Ιδιωματικός όρος του παλαιού αθηναϊκού ιδιώματος, σήμερα εν χρήσει μόνο για αστεϊσμό. Σημαίναι «με όλα του τα υπάρχοντα, συν γυναιξί και τέκνοις», εικάζω δε ότι προέρχεται από το «συν-» και «κρόταλον» (> *κούρταλο), άρα με όλα του τα υπάρχοντα να κροταλίζουν καθώς προχωρεί. Αποτελεί πιθανώς την πηγή του ηλίθιου σεφερλιακού επιφωνήματος «σακούρτελε».

Εγώ τον κάλεσα να έρθει μόνος του, κι αυτός μου ήρθε συγκούρταλος, και κάτσανε και πέντε ώρες! Έφριξα, σου λέω, έφριξα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από μπροστά, από τον κόλπο, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: πρωκτηδόν

Πάρε μου το κωλαράκι, τώρα το θέλω.
— (ατάραχος) Ας ξεκινήσουμε κολπηδόν, και βλέπουμε, τέκνον μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνητό επίρρημα που δηλώνει τη συνουσία από πίσω, από τον πρωκτό, σχηματισμένο κατά άλλα αρχαιοπρεπή επιρρήματα εις -(η)δόν (π.χ. πρυμνηδόν, αναφανδόν, ομοθυμαδόν κ.ά.).

Αντώνυμο: κολπηδόν

— Άντε, πού είναι το πρωκτηδόν που μου 'ταξες; Περιμένω τόση ώρα... Έχουμε κάνει τα πάντα και μπαργαλάτσο στην κωλοτρυπίδα μου δεν είδα!
— Γύρνα, τέκνον μου, γύρνα! (πού έβαλα τη βαζελίνη, ο μαλθάκας;)

Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία από το μαλθακός και το μαλάκας, που δηλώνει αυτόν που είναι αποχαυνωμένος, ηλίθιος και άχρηστος μαζί. Εμπεριέχει μια λεπτή επιτήδευση, ότι δήθεν ο εκστομίζων τον όρο δεν επιθυμεί να βρίσει και το παίζει λίγο... καθαρευουσ(ι)άνος.

— Πάει καλά αυτός, ρε;
— Άσ' τον, μην του δίνεις σημασία. Είναι λίγο μαλθάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άσπρη ή ασπροκίτρινη σμηγματοειδής έκκριση που συσσωρεύεται γύρω από τη βάλανο σε άτομα που έχουν τσακωθεί με το νερό.

Σε αυτά τα άτομα, με το που θα κατέβει το πετσάκι, αποκαλύπτεται ένας βρωμερός δακτύλιος γύρω από το «στεφάνι» της βαλάνου, ο οποίος γεμίζει το φυσικό κυκλικό αυλάκι που έπρεπε να υπάρχει εκεί. Αν το άτομο είναι πολύ επιδέξιο, μπορεί να το αφαιρέσει άθικτο και να το περάσει βέρα στο δάχτυλο της αγαπημένης του. (πού έχω φτάσει, Θέ μου;!)

Συζήτηση στο νεκροτομείο:
— Άντε ρε, κόφ' τον να πάμε κάνα μπουζούκι μετά!
— Τι να κόψω ρε αλμπάνη; Σιχαίνομαι... Μιλάμε, ήταν πολύ βρωμιάρης ο τύπος. Αφού να φανταστείς έχει πιάσει δαχτυλίδι στην πούτσα...

Δες και τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γυναικείος αυνανισμός, η μαλακία στο θηλυκό της.

- Έχω να γαμηθώ δέκα μήνες...
- Και πώς τη βγάζεις, μωρή;
- Άσε, από το πολύ μουνοδάχτυλο, έχει παπαλιάσει το δαχτυλάκι μουουου (με άφθονο, γλοιωδέστατο νάζι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλισέ σλανγκοειδής ερώτηση που απευθύνεται σε κάποιον με τον οποίο βρισκόμαστε σε ινφόρμαλ τερμζ, ιδίως αν έχουμε να τον δούμε καιρό. Εν χρήσει ιδίως τη δεκαετία των νάιντηζ ('90s). Δηλώνει και καλά ενδιαφέρον εκ μέρους του ερωτώντος σχετικά με την υγεία και ρώμη του συνομιλητή. Συχνά προφέρεται πιο σλανγκικά, και ακούγεται περίπου ως «...'ρööζ, 'ναατööζ;» (με τον τόνο στο ö και το ζ πολύ ψιλό και σφυριχτό).

- Πού 'σαι ρε Μήτσο;
- Επ! Τι έγινε ρε; Γερός, δυνατός;

Δες και έλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το πρωκτηδόν σεξ σε τοπίο με φυσική ομορφάδα, λόγγους, ραχούλες, κάνα δυο γιδοπρόβατα με τα κουδούνια τους να ηχούν, κάνα βοσκό να παίζει τη φλογέρα του (ή, αν κρυφοκοιτάζει, να παίζει το πουλί του) κ.ά. Συχνές φράσεις κατά την τοιαύτη συνουσία: «κουδούνισέ μου τον», «έλα να ακούσεις πώς παίζει η φλογέρα μου», «θέλω να σ' αρμέξω αγελαδίτσα μου» κ.ά.

  2. Ο κατσικογαμισμός, το συνουσιάζεσθαι μετά μηρυκαστικού του ιδίου ή αλλότριου κοπαδιού (στη δεύτερη περίπτωση πας μέσα για φθορά ξένης ιδιοκτησίας).

  3. Ό,τι και το 2, αλλά περιορισμένο στο να γαμάς τον κώλο του βοός (βους + κώλος).

  1. Έλα να κάνουμε ένα βουκωλικό, Μήτρο'μ, να θυμηθούμε το χωριό.

  2. Τον έπιασα, που λες, πάνω στο βουκωλικό με την κατσίκα μου. Θα τον αφαλοκόψω τον θεομπαίχτη!

  3. «...μετά το όργωμα, οι παππούδες του χωριού συνήθιζαν να επιδίδονται στο βουκωλικό, ένα έθιμο που ανάγεται στην ομηρική εποχή (όπως τα πάντα στον τόπο μας) και αποδεικνύει την αδιάσπαστη συνέχεια του Γένους...» (από το έργο του Α. Τεκέλογλου «Πώς το έκαναν οι παλιότεροι», εκδόσεις Αργκώ, Αθήνα 2006, σ. 666).

Αρκάς, Ξυπνάς μέσα μου το ζώο - Παιχνίδια για δύο (από patsis, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μίγμα αραιού σκατού και ύδατος που αποβάλλεται από τον πρωκτό μαζί με μια πνιχτή, μπουρμπουληθράτη πορδή σε λα μείζονα.

Συχνά το αισθάνεσαι ως απαλή δροσιά στον κώλο σου, αν όμως δεν το καταλάβεις, το ανακαλύπτεις στο σώβρακό σου όταν γυρνάς σπίτι.

Αν είσαι πολύ άτυχος, θα έχει ποτίσει το παντελόνι σου (λινό και ανοιχτόχρωμο, κατά προτίμηση), οπότε θα βλέπεις κόσμο να σε κοιτάει παράξενα και να κάνει μορφασμούς αηδίας.

-Τι έγινε; Δεν σε βλέπω πολύ σόι...
-Άσε ρε μεγάλε... Είχα ρίξει μια κλανιά το πρωί, αλλά δεν περίμενα ότι θα έχει ποτίσει με πορδοζούμι και το παντελόνι μου. Ρόμπα έγινα στη Μόνικα!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)Νιώθω κάτι υγρό από κάτω... τι να είναι; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 17/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified