρέας Παπανδρέου, ἀλλὰ σκέτο Ἀντρέας ἀπὸ τοὺς εὐμενῶς διακειμένους, ἢ σκέτο Παπαντρέας ἀπὸ τοὺς ἀντιπάλους.

Στὸ χρονοντούλαπο λοιπὸν τῆς ἱστορίας ἐπρόκειτο σταθερῶς νὰ τοποθετηθῇ ἡ δεξιά, ἡ ἀλλέως πέως καλουμένη καὶ ἐπάρατος. Αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις εἶχαν κάνει τότε ἐντύπωσι στὸν κοσμάκη, καὶ κάποιοι ἄρχισαν νὰ τὶς λένε στὰ καφφενεῖα κι έτσι. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ γενικευθῇ ἡ χρῆσι τους μὲ εἰρωνικὸ περιεχόμενο, καὶ ὄχι πολὺ ἀργότερα νὰ ἀτονήσῃ.

Τὸ ἰδεολογικὸ περιεχόμενο τῆς ἐκφράσεως συνίσταται στὴν ἰδέα περὶ γραμμικότητος τῆς Ἱστορίας. Ἡ Ἱστορία νοεῖται ἐδῶ μὲ τὴν θεολογική, μαρξιστική της ἔννοια. Ἡ κατάστασι, ποὺ θὰ προέκυπτε μετὰ τὴν εἰσαγωγὴ τῆς δεξιᾶς μέσα στὸ χρονοντούλαπο, ἐβιώνετο ὡς κάτι τὸ μόνιμο καὶ ὁριστικό, μὲ παραδείσιο χαρακτῆρα, διότι ἔτσι θὰ ἐξησφαλίζετο ἡ διαρκὴς εὐτυχία τοῦ λαοῦ, ἐφ' ὅσον «στὶς 18» θὰ ἐνεκαθίστατο πλέον ὁ «Σοσιαλισμός».

Ἡ δεξιὰ ἐθεωρεῖτο ὑπὸ μεγάλης μερίδος τοῦ λαοῦ ὡς ἐπάρατος, διότι, στὸ πλαίσιο τῆς γενικότερον ἐπικρατούσης ἐν Ἑλλάδι μεταπρατικῆς (κομπραδόρικης, τὸ ἔλεγε ὁ Ἀντρέας, ὁ Καραμπελιάς, ὁ Ψιρούκης κλπ ἐξωκοινοβουλευτικοί) ἰδεολογίας, ἔλαβε πάντοτε θέσεις ἐξυπηρετοῦσες τὸν ξένο παράγοντα. Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἔπραξαν τὸ ἴδιο, στὸν βαθμὸ πού, κάποια στιγμή, τοὺς ἐνηγκαλίζετο ἡ μεταπρατικὴ ἀστικὴ τάξις (τὸ ἐντόπιο στήριγμα τοῦ ξένου παράγοντος), ἢ ἡ ἐξ ἀνατολῶν Ἄρκτος.

Τὸ πλῆθος:
«Στὶς 18 Σοσιαλισμός» (bis)
Ὁ Ἀντρέας:
«Ναί, λαὲ τῆς Θεσσαλονίκης, λαὲ τῆς Ἑλλάδας, στὶς 18 θὰ φέρουμε τὸ σοσιαλισμό καὶ ἡ δεξιὰ θὰ καταδικαστῆ στὸ χρονοντούλαπο τῆς Ἱστορίας».
(Ἰαχὲς καὶ ἀλλαλαγμοὶ χαρᾶς, ἀπὸ κάτω).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκικὴ γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπιρρήματος «εὐρέως».

Φαντάζομαι πὼς εἶναι Ἑβραῖος γνωστὸν ὅτι ὁ πούστης καθέτου εἶναι ἀρχίδια τὴν γεωμετρίαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξενέρωτη καὶ γελοία αμερικλανιά, συνιστῶσα παρ' ἡμῖν ἰατρονοσηλευτικὸ slang.

Σημαίνει ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἀτυχεῖ βαρέως καὶ πρέπει νὰ σπεύσῃ ἐπὶ τόπου ἡ ἤδη προκαθωρισμένη ἰατρονοσηλευτικὴ ὁμάδα CPR, δλδ Καρδιο-αναπνευστικῆς ἀνανήψεως. Ὅλα παγώνουν ἐκείνη τὴν ὥρα. Παγώνουν καὶ ὅσοι γνωρίζουν τί σημαίνει ἡ ἐκφώνησι ἀπὸ τὰ μεγάφωνα «Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α» (μὲ ἐπανάληψι).

Ἀποτελεῖ κατὰ λέξιν μετάφρασι τῆς ἐκφράσεως «Code blue», δῆθεν γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνουν καὶ ἀνησυχοῦν οἱ «ἄσχετοι» (lay persons). Ἀρκετά παλαιότερα θυμᾶμαι ὅτι στὴν Ἀμερική λεγόταν «Code red», τὸ ἄλλαξαν ὅμως, προφανῶς για ξεκάρφωμα, ἴσως καὶ γιὰ νὰ μή μπερδεύονται μὲ τὴν ἔκφρασι «Red tape», ποὺ χαρακτηρίζει τὴν ἐκεῖ γραφειοκρατικὴ καθυστέρησι.

Σὲ περίπτωσι ποὺ ὁ κωδικὸς μπλὲ ἀποδειχθῇ πούτσες μπλέ, ὑπάρχει σαφὴς διοικητικὴ ἀπαγόρευσι γιὰ ἐρωτήσεις ποὺ θὰ φέρουν σὲ δύσκολη θέσι αὐτὸν ποὺ τὸν «χτύπησε» (= σήμανε). Παρὰ ταῦτα οἱ καλοὶ συνάδελφοι τοῦ ρίχνουν τὸ σχετικὸ «κωλοδάχτυλο», μὲ ὅλη τους τὴ συμπάθεια κι εγώ σ' αγαπώ.

Ἀπὸ τὰ μεγάγωνα τοῦ νοσοκομείου:
«Προσοχὴ παρακαλῶ! Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α. Ἐπαναλαμβάνω: Κωδικὸς μπλέ στὸν 4ο Α»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τὸ παρὸν νὰ ἀναγνωσθῇ ἀφοῦ προηγουμένως ἔχετε μελετήσει τὸ λῆμμα χεσοκαβάντζα.

Ὡς ναρκοπέδιο χαρακτηρίζεται περιοχὴ ἐλευθέρου κάμπιγκ τόσο πυκνοχεσμένη, ποὺ δὲν μπορεῖ κανεὶς πλέον ὄχι σκηνὴ νὰ στήσῃ, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ προσεγγίσῃ.

Ἡ μόνη δικαιολογία ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ κάποιος γιὰ νὰ πάῃ ἐκεῖ νὰ κατασκηνώσῃ, εἶναι νὰ εἶναι κοπρολάγνος ἢ νὰ ἀνήκῃ στὸν Ὅμιλο Ἀνωμάλων Μυριστῶν.

- Ἐδῶ κύριοι εἶναι ἡ παραλία τῆς Βλαχιᾶς (Β. Εὔβοια, Αἰγαῖο μεριά). Μέχρι τὸ `82 ἐχόμαστε μὲ τὰ μουλάρια ἀπ' τὸν Ἄϊ Γιάννη τὸ Ρῶσσο. Τώρα ὁ δρόμος εἶναι μεγάλη εὐκολία. Κατασκηνῶστε.
- Ποῦ ρὲ θεῖο; Ἐδῶ εἶναι ναρκοπέδιο!

βλ. και νάρκες, τούρτα, κουρατζίνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τεμπέλη καὶ κοπρίτη, ποὺ ἔχει ὡς χαρακτηριστικό, ὅτι τὸ καλοκαῖρι πιάνει τοὺς ἴσκιους καὶ ἀρέσκεται ἰδίως στὶς δροσερὲς πεζοῦλες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βρίθουν οἱ πλατεῖες τῶν χωριῶν μας, τὰ σοκάκια καὶ τὰ ξάγναντα τῆς ἑλληνικῆς ὑπαίθρου. Δὲν ἁρμόζει ὡς ἀστικὸς χαρακτηρισμός. Εἶναι τύπος συμπληρωματικὸς τοῦ λιακαδόρου, μὲ τὸν ὁποῖον μπορεῖ νὰ συναντηθῇ μόνον τυχαίως, διότι κυκλοφοροῦν σὲ ἄλλα στέκια, εὐδοκιμοῦν ἄλλη ἐποχή, καὶ ἔχουν διαφορετικὴ θερμορύθμισι.

Τὸ ἔτυμον προφανές, ἀπὸ τὸ «δροσερὴ πεζοῦλα», καὶ ὁ ἀγαπῶν αὐτήν, δροσοπεζούλας. Τεχνικά, θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφρασθῇ καὶ σὲ πιό vulgaire ὗφος, μὲ ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔχω ποτὲ ἀκούσει.

Ὁ χαρακτηρισμὸς δὲν χρησιμοποιεῖται ποτὲ γιὰ τεμπέλες γυναῖκες, διότι παραδοσιακῶς αὐτὲς εἶναι περισσότερο περιορισμένες στὸ σπίτι καὶ στὸν ἄμεσο περίγυρο, καὶ δὲν συνηθίζεται νὰ δροσίζουν τὰ ὀπίσθιά των εἰς τὶς πεζοῦλες. Ἐπίσης, εἶναι ἀρκετὰ λιγότερο πιθανὸ νὰ βρεθῇ τεμπέλα γυναῖκα στὸ χωριό, σὲ σύγκρισι μὲ τοὺς πανταχοῦ παρόντες κηφῆνες, ἐξ ὧν ἐτυμολογεῖται καὶ τὸ κηφηνεῖον (καφενεῖον). Ἂν βρεθῇ καὶ καμμία τεμπέλα, αὐτὴ θὰ χαρακτηρισθῇ περισσότερο ὡς ἀνεπρόκοπη καὶ μούχλα, καθὼς καὶ ἐκ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς φυγοπονίας, πχ ἀμαγέρευτη, ἄπλυτη, ἀσκούπιστη (οἱ χαρακτηρισμοὶ αὐτοὶ εἶναι slang κατὰ τοῦτο, ὅτι δὲν ἰσχύουν κατὰ κυριολεξίαν· δηλ. ἄπλυτη σημαίνει αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει κάνει τὴ μπουγάδα της, καὶ ὄχι τὴν ἀτομική της καθαριότητα).

Ὀπτικῶς, ὁ δροσοπεζούλας παραπέμπει σταθερὰ σὲ φαρδόκωλο ἄνδρα, διότι ἀλλέως πέως, πῶς θὰ ἀπελάμβανε τὴν δρόσον τῆς πεζούλας, μὲ μικρὴ ἐπιφάνεια ἐπαφῆς (;) Εἶναι ἐπίσης σύνηθες, νὰ φέρῃ κλαδάκι βασιλικοῦ ἢ ματζουράνας ἢ ἀρμπαρόρριζας πάνω ἀπὸ τ' αὐτί, διότι ἔχουν κι αὐτὰ δροσιά, μυρίζουν καὶ ὡραῖα, καὶ ὁ δροσοπεζούλας εἶναι ρέκτης καὶ φιλήδονος τύπος.

Ἐπίσης, ρέπει ὁ δροσοπεζούλας εἰς τὴν θυμοσοφίαν, τὴν θεωρητικολογίαν τὴν τερατολογίαν καὶ τὸν ξερολισμόν, διότι σπανίως βρίσκεται μόνος του, καὶ οἱ ἐν συνόδῳ δροσοπεζοῦλες κάτι πρέπει νὰ λένε μεταξύ τους, ἄσε ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε καὶ ἀνταγωνισμός. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ μερικὰ πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι δύσκολο νὰ κατηγορηθῇ τὸ εἶδος αὐτὸ τεμπέλη: Ἡ χαρτοπαιξία, ἡ οὐζο-κονιακο-ρακοποσία καὶ ἡ ἀκατάσχετος πολιτικολογία εἶναι μερικὰ ἀπὸ αὐτά, τὰ ὁποῖα εὐδοκιμοῦν περισσότερο στὸ περιβάλλον τοῦ κηφηνείου.

Ὁ χαρακτηριστικὸς δροσοπεζούλας ἔχει ἐργασθῆ ἀπὸ ἐλάχιστα ἕως καθόλου, ἀναπολεῖ δὲ τὰ «χρόνια» τοῦ μόχθου μὲ νοσταλγία, καὶ συχνὰ ἀναφέρεται σ' αὐτά, πῶς πχ πλένανε στοίβες πιάτων στὴν Ἀμερική, πῶς διεκπεραιώνανε τόνους ἐγγράφων στὸ Δημόσιο, μέχρι ποὺ βγῆκε στὴ σύνταξι μὲ κάποιο εὐεργετικὸ νόμο ἢ εὐεργετικὴ κομπίνα.

Σύγκρισις λιακαδόρου καὶ δροσοπεζούλα, ἀντιστοίχως (φυσικά, ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις):

  • Ψυχρόαιμος : Θερμόαιμος
  • Νωχελής : Ζωτικός, κινητικός
  • Δὲν δείχνει ἐνδιαφέρον, βαρυέται : Ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλα, δὲν βαρυέται καθόλου
  • Ἀπρόθυμος γιὰ ὁμιλία : Ὁμιλητικότατος
  • Ἐσωστρεφής : Ἐξωστρεφής
  • Ἀπαντᾶται στὶς λιακάδες, κατὰ τὶς ψυχρότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους : Ἀπαντᾶται στοὺς παχειοὺς ἴσκιους καὶ στὶς πεζοῦλες, κατὰ τὶς θερμότερες ἐποχὲς τοῦ ἔτους.

- Μῆτσο, ἔχουμε ρὲ καναγκαλὸν ἡλεκτρολόγο;
- Ναί, ἀμέ, τὸν Ἀρίστο.
- Ἄσε ρὲ τὴ ντρέλα σου, μ' αὐτὸν τὸ δροσοπεζούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται ἴσως διὰ τὸ γνωστότερον καὶ παλαιότερον κράξιμον, εἰδικῶς διὰ κιναίδους, τὸ ὁποῖο δὲν ἀκούεται πλέον, μιᾶς καὶ τὰ πράγματα ἤλλαξαν πρὸς τὸ πουστότερον. Ἡ κανονικὴ ἐκφορά του εἶναι ἀρχικῶς μακρόσυρτος, μὲ αὔξουσαν ἔντασιν καὶ ὄξυνσιν τῆς ποιότητος τῆς πρώτης συλλαβῆς, παρὰ τὴν περισπωμένην, ἥτις ἐδῶ τυπικῶς μόνον τίθεται: «Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!». Συναφὴς καὶ ἡ ὀλιγότερον εὔχρηστος ἐκφώνησις: «Τσαπέέέέλες!!!!!». Παραλλαγὴ εἰς τύπον μιλητοῦ κραξίματος μεγαλοφώνως, διὰ κάρφωμα: «Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή! »

Παρά τὰς μακροχρονίους ἐρεύνας μου, ὁ τρόπος συσχετίσεως τοῦ σύκου καὶ τῆς συκέας μὲ τὸν κίναιδον παραμένει ἄδηλος. Συμφώνως πρὸς ἐξεζητημένην τινα ἐκδοχήν, τὴν ὁποίαν θέτω εἰς τὴν κρίσιν τοῦ σλαγκεπωνύμου πληρώματος ἐλλείψει ἄλλης καλλιτέρας, τὸ ὥριμον καὶ μελίρρυτον σῦκον, τοῦ ὁποίου ὁ ἰξώδης χυμὸς προβάλλει αἰδημόνως ἀπὸ τὴν μικρὰν ὀπὴν εἰς τὸ κάτω μέρος τοῦ καρποῦ, παρομοιάζεται μὲ τὸν κίναιδον, τοῦ ὁποίου ἔχει κατέβει ἡ γλύκα πίσω εἰς τὴν ροδέλαν καὶ ὑπερχειλίζει. Ἡ ἔρευνα συνεχίζεται.

Τὸ παραδοσιακὸν κράξιμον ὑπῆρξε μεγάλη ἀτραξιὸν κατὰ τὸ παρελθόν. Ὑπὸ τὴν ἤδη ἐκτεθείσαν μορφήν του ἦτο καλόηθες καὶ ἀναμενόμενον ὑφ’ ὅλων τῶν δεδηλωμένων ἀδελφῶν ψυχῶν. Εἶναι σφᾶλμα νὰ πιστεύεται ὅτι ἡ κραζομένη κροτάλω, λουμπίνα, ἐτροῦσκα, τζαζκαραμπαζοῦ κλπ δυσηρεστεῖτο ἢ ἀλλέως πῶς ἔφερε τοῦτο βαρέως. Τοὐναντίον μάλιστα, ὑπέφερε μέχρι καταθλίψεως, μετὰ συναισθημάτων ἀναξιότητος καὶ μηδενισμοῦ, ἂν δὲν ἐκράζετο ἐπαρκῶς, ἢ ἐκράζετο ἀποκλειστικῶς ὑπὸ τῆς μαρίδας: Τοῦτο ἐσήμαινε ὅτι διήρχετο ἀπαρατήρητος. Μπορεῖ νὰ λεχθῇ μὲ μεγάλην ἀσφάλειαν ὅτι ὁ συνήθης κίναιδος τοῦ δρόμου ἔζη διὰ τὸ κράξιμον. Κατὰ συγγνωστὴν παράφρασιν τῆς Καρτεσιανῆς ρήσεως θὰ ἠδύνατο νὰ λεχθῇ «Κράζομαι, ἄρα ὑπάρχω (καὶ διεγείρω τὰ πάθη καὶ τοὺς (ὁμο)φόβους τοῦ ὁμοφύλου πλήθους)». Μόνον αἱ κρυφαὶ δὲν ἔτεινον εὐήκοον οὖς εἰς τὰ κραξίματα, συνεσταλμέναι γάρ, ἐνίοτε δὲ καὶ βιρτζινόλουμπαι, ἄλλαι δὲ ἔτι ἐντὸς τοῦ φοριαμοῦ διατελοῦσαι (ἑλληνιστὶ in the closet). Εἴς τινας βεβαίως περιπτώσεις, ἐμπνευσμένον τι κράξιμον εἶναι βέβαιον ὅτι θὰ ὤθησε κρυφάς τινας νὰ ἐξέλθωσι τοῦ ἀσφυκτικοῦ καὶ πνιγηροῦ φοριαμοῦ των καὶ νὰ εἰσέλθωσι εἰς τὸ ταράφιον, καθιστάμεναι βαθμηδὸν γκρὰν ταραφόλουμπαι.

Τὸ κράξιμον βεβαίως ἠδύνατο νὰ λάβῃ πολλὰς ἄλλας μορφάς, ἄλλας κλιμακηδὸν καὶ ἄλλας ἐξ ἀρχῆς ὑψηλῆς ἐντάσεως. Μία ἀρκούντως συνήθης κλιμάκωσις ἐπήρχετο κυρίως μετὰ τὴν ἀπάντησιν τοῦ κιναίδου διὰ σκώματός τινος ποικίλης δηκτικότητος, ἐνίοτε δὲ ὑψηλῆς αἰσθητικῆς. Ἡ ἀπάντησις συνωδεύετο ὑπὸ ἐπιτάσεως τῶν κουνημάτων καὶ τοῦ φιλαρέσκου ἀκκισμοῦ, πρὸς ἄφατον τέρψιν τοῦ φιλοθεάμονος κοινοῦ, τὸ ὁποῖον ἔκραζε:
«Σκωτῶστε την μὲ λουκουμόσκονη» ἢ «Πνίχτε την μὲ...» ἢ «Πνίχτε την στὴ....». Μέχρις ἐκεῖ τὰ πράγματα ἔβαιναν ὁμαλῶς καὶ ὅλοι ἀπελάμβαναν τὸ μερίδιόν των ἐκ τοῦ συμβάματος (ἑλληνιστὶ happening).

Ἄλλο κράξιμον, ἰδιαιτέρως ἀξιομνημόνευτον, ἤρχιζε σταθερῶς μὲ τὸ «Ἀλάργα μωρὴ ....» καὶ προσετίθεντο κατὰ τὸ δοκοῦν καὶ τὴν περίστασιν τὰ «σκατόπουστα», «καραλούμπω», «λουμπινίστρα» (< λουμπίνα + κουνίστρα), «ξεκωλιάρα πριγήπισσα» καὶ ἄλλαι παρόμοιαι κακοήθειαι. Εἰς περίπτωσιν δὲ προκλητικῆς ἀπαντήσεως, ὑπερβαινούσης τὰ ἐσκαμμένα καὶ δηλούσης διάθεσιν ἀντιπαραθέσεως πρὸς τὸ κοινόν, ἐνίοτε, ἐλλείψει προχείρου λουκουμοκόνεως, ἤρχιζεν ὁ ἐσφενδονισμὸς ὀπωροκηπευτικῶν καὶ δή ὑπερωρίμων ἢ ἤδη σεσηπότων, ἐξ οὗ καὶ ἡ κλασσικὴ ἔκφρασις «μᾶς πήρανε μὲ τὰ σάπια». Ἡ παρέμβασις τῆς ρούνας (ἀστυνομίας) κατέληγε συνήθως τὴν ἐποχὴν ἐκείνην εἰς μᾶλλον αὐθαίρετον σύλληψιν τοῦ κιναίδου διὰ διέγερσιν τοῦ πλήθους, διὰ προσβολὴν δημοσίας αἰδοῦς, ἀλλὰ καὶ διὰ προστασίαν τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου, ὁπότε καὶ ἐτζάζετο εἰς τὸ ρουνάδικο διὰ ρεβύ [< (γαλ.) revue = ἐπιθεώρησις, ἐξακρίβωσις στοιχείων εἰς τὸ τμήμα). Ὑπῆρξε βεβαίως καὶ μία ἀρκούντως μαύρη ἐποχή (1959-1983), κατὰ τὴν ὁποίαν ἴσχυσε ὁ περιβόητος νόμος 4000, περὶ τεντυμποϊσμοῦ, ὁπότε ἦτο δυνατὸν νὰ συλληφθοῦν καὶ οἱ λόγῳ καὶ κυρίως ἔργῳ κράζοντες.

  1. Συυυυυυυυυῦκα!!!!! Καλὲ συυυυυυυυυῦκα!!!!!

  2. Τσαπέέέέλες!!!!!

  3. Πάρε μιὰ συκιά ἐκεῖ, ρέ! Σὰ δὲ ντρεπόμαστε λέω ‘γώ· συυυῦκα, μωρή!

προφάνουσλυ (από dryhammer, 14/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκύλος στὰ καλιαρντά.

Σὲ πολλὲς περιπτώσεις γιὰ τὴν ἴδια βασικὴ ἔννοια χρησιμοποιοῦνται στὰ καλιαρντὰ διαφορετικὲς λέξεις, ἀναλόγως μὲ κάποια ἰδιαιτερότητα. Ἐν προκειμένῳ λυσσαγμάν λέγεται ὁ σκύλος ποὺ γαυγίζει, ὁ λυσσάρης (καὶ ὄχι ὁ λυσσασμένος) σκύλος.

Προέρχεται ἀπὸ τὴ λύσσα μὲ τὴν ψευτογαλλικὴ κατάληξι –μαν (< -ment).

Ἄλλες ὀνομασίες εἶναι:

  • Γουγουλφάκης, κατὰ χαϊδευτικὴν παρομοίωσιν μὲ τὸν γλυκούλη λύκο, σύμφωνα μὲ τὸ σχῆμα wolf > γούλφης > γουγούλφης > γουγουλφάκης. Γούλφης σημαίνει λύκος (οὐδέτερα, ὡς ζωϊκὸ εἶδος), μὲ ἀναδιπλασιασμὸ καθίσταται προσωποποιημένος λύκος τοῦ παραμυθιοῦ, ἐνῷ μὲ τὴν καλιαρντὴ κατάληξι –άκης μεταλλάσσεται σὲ σκύλο.
  • Ἀγριογουγούλφης λέγεται ὁ ἀγριόσκυλος.
  • Φιντέλης, μὲ ἔμφασι στὴ σχέσι ἀδιαπραγμάτευτης πίστεως τοῦ σκύλου πρὸς τὸ ἀφεντικό του. Ἀπὸ τὸ φιντέλης > φιντελάκης > -λάκης > Λάκης αἰτιολογεῖται καὶ τὸ παλαιότερα συνηθιζόμενο ὄνομα, ποὺ ἔδιναν οἱ ἀδελφὲς τῆς «καλῆς κοινωνίας» στὰ κανίς, πούντλ, πομεράνιαν, τσιουάουα κλπ ἀνθυποράτσες σκύλου ποὺ ἔσερναν κοντά τους. Στὸ κράξιμο ποὺ ἔπεφτε ἀπὸ τὴ μαρίδα στὸ σοκάκι εἶχε μέρισμα καὶ ὁ παντέρμος ὁ σκύλος, διότι τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἔνας Ψοφίξ, ὁ ἄλλος Λυσσάξ, ἐνῷ κάποιος τοῦ ‘ριχνε καὶ κανὰ κλωτσίδι.
  • Γουγούμης, ποὺ εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ἠχομιμητικὸ γιὰ μιὰ ἐκδοχὴ τῆς σκυλίσιας φωνῆς (γούου-γούου), μιᾶς καὶ τὸ γαβγάβης θὰ ἦταν κακόηχο καὶ ὑπὲρ τὸ δέον νατουραλιστικό.

Καὶ μιὰ πουτάνα φέραμε, τὸ γάβγισμα λέγεται γουλφομπεναβία < γουλφομπενάβω, κατ’ ἀναλογίαν πρὸς τὸ μαντὰμ μπεναβία (βλ. παράδειγμα λήμματος σὶκ ρανζὲ ὀριεντάλ).

  1. - Βουέλω βιζιτασιὸν κουραβὲλ στὸ ἐμάντες τσαρδὶ τῆς καμπανίας. Ἀβέλω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ φακές.
    - Ἄχατα, ἄχατα, ἀλλὰ τὸ λοιμόρο τὸ λυσσαγμάν, τὸν ἀγριογουγουλφάκη νὰ τὸν τζάσῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ἀβέλω τζαστιραχοσεκέρι.
    Τουτέστιν:
    - Θέλω νὰ μ’ ἐπισκεφθῆτε γιὰ γαμήσια στὸ ἐξοχικό μου. Θὰ κάνω πάρτυ γιὰ ὀχτὼ καθιστούς, κι ἡ μαμὰ θὰ μαγειρέψῃ fuckιές (παραπλανητικὲς πουστοκουβέντες κενὲς ἀκριβοῦς περιεχομένου, μεστὲς ὅμως νοήματος)
    - Σύντομα, σύντομα, ἀλλὰ τὸν ἀπεχθῆ λυσσάρη σκύλο νὰ τὸν διώξῃς, γιατὶ θὰ τοῦ ρίξω φόλα.
  2. (Λέει ἡ Γκρέτα δυνατὰ στὸ μισοριξιὰΨοφίξ)
    - Λάκη, γάβγισε τὸν κύριο (ἐννοοῦσε τὸν Ἀλβανό, ποὺ δὲ μάσαγε), νὰ πιάσουμε παρτίδες!

Τσου ρε φιντελάκη! (από Khan, 27/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ἡ ἔμμηνος ρῦσις στὰ καλιαρντά.

Στὴν παραστατικότατη αὐτὴ λέξι ἀνακατεύεται παρετυμολογικῶς ὁ κο(υ)μμουνισμός, τὸ μουνὶ καὶ τὰ σκέλη! Πρβλ. καὶ ξενικὲς συσχετίσεις κομμουνισμοῦ καὶ ἐμμήνων στὶς ἐκφράσεις «the russians are coming» ἢ «the reds are here».

Ἄλλες λέξεις τοῦ λουμποταραφίου γιὰ τὰ ἔμμηνα εἶναι: Τὸ ἐπίσης παραστατικότατο μουνόπασχαμουτζόπασχα, προφανοῦς ἐτύμου, ρουζόσκελη ἢ ρουτζόσκελο (ἀπὸ τὸ γαλλικὸν rouge καὶ σκέλη, πρβλ. ἔκφρασι «she has the red flag») καὶ ἡ καραφροδιτόστασι (στάσι τῆς καραφροδίτης: παῦσι τῶν σεξουαλικῶν σχέσεων τῆς πόρνης, λόγῳ τῶν ἐμμήνων).

Οἱ λέξεις αὐτὲς ἀναφέρονται ὑπὸ τῶν κιναίδων πάντοτε μὲ ἀηδία καὶ μόνο χαμηλοφώνως, σὲ κατ' ἰδίαν σχολιαστικὲς συζητήσεις. Δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ τοῦ συρμοῦ καὶ τοῦ δρόμου, οὔτε ἔχουν χρησιμοποιηθῆ ποτὲ γιὰ κράξιμο, διότι ἁπλῶς οἱ λέξεις αὐτὲς δὲν τοὺς ἀφοροῦν, ἢ ἄντε νὰ ἀφοροῦν κανένα μπινέ (βλ. σχόλιό μου ἐκεῖ).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μπούτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;
- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα.

"Επισκεφτείτε την Σοβιετική Ένωση πριν σάς επισκεφτεί εκείνη" λέγαμε κάποτε... (από Vrastaman, 17/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified