Εκ του λατινικού speculator, ήτοι ο υπασπιστής, διεκπεραιωτής ή κατάσκοπος, ή και με την αρνητικότερη έννοια, ο χαφιές, ο παρατρεχάμενος, κλπ. πάντοτε κάποιου ανωτέρου, αξιωματούχου.
Στη νέα ελληνική, ως ρήμα, χρησιμοποιείται με την έννοια του καιροσκοπώ τυχοδιωκτικά, παραμονεύω, κατασκοπεύω κάποιον για προσωπικό όφελος και κέρδος.
Ως οικονομικο-σλάνγκ έννοια, αντικατοπτρίζεται σχεδόν απόλυτα στην πρακτική αυτού που λέμε «βιομηχανική κατασκοπία». Το ουσιαστικό «σπέκουλα», ως πιο φρέσκια χρηματιστηριο-σλάνγκ έννοια, χρησιμοποιείται ως άμεσο συνώνυμο της κερδοσκοπίας.
«...και σαν δεν έφταναν τα επώδυνα μέτρα της κυβέρνησης, οι γνωστοί χρηματιστηριακοί οίκοι, σπεκουλάρωντας, προχώρησαν σε νέα υποβάθμιση της δανειοληπτικής ικανότητας της χώρας...»