Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το ευτυχές γεγονός, το οποίο διακόπτει μια παρατεταμένη αγαμία. Η χρήση του αφορά και άνδρες και γυναίκες, αλλά ειδικά για γυναίκες χρησιμοποιείται σε φράσεις που χαρακτηρίζουν κάποια ως ανέραστη γεροντοκόρη.

  1. - Μητσάρα, τι έγινε τελικά εχθές; Το πήρες το γκομενάκι;
    - Ναι ρε. Μετά το μπαρ πήγαμε σπίτι της.
    - Άντε ρε πούστη, είδες κι εσύ χαρά στα σκέλια σου μετά από 6 μήνες και βάλε.

  2. - Ρε συ, λες να έχει γκόμενο η θεία;
    - Καλά ρε είσαι σοβαρός; Αυτή έχει να δει χαρά στα σκέλια της από την εποχή του Περικλή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και με την προσθήκη του «ντάλα μεσημέρι».

Χρησιμοποιείται ως εξής:

  1. Για να υποδηλώσει κοπιαστική έως εξαντλητική χειρωνακτική (και όχι μόνο) εργασία (παράδειγμα 1).

  2. Ως σεξουαλικό υπονοούμενο για το άγριο και αχαλίνωτο σεξ (παράδειγμα 2).

  1. - Μάστορα, αύριο έχουμε μπετά στην οικοδομή;
    - Ναι ρε. Βάρα μανέλα από το πρωί.

  2. - Κολλητέ, νομίζω ότι το παρακάνατε με τη Λουκία εχθές. Στο ρετιρέ ακουγόσασταν.
    - Τι να σου λέω. Τα είδα όλα. Βάρα μανέλα ντάλα μεσημέρι. Κλατάρισα. Λουμπάγκο έχω πάθει.

(από dimitriosl, 19/03/10)Μανέλα (από poniroskylo, 21/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται και από το «καλώς τα ζαντολάστιχα».

Η έκφραση προέρχεται από τα αγροτικά αυτοκίνητα που συναντώνται σε διάφορα σημεία της χώρας μας, τα οποία είναι κατεβασμένα (ένα με την άσφαλτο) και φορτωμένα (ειδικά στο καντράν και εσωτερικό του παρμπρίζ) με ό,τι αξεσουάρ πωλείται, καθώς και με κάθε είδους χαϊμαλιά και μπιχλιμπίδια. Απευθύνεται σε άτομα που θέλουμε να ειρωνευτούμε για την εμφάνισή τους. Όχι την φυσική, αλλά για τα ρούχα ή τα αξεσουάρ που φέρουν, είτε επειδή αυτά είναι υπερβολικά πολλά, είτε επειδή είναι κακόγουστα.

Στο καφέ:
Κώστας: - Ρε, έρχεται ο Νίκος. Κοίτα το φοράει ο γύφτος.
Γιώργος: - Μην του πεις τίποτα ρε. Τσατίζεται.
Κώστας: - Καλά. Νίκος: - Γεια ρε. Τι κάνετε;
Κώστας: - Καλώς το Ντάτσουν, καλώς τα ζαντολάστιχα.
Γιώργος: - !!! ΑΑΑΧΑΧΑΧΑ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησή του, το «ΜΙΨΩΜΕΞ».

Πιο ευγενικά: Μικρό πουλί, μεγάλη εξάτμιση.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το χαρακτηρισμό ατόμων (λοβοτομημένων συνήθως) που έχουν ως όνειρο ζωής τους την τοποθέτηση στο αυτοκίνητό τους (πολλές φορές αμφιβόλου κυβισμού ή / και ιπποδύναμης), εξάτμιση η οποία ίσως και να κοστίζει όσο το ίδιο το όχημα.

Με τη χρήση της φράσης υπονοείται πως ο χαρακτηριζόμενος αντιμετωπίζει το αυτοκίνητό του ως υποκατάστατο του ελλιπούς ανδρισμού του.

Συνήθως οι εν λόγω εξατμίσεις ξεχωρίζουν διότι, εκτός του μεγέθους τους, παρέχουν και χαρακτηριστικό θόρυβο (πάντα άνω του επιτρεπόμενου), ο οποίος θυμίζει αυτόν που κάνουν οι πυροσωλήνες εκτόξευσης ρουκετών εδάφους - αέρος. Συνήθως χρησιμοποιείται από τρίτους οι οποίοι ενοχλούνται από τη δεδομένη ηχορύπανση που παράγεται εκ της εξατμίσεως.

Πολλές φορές ο χαρακτηρισμός δεν περιορίζεται μόνο στην εξάτμιση, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με πιο γενικευμένη έννοια, όσον αφορά τα διάφορα αξεσουάρ που φοράει κάποιος στο αυτοκίνητό του.

  1. «ΒΡΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΟΟΟΟΟΟΟΥΟΥΟΜΜΜ!»
    - Ρε το μαλάκα. Το γκαζώνει κιόλας. Ξύπνησε τη μισή Πανόρμου.
    - Τι ψάχνεις ρε κολλητέ. ΜΙΨΩΜΕΞ άτομο.

  2. - Φιλενάδα, θα βγεις με το Χάρη τελικά;
    - Είσαι καλά ρε μαλάκα; Αυτός είναι μικρή ψωλή, μεγάλη εξάτμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρεμφερής όρος με το έλα στον θείο, με τη διαφορά ότι ο παππούς προσδίδει μεγαλύτερο κύρος και δέος σχετικά με το αντίτιμο / βραβείο που λαμβάνει ο προσερχόμενος σε αυτόν. Χρησιμοποιείται κυρίως ως απειλή και σε περιπτώσεις που, αυτός που το λέει, υπονοεί ότι κάτι κακό περιμένει αυτόν στον οποίο απευθύνεται.

Ουδεμία σχέση με το άσμα του πλανητάρχη:

[i]έλα στον παππού
αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού.[/i]

Εδώ.

- Μετά από αυτό που μου έκανες, αν σε πιάσω την έχεις βαμμένη.
- Εδώ είμαι. Έλα στον παππού.

(από dimitriosl, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του «ουρητήριο».

  1. Προσδιορισμός του WC ή του δωματίου ενός χώρου που χρησιμεύει ως WC. Το κατουρητήριο δεν χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως ουρητήριο, εκτός αν διαθέτει μόνο κατρουλιέρα και όχι χέστρα.

  2. ΚΤΕΛ: Τα μαγαζιά στα οποία κάνουν στάση οι οδηγοί των ΚΤΕΛ, όπου εκτός από το σχετικό ξαλάφρωμα των επιβατών, γίνεται και ο ανάλογος τζίρος στο κατουρητήριο, αφού οι επιβάτες αγοράζουν διάφορα άχρηστα πράγματα (που δε θα αγόραζαν ποτέ) και καταναλώνουν αμφιβόλου ποιότητας βρώσιμα είδη.

  1. Στο καφέ: - Παιδιά το κατουρητήριο, πού είναι;

  2. Στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ: - Θανάση, ευτυχώς που πήραμε από το κατουρητήριο φαγητό σε πακέτο, γιατί δεν τον βλέπω να κάνει άλλη στάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το έπος «Ομήρου Ιλιάδα», έτσι υπάρχει και το έπος «Ελληνικής τσόντας Γκουσγκουνιάδα». Είναι ένα έπος γραμμένο από τον ανεπανάληπτο Κ. Γκουσγκούνη, (βλ. Γκουσγκούνης/ Γκουζγκούνης), ήρωα των εφηβικών μας χρόνων. Αποτελείται από σκηνές με τις επιλεγμένες ατάκες - διαλόγους του εν λόγω σταρ, γραμμένες από κορυφαίους σεναριογράφους, αφού ως γνωστόν τοις πάσι, οι ταινίες αυτές έπαιρναν άνετα oscar σεναρίου. Απλά δεν προτάθηκαν ποτέ στην εν λόγω Ακαδημία.

Υ.Γ.
Μου τα είχαν στείλει με e-mail και τα ξέθαψα.

ΣΚΗΝΗ 1
Αλλοδαπή προς Γκουσγκούνη: Fuck me!
Γκουσγκούνης: Σκάσε μωρή μη σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 2
Γκόμενα: Θα μου φέρεις λίγο νερό;
Γκουσγκούνης: Α φιρί φιρί το πας να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 3
Γκουσγκούνης: Γεια σας κορίτσια, ξένες είσαστε;
Γκόμενες: Όχι καλέ, ντόπιες από τη Μυτιλήνη
Γκουσγκούνης: Α! Δηλαδή λεσβίες!
Γκόμενες: Εεε όχι και λεσβίες!
Γκουσγκούνης: Εε αποδείξτε το τότε!

ΣΚΗΝΗ 4
Γκουσγκούνης: Γυναίκα τι φαϊ έχουμε;
Γκόμενα: Μακαρόνια
Γκουσγκούνης: Τη γάμησες!

ΣΚΗΝΗ 5
Ο Γκουσγκούνης, έπειτα από υπόδειξη του σκηνοθέτη, ότι πριν γαμήσει, πρέπει να πει και δυο λόγια για εισαγωγή, ώστε το έργο να έχει πλοκή. Έρχεται η γκόμενα στο σπίτι:

Γκουσγκούνης: Θες αχλάδι;
Γκόμενα: όχι
Γκουσγκούνης: έεεε τότε δεν μένει τίποτα άλλο παρά να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 6
Είναι ο Γκουσγκούνης σε ένα μπαρ. Η γκόμενα πλένει τα ποτήρια και πίσω της είναι ένα ρολόϊ Τοίχου. Ο Γκοσγκούνης προσπαθεί να δει την ώρα. Κάνει δεξιά, κάνει και η γκόμενα δεξιά, κάνει αριστερά, και η γκόμενα αριστερά. Αυτό γινότανε συνέχεια. Ο Γκουσγκούνης είχε συφιλιαστεί απαίσια, τον βλέπει η γκόμενα και τον ρωτάει:

- Γκόμενα: Γιατί είσαι τσαντισμένος;
- Γκουσγκούνης: Γιατί δεν βλέπω την ώρα να σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 7
Βγαίνει ο Γκουσγκούνης από τη θάλασσα με μια γκόμενα. Φοράνε και οι δυο στολή. Όταν η γκόμενα πάει να βγάλει τη μάσκα, τη βλέπει ο μεγάλος και λέει:

- Μη βγάλεις τη μάσκα γιατί θα σου πετάξω τα μάτια έξω!

ΣΚΗΝΗ 8
Ο Γκουσγκούνης έχει ατσαλώσει και λέει στην γκόμενα που την έχει γυρίσει από πίσω:

Βάστα τοίχο, γιατί θα ζμπρώξω γερά!

ΣΚΗΝΗ 9
Ο Γκουσγκούνης, με Γαλλίδα παρτεναίρ σε τσόντα:

Γαλλίδα γκόμενα: aahhh tres joli!
Γκουσγκούνης: Τι ζολή μωρή... ψωλή το λένε!

ΣΚΗΝΗ 10
Ο Γκουζγκούνης, είναι πρώτη μούρη στο πλάνο και φυσικά πηδάει την γκόμενα. Σε μια στιγμή μουρμουρίζει κάπως δυνατά:

- Πω, πω, να είχα μια μπύρα τώρα...

ΣΚΗΝΗ 11
Ο Γκουζγκούνης είναι και πάλι πρώτη μούρη στο πλάνο και η τύπισσα του κάνει τσιμπούκι. Σε μια στιγμή τελειώνει ο Γκουζγκούνης, οπότε η Tσιμπουκίδου γυρνάει και αρχίζει να τα φτύνει. Η ατάκα που ακολουθεί απογειώνει τον αισθησιασμό της, ούτως ή άλλως, ρομαντικής σκηνής:

- Τι φτύνεις μωρή; Κουκούτσια έχουν;

ΣΚΗΝΗ 12
Χαλάνε τα υδραυλικά μιας γκόμενας. Ο Γκουζγκούνης έρχεται ως υδραυλικός στο σπίτι της στρογγυλοκάθεται στο τραπέζι της κουζίνας όπου έχει μια μεγάλη φρουτιέρα με πορτοκάλια. Παίρνει ένα πορτοκάλι στο χέρι του και ρωτάει όλος αβρότητα:

Γκουσγκούνης: Πορτοκάλι θέλεις;
Γκόμενα: Όχι.
Γκουσγκούνης: Να σε γαμήσω θέλεις;
Γκόμενα: Δεν έχω πρόβλημα.

ΣΚΗΝΗ 13
Και πάλι ως υδραυλικός έρχεται στο σπίτι μιας τσαχπίνας. Στρογγυλοκάθεται, ως είθισται, στο τραπέζι της κουζίνας όπου ακολουθεί ο εξής διάλογος:

Γκόμενα: Καφέ θέλεις;
Γκουσγκούνης: Ναι, απαντά ο Μεγάλος.
Γκόμενα: Πως τον πίνεις;
Γκουσγκούνης: Πολλά βαρύ και όχι, με δύο φουσκάλες.
Γκόμενα: Είσαι και μερακλής!
Γκουσγκούνης: Έχεις γαμώ τις κωλάρες, θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 14
Ο Γκουζγκούνης γυρνάει στο σπίτι κουρασμένος (έφτιαχνε υδραυλικά)! Aφήνει την τσάντα με τα σύνεργα κάτω. Χαιρετάει βαριεστημένα την γυναίκα του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τι φαΐ έχει;
Γκόμενα: Δεν έκανα φαΐ, απαντά εκείνη απολογητικά.
Γκουσγκούνης: Τι; Δεν έκανες φαΐ; Θα σε γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 15
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πατέρα! Έρχεται η κόρη του στο σπίτι με μια καινούργια φίλη της. Κάθονται στον καναπέ. Έρχεται και ο Αρχηγός στο σαλόνι και τις βλέπει. Κάθεται και αυτός, χωρίς να πει τίποτα, κοντά τους. Περνάει ένα λεπτό απόλυτης ησυχίας (δεν έχουν ανταλλάξει κουβέντα μέχρι τότε). Ξαφνικά, ο Μεγάλος, γυρνάει προς την φίλη της κόρης του και την ρωτάει:

Γκουσγκούνης: Τον παίρνεις απ'τον κώλο;
Κόρη: Μπαμπά τι είναι αυτά που λες;
Γκουσγκούνης: Προσπαθώ να σπάσω τον πάγο!

ΣΚΗΝΗ 16
Ο Γκουζγκούνης παίζει τον ρόλο του πιτσαρά!

Γκουσγκούνης: Έφερα τις πίτσες.
Γκόμενες: Μα δε παραγγείλαμε πίτσες.
Γκουσγκούνης: Παραγγείλατε, δε παραγγείλατε, εγώ θα σας γαμήσω!

ΣΚΗΝΗ 17
Είναι στην παραλία δύο γκόμενες, ολομόναχες. Σε κάποια φάση εμφανίζεται από το πουθενά ο Γκουσγκούνης να κόβει βόλτες εκεί κοντά. Σε κάποια φάση ρωτάει τις γκόμενες:

Γκουσγκούνης: Τι κάνετε κορίτσια εδώ;
Γκόμενες: Περιμένουμε να έρθει κάποιος να μας γαμήσει.
Γκουσγκούνης: Α! Ευτυχώς που πέρναγα!

ΚΑΙ Η ΦΟΒΕΡΗ ΑΤΑΚΑ
Τώρα πού'ρθαμε στη βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα!

(από allivegp, 05/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός: (από εδώ)

Μάκτρο, το:

  1. (λόγ.) καθετί, ιδίως κομμάτι από ύφασμα, που το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν κτ.
  2. (στρατ.) ξύλινο κοντάρι στο οποίο προσαρμόζεται κυλινδρική ψήκτρα με την οποία καθαρίζεται ή λιπαίνεται το κοίλο του σωλήνα των πυροβόλων.

Όποιος έχει υπηρετήσει στα τεθωρακισμένα (όπως ο γράφων), ή στο πυροβολικό, σίγουρα το ξέρει.

Παραφράζοντας την κυριολεκτικήν έννοιαν της λέξεως και αξιοποιώντας τον όποιον συνειρμόν προκαλεί η είσοδος μιας ράβδου μήκους 3 μέτρων (μάκτρον) εις την οπήν πυροβόλων όπλων των τεθωρακισμένων οχημάτων και η παλινδρόμησις της ράβδου ταύτης με σκοπό την λίπανσην του εν λόγω πυροβόλου, αι οπλίται χρησιμοποιούν τη λέξιν εις την φράσιν «θα σε περάσω μάκτρο», υπονοώντας την γενετήσιαν πράξιν. Επιπροσθέτως, και λόγω του ότι όλοι απολύονται (κάποια στιγμή) εκ του στρατεύματος, η χρήσις της φράσεως ως άνωθεν έχει επεκταθεί και εκτός των τειχών των στρατοπέδων.

  1. Στο στρατό:
    - Ρε μαλάκα θαλαμοφύλακα! Πες στο ποντίκι δίπλα σου να σταματήσει να ροχαλίζει γιατί θα το περάσω μάκτρο νυχτιάτικα.

  2. Στη δουλειά:
    - Αν πάρει χαμπάρι ο διευθυντής τι μαλακία έκανες, θα σε περάσει μάκτρο.

(από dimitriosl, 23/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκφέρων την φράσιν βασίζεται εις τας εξής τρεις παραδοχάς:

Παραδοχή Α: Εις τον συνομιλητήν του είναι αυτονόητος ο συνειρμός που προκαλείται από το σχήμα ή/και το μέγεθος του εν λόγω ζαρζαβατικού, ο οποίος κατ' εμέ είναι προφανής. Πάντως δια λόγους πληρότητος του ορισμού της φράσεως, αλλά και επειδή υπάρχει περίπτωσις, οι επισκέπται ή/και χρήσται του παρόντος ιστοτόπου να είναι αγαθώς σκεπτόμενοι συνάνθρωποί μας, αναφέρω το εξής: το αγγούρι ομοιάζει με ανδρικόν σεξουαλικόν όργανον. Κοινώς μαλαπέρδα (οποία έκπληξις !!!!).

Παραδοχή Β: Υπάρχει κάποιο σημείο, το οποίον ημπορεί να είναι περιβόλι, μποστάνι ή τόπος γεωγραφικώς προσδιοριζόμενος, σπαρμένος με ώριμα, ευμεγέθη και αυτοβούλως δρώντα αγγούρια - μαλαπέρδες, τα οποία αναμένουν εναγωνίως κάποιον/-α γυμνό, στου οποίου τον πάτο θα εισβάλουν.

Παραδοχή Γ: Ο συνομιλητής του είναι τουλάχιστον κατά το ήμισυ γυμνός. Ειδικώς δεν φέρει εσώρουχο και πολύ περισσότερο πανδαλόνι/φούστα και δύναται να διασχίσει το σημείο όπως αυτό περιγράφεται εις την παραδοχήν Β#.

Οπότε, και βάσει των ανωτέρω παραδοχών, η φράσις χρησιμοποιείται ως εκ των προτέρων προσδιορισμός της έκβασης μιας υπόθεσης ή ως προειδοποίησις προς τον συνομιλητήν, υποδηλώνοντας ότι με τις πράξεις του ή τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί, θέτει εαυτόν εις μέγιστον κίνδυνον να του ξεσκιστούν τα κωλοβάρδουλα, αφού δεν θα του μπει ένα μόνο, αλλά τουλάχιστον ένα μποστάνι αγγούρια εις τον πάτον.

  1. - Φίλε, θα πάω να ζητήσω αύξηση από το αφεντικό.
    - Πού πας ρε ξεβράκωτος στα αγγούρια... Αφού σε έχει στη μπούκα.

  2. Που πάτε ρε μαλάκες ξεβράκωτοι στα αγγούρια δίχως αμυντικά χαφ στο old trafford;

  3. Φίλε, ξεβράκωτοι στα αγγούρια πάμε με τη μαλακία τη διαφήμιση που λανσάρουμε το τελευταίο δίμηνο.

  4. - Θα την πέσω στη Μαρία, κολλητέ.
    - Πού πας ρε κακομοίρη ξεβράκωτος στα αγγούρια. Θα φας χυλόπιτα.

  5. Πάει ο πρωθυπουργός ξεβράκωτος στα αγγούρια να ζητήσει οικονομική στήριξη από την Ε.Ε. Αφού μας έχουνε πάρει χαμπάρι οι Ευρωπαίοι ρεεεεεεε!»

(από dimitriosl, 26/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λασποχώραφο είναι το μη εύκολα καλλιεργήσιμο χωράφι. Αυτό που δεν αποδίδει. Σαν όρος με τη μεταφορική του έννοια, χρησιμοποιείται από άνδρες σε αντροπαρέες για τον χαρακτηρισμό της άσχημης ή μη άξιας λόγου γυναίκας όσον αφορά το σεξ. Επίσης, πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός αναφορικά με τη νοημοσύνη κάποιου.

Καθόμασταν με το Γιώργο και πίναμε καφέ. Και περνάει μια γκόμενα, θεά. Περπάταγε και ραγίζανε τα τσιμέντα. Τη χάζευε όλο το μαγαζί. Και γυρνάει ο δικός μου και μου λέει: «Ρε Μήτσο, κοίτα τι γαμάει ο κόσμος κι εμείς κάθε μέρα στο λασποχώραφο», εννοώντας τη γυναίκα του. Πνίγηκα από τα γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified