Ο φτιαγμένος με μπαγιάτικο ψωμί ή παξιμάδι ντάκος*.

*Ντάκος: πρόχειρο ορεκτικό, μάλλον Κρητικής προέλευσης, που αποτελείται από παξιμάδι, μια στρώση τριμμένης τομάτας, μια στρώση τριμμένης φέτας και λάδι, ρίγανη κτλ.

-Πώς ήταν το μαγαζί; Όπως στα λεγα;
-Καλά ήταν μωρέ, πλακώσαμε τα ρακόμελα και κάτι άλλα μπινελίκια. Παραγγείλαμε και ντάκους, αλλά μας έφερε γεροντάκους και δεν τους ακουμπήσαμε. Λογικά θα τους σερβίρει στους επόμενους, όπως εμάς μας έφερε των προηγούμενων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πιο χάλιας, αντίθετο του «καλύτερος».

- Τη βλέπεις αυτήν στη γωνία;
- Πού ρε;
- Να να, εκεί...
- Ναι, τι;
- Ε, δεν είναι χαλαρά η χαλύτερη γκόμενα εδώ μέσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουφός, κουφάλογο, βαρήκοος.

- Θα 'ρθεις;
- Ε;
- Θα 'ρθεις λέω;
- Ε;
- Είσαι λίγο κουφοτσόγκας, ε;
- Ε;

Κουφάλογο. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που δε βλέπει καλά ή καθόλου, με μεγάλη μυωπία ή τυφλός.

Λάκης: Πού ν'τη ρε;
Σάκης: Να ρε εκεί...
Λάκης: Πού μωρέ;
Σάκης: Εκεί ρε, εκεί...
Λάκης: Δεν τη βλέπω, πού...;

Ο Λάκης είναι τυφλοτσόγκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευμεγέθης κουράδα.

Είχα να χέσω 4 μέρες, και σήμερα έβγαλα ένα γεννητούρι 2.700gr.

Δες και γεννητούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομμάτιας, κυρίως λόγω αϋπνίας. Η κατάσταση συνοδεύεται από ηλίθιο, σπαστικό γέλιο, χωρίς πραγματικό λόγο.

- Είμαι να την πέφτω φίλε. Χαχαχα! Είμαι τελείως μανούρι... χαχαχα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.

Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ως αντικείμενο το εμπόριο τσόντας, εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγές κτλ. Καταχρηστικά ονομάζουμε και τον κολλητό μας με μεγάλη συλλογή τσοντών, που αντιγράφει σε όλους.

- Μεγάλος τσοντέμπορας ο Τάκης. Μιλάμε κατεβάζει ίσα με 20 γκιγκαμπάιτς τσόντες την ημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπερδεγουέη / μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι: Μπερδεμένη κατάσταση, που δε βγαίνει άκρη.

- Ε πώς να γράψω καλά ρε μάνα μ' αυτήν την καθηγήτρια. Κάθε φορά που βγαίνω απ' την τάξη μετά το μάθημά της είμαι και πιο μπερδεγουέη!
- Τι μπαγουδέη παιδάκι μου μου λες... κάτσε διάβασε λέω 'γω!

Δες και μπερδεψοκατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρήση της φράσης σε παρακαλώ, όταν λέγεται πολλές φορές και γρήγορα, με σκοπό περισσότερο να σπάσει τ' αρχίδια του αποδέκτη, να τον κάνει να λυγίσει και να τον αναγκάσει, παρά να τον παρακαλέσει.

-Μπαμπά, θα με πάς στο Αλλού Φαν Παρκ;
-Το πάρκο εκεί θα είναι και την άλλη βδομάδα...
-Έτσι είχες πει και την προηγούμενη!
-Θα δούμε...
-Έλα ρε μπαμπά, όλο αυτό λες!
-Άσε με ρε παιδί μου να διαβάσω την εφημερίδα μου μια Κυριακή κι εγώ!
-Έλα ρε μπαμπά! Σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ σπαλώ...
-ΕΝΤΑΞΕΙ! @#$%^&*
-Γιούχουυυ!

Got a better definition? Add it!

Published