Παρομοίωση που περιγράφει τον έχοντα πολλές γενικές γνώσεις πάνω σε διάφορα αντικείμενα, όπως άλλωστε συμβαίνει και με μια συμβατική εγκυκλοπαίδεια (εν κύκλω παιδεία). Δεν αναφέρεται απαραίτητα σε άτομα με διακεκριμένες σπουδές στο εξωτερικό και δεν συμμαζεύεται, γιατί, όπως συμβαίνει συνήθως, οι γνώσεις που αποκτώνται με αυτό το τρόπο είναι εξειδικευμένες και πέρα από αυτές το χάος.

- Το ήξερες ρε, ότι το σημερινό ημερολόγιο, λεγόμενο και Γρηγοριανό, εισήχθη στη χώρα μας μόλις το 1923, ενώ σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες το χρησιμοποιούν ήδη από το 1582;
- Καλά ρε Μητσάρα, μιλάμε είσαι κινητή εγκυκλοπαίδεια, κανονικά...

Δες επίσης και φωτεινός παντογνώστης, WWW, πανεπιστήμων, ξερόλας αλλά και βέλτσος και βέλτσιστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλίθιος, γκαφατζής μπάτσος - wannabe (λ.χ. ερευνητής, αστυνομικός συντάκτης / ανταποκριτής) ή κανονικός. Προκύπτει από τον πασίγνωστο χαρακτήρα - αντι-ήρωα της σειράς ταινιών «Ο Ροζ Πάνθηρας», τον οποίο είχε ενσαρκώσει μοναδικά ο αξέχαστος Peter Sellers.

«Χμμμμ, για να παίρνεις donations θα πρέπει να έχεις μια νομική υπόσταση (είτε με του μορφή οργανισμού ή ιδρύματος/ εταιρίας ) Anyway είναι δουλειά των δικηγόρων αυτή, αλλά δεν νοείται προσωποκράτηση για τέτοιου είδους οικονομικά »αδικήματα« (γιατί άλλου είδους αδικήματα δεν μπορούν να στοιχειοθετηθούν - οι κλουζώ της δίωξης »ηλεκτρονικού εγκλήματος« (sic) πρώτα συλλαμβάνουν και μετά ψάχνουν για το αδίκημα. Εκτός και αν μιλάμε για preemptive συλλήψεις που θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι και τρομοκρατική οργάνωση το torrent seeding )»

σχόλιο σε φόρουμ (λινκ)

(από Jonas, 07/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ανυπομονησίας και ελαφράς αγανάκτησης, η οποία αφορά στην καθυστέρηση παρασκευής και προσκόμισης ενός γεύματος ή ροφήματος στον σλανγκιστή συνδαιτυμόνα.

σ.ς.: Υποτίθεται ότι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κοκκάλων σε ένα φαγητό που μαγειρεύεται, είναι δυνατόν να καθυστερήσει σημαντικά τον χρόνο που απαιτείται για να ετοιμαστεί.

- Άντε ρε Σούλα με αυτόν τον ελληνικό, δέκα λεπτά περιμένω... Κόκκαλα έχει;

βλ. και κόκαλα έχει (ο καφές);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επιχειρών ερωτική επαφή χωρίς χρήση προφυλακτικού.

- Άσε, φίλε, ξεμείναμε χτες με την Σούλα και δεν υπήρχε περίπτερο ανοιχτό βραδιάτικα, οπότε... την είδα κομμάντο.

Got a better definition? Add it!

Published

Το φτηνό κονιάκ πολύ χαμηλής ποιότητας, σαν αυτό που σερβίρουν συνήθως στα κοιμητήρια μετά τις κηδείες, με τον «καφέ της παρηγοριάς».

- Μήτσο, πάρε και κανά-δυο κονιακάκια νεκροταφείου να κάνουμε κεφάλι... δεν είμαστε για πολλά έξοδα...

...σερβίρεται κονιάκ μηδέν αστέρων! (από Vrastaman, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνομαι κουδούνι: κλασική έκφραση δήλωσης - παραδοχής κάποιου, ότι βρίσκεται σε κατάσταση μέθης. Κατά μία εκδοχή, προκύπτει από τη ζαλάδα που βιώνει το υποκείμενο, σαν να χτυπούν μέσα στο κεφάλι του κουδούνια.

Συνώνυμο: γκολ

- Άσε φίλε... τα ήπιαμε χτες με τον Ιεροκλή... κουδούνια γίναμε...
- Κι εσείς οπαδοί του Γκόγκολ, βλέπω...

πιάσε μια πράσινη... (από Jonas, 04/11/09)

βλ. και λιάρδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νυστάζω πολύ, κλείνουν τα μάτια μου από τη νύστα και συνεπώς, τρεκλίζω, σκοντάφτω και κουτουλάω τους γύρω μου, τοίχους, πόρτες, κολώνες της ΔΕΗ κ.ο.κ.

Έχει μεταφορική χροιά, χωρίς όμως να αποκλείεται και η κυριολεκτική, σε extreme καταστάσεις.

- Έλα ρε, που είσαι; Πάμε για κανα γκαϊφέ;
- Μπαα, δε το βλέπω... είχα εφημερία ρε φίλε και πάω να την πέσω... κουτουλάω...

Got a better definition? Add it!

Published

Παλιμπαιδισμός ολκής, στην κατηγορία «όταν πήγαινα στο Δημοτικό» και βγάλε.

Ολοκληρωμένο θα μπορούσε να λέγεται «κόψε από φίλος». Λέγεται σε περιπτώσεις θιξίματος από φιλικό πρόσωπο, όπου ο προσβεβλημένος, μη μπορώντας να αντέξει την «προδοσία» από τον κολλητό του, του προτείνει το χέρι με ενωμένα τα δύο δάκτυλα (δείκτης - μέσος) και τον προκαλεί να τα «ξεκολλήσει» με μια κίνηση του δικού του δακτύλου.

Όταν συμβεί το παραπάνω, υποτίθεται πως όλα τέλειωσαν, ο φίλος πάει σπίτι του, κομμένα τα τηλέφωνα και δεν τον ξαναπαίζουμε.

Εννοείται πως η κίνηση αυτή είναι περισσότερο χαριτωμενιά και δεν πρέπει να λαμβάνεται στα σοβαρά.

- Πάμε για καφέ ρε μαλάκα;
- Άσε ρε, βαριέμαι...
- Τι; Κόψε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοψοχολιάζω κάποιον: τρομάζω πολύ κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, όταν δηλαδή εμείς είμαστε οι παθόντες, οι αποδέκτες του τρομάγματος (ήτοι: «με κοψοχόλιασες»).

Συναντάται συχνά και ως «μου 'κοψες τη χολή».

Να μη συγχέεται με το «χολιάζω», το οποίο σημαίνει κακιώνω, βγάζω «χολή» (=κακία).

- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ύπουλα, υποχθόνια, σιγά-σιγά και με τρόπο, από την πίσω πόρτα.

Ενδεχομένως προκύπτει από το αγγλικό low, το οποίο ελληνοποιήθηκε ελαφρώς, για τις εγχώριες γλωσσικές ανάγκες.

Πιθανόν μάγκικης προέλευσης, ωστόσο έχει καθιερωθεί και στην καθημερινή σλανγκ στις μέρες μας.

Πριν προλάβουμε καλά-καλά να χωνέψουμε τον οβελία, ξαναχτύπησε η «τρομοκρατική οργάνωση» spread! Για να μας θυμίσει ότι, η εβδομάδα των Παθών πέρασε και αρχίζει η εποχή του μαρτυρίου.

Πόσο σοβαρός μπορεί να είναι ο ισχυρισμός ότι τα spread απογειώθηκαν μόλις κάποιο κυβερνητικό βαθύ …λαρύγγι διέρρευσε το …επτασφράγιστο μυστικό στα κοράκια της διεθνούς κερδοσκοπίας;

Είναι αφελές να πιστεύουμε πως οι αγορές είναι έτοιμες να αποδεχθούν ακόμη και ανυπόστατες φήμες και αντιθέτως αρνούνται κάθε ελληνική προσπάθεια;

Το χθεσινό παράδειγμα «βγάζει μάτια». Η διάψευση της ανώνυμης κυβερνητικής πηγής από τον υπουργό Οικονομικών έγινε αργά το απόγευμα, ενώ όλα είχαν διαμορφωθεί.

Τα πράγματα είναι απλά. Προετοιμάζεται το .......έδαφος για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και μάλιστα το φέρνουν λάου - λάου, ώστε στο τέλος να το υποδεχθούμε όχι ως ολέθρια επιλογή, αλλά ως λύση επιβεβλημένη, ως αναγκαίο κακό, αν όχι ως σωτηρία!

Άλλωστε οι τελευταίες εξελίξεις φέρνουν πιο κοντά και τη συζήτηση για νέα μέτρα, την οποία ήδη έχει ανοίξει, εμμέσως, τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση ως «αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές

(απ' εδώ)

Ceci n\'est pas Lau-Lau (από Vrastaman, 16/04/10)(από joe909, 11/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified