Έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ελαφριάς μορφής αμνησίας, καμένης RAM ή αρχικών σταδίων Έμενταλ, όπου καταβάλλεται φιλότιμη προσπάθεια να ανακτηθεί από τη μνήμη μία λέξη, ένα όνομα ή ένα γεγονός, αλλά χωρίς επιτυχία.

Το εκνευριστικό της όλης κατάστασης, είναι η αίσθηση που μας πλημμυρίζει ότι το 'χουμε, λίγο ακόμα και θα το θυμηθούμε. Το «εδώ» άλλωστε, αναφέρεται μεταφορικά στην «άκρη της γλώσσας» (ότι δηλαδή, η εν λόγω λέξη έχει σκαλώσει στα πρόθυρα του ξεστομίσματος και δεν μπορεί να βγει).

Συναντάται και με την ως άνω προσθήκη (εδώ το 'χω, στην άκρη της γλώσσας μου), ενώ πολλές φορές συνοδεύεται και με την κατάλληλη χειρονομία (δάκτυλο στοχεύον στο στόμα του ομιλούντος).

- Πωω ρε φίλε... τσέκαρε τι περνάει...

- Τη ξέρω αυτή ρε συ... να δεις πως τη λένε... εδώ το 'χω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολωνακιώτικη έκφραση που δηλώνει ξάφνιασμα ή έκπληξη, στο πνεύμα του «α στο διάλο!» (της εκπλήξεως) και πολλών άλλων συναφών εκφράσεων, όπως:

- Μάντεψε ποιους είδα τυχαία χεράκι - χεράκι το Σαββάτο στο κέντρο!
- Ποιους;
- Τη Σούλα με τον Ιεροκλή!
- Ε, ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται πάντοτε στο πληθυντικό και χρησιμοποιείται ως υπονοούμενο, υποδεικνύοντας ερωτικής φύσεως δραστηριότητες.

Βασική λεπτομέρεια: Για να αποδοθεί σωστά η παρούσα σε μια φράση, πρέπει να υπάρχει μια μικρή παύση πριν τη διατύπωση της (βλ. παράδειγμα - ανέβασμα φρυδιού / κλείσιμο ματιού προαιρετικό).

- Μήτσο, πάμε κανα σινεμαδάκι το απόγευμα;
- Δε μπορώ ρε Παυλάρα, έχω... δουλειές.

Στο 0:30. "Γκόμενα να πούμε ή... δουλειά;" Χάρρυ Κλυνν, Made in Greece (1987). (από patsis, 10/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκετά casual προσφώνηση σε κάποιο πολύ κοντινό και αγαπητό σε εμάς πρόσωπο (σχετ. αγγλ. my man). «Φορέθηκε» πολύ στα 80's, αλλά σήμερα η χρήση του παρουσιάζει κάμψη, αφού η νεολαία προτιμά άλλες προσφωνήσεις σε αντικατάσταση αυτού. Παρ' όλα αυτά παραμένει κλασικό, αφού γαλούχησε μια ολόκληρη γενιά.

Συναντάται σπανιότερα και στη πιο «μάγκικη» μορφή: «δικένε μου»

Πού 'σαι δικέ μου; Δε σε είδαμε στη ντίσκο χτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοαναφορικά (και ολίγον φορ τεχ λουλζ), η έκφραση αυτή δύναται να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις χαμηλής ποντοδοσίας ή καθαρής μπαγαποντοδοσίας σε σλανγκιστή, ο οποίος νιώθει ότι αδικήθηκε.

Ειπώθηκε για πρώτη φορά κατά την ιστορική (;) ομιλία του Α. Παυλίδη στη Βουλή πριν τη ψηφοφορία για τη παραπομπή του.

σ.ς.: Χρειάζεται προσοχή στην προφορά της όλης φράσης. Η λέξη «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ» προφέρεται αργά και με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή (βλ. σχετικό μήδι).

Φανταστικός διάλογος στο slang.gr...

4DaPutsRider: Λυπάμαι, αλλά δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία...

roflcopterας93: Τι; Τόσο λίγο; ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, κύριοι συνάδελφοι...

(από Jonas, 21/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός του πετάδην, ήτοι πηγαίνω στον προορισμό μου απίστευτα γρήγορα.

Εμπνευσμένο από την κλασική σειρά και τις ταινίες επιστημονικής φαντασίας Star Trek, όπου οι ήρωες μετακινούνταν ως δια μαγείας από τόπο σε τόπο στη στιγμή, μέσω μιας συσκευής διακτινισμού. Χρησιμοποιείται συνήθως από trekkies, ενώ μπορεί να συνοδεύεται και με το σχετικό αγγλικό «beam me up, Scotty» - φράση η οποία προκύπτει από την παλιά σειρά και τον πρώτο μηχανικό και χειριστή της συσκευής διακτινισμού ονόματι Scotty (κατά κόσμον Montgomery Scott).

- Έλα δω που σε θέλω...
- Τώρα..
- Όχι τώρα... ΤΩΡΑ! Τσακίσου λέμε!
- Καλά, μισό και διακτινίζομαι, ωχουυύ..

κάνε τα κουμάντα σου, Scotty (από Jonas, 30/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδίστικος χαρακτηρισμός στομωμένων εργαλείων κοπής, όπως ψαλίδια, κοπίδια, ξυράφια, αλαβάρδες και δεν συμμαζεύεται.

- Μάκη, πιάσε το κοπίδι να ανοίξουμε τις κούτες, ήρθε η παραγγελία. Που' σαι, το πράσινο, γιατί τα άλλα δεν κόβουν ούτε νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ευφάνταστη και ολίγον χιουμοριστική απάντηση κόντρα στη γκρίνια και τις διαμαρτυρίες παραξηγιάρηδων που αρπάζονται και θίγονται με το παραμικρό, με στόχο τη συνειδητοποίηση του μεγέθους της υπερβολής που διακατέχει τη συμπεριφορά των τελευταίων από μέρους τους και την αποκατάσταση της ηρεμίας.

- Ρε Χάρε πως βγαίνεις έτσι; Να με σκοτώσεις θες; Ασταδιάλα πρωϊνιάτικα...
- Καλά ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη, ωχουού...

(από Khan, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερφική έκφραση, η οποία διατυπώνεται λακωνικά σε περιπτώσεις όπου όλα πάνε στραβά και δεν υπάρχει ελπίδα βελτίωσης. Η ανάγνωση του εγχειριδίου δεν πρόκειται να βοηθήσει εδώ.

- Ρε φίλε, τι να κάνω δε ξέρω με αυτό το βρωμομηχάνημα που αγόρασα... τι RAM του άλλαξα, τι κάρτα γραφικών, τι τροφοδοτικό... όλο μου σβήνει στα δύο λεπτά...
- Μάγκα μου άσ' το... δε θα δουλέψει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς απαξιωτική απάντηση στην ερώτηση «τι ώρα είναι;», αρκετά δημοφιλής στους εκνευριστικούς τύπους που αρέσκονται να απαντούν σε μια ερώτηση με ερώτηση.

Ο χρήστης της φράσης αδημονεί να διακόψει τον συνομιλητή του, υπονοώντας εμφανώς ότι ποσώς τον ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή τι ώρα δείχνει το ρολόι του (εάν έχει καν).

Η φράση συναντάται πολλές φορές και με το επιφώνημα ε στην αρχή της (ε, δε θα 'ναι;).

— Γαμώτο, έχω ραντεβού για πεντικιούρ στις δώδεκα. Τι ώρα είναι Τάκη μου;
Ε, δε θα 'ναι;

Δες ακόμη: η ώρα που γαμούν οι σκύλοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified