Υμνητικό προσωνύμιο του γαλατικού παγανιστικού θεού «Bargalatsos», ο οποίος, κατά τη μυθολογία, εισέβαλλε ορμητικά στα μουνάκια των κοριτσιών άμα τη ενηλικιώσει των και τα γονιμοποιούσε.

Λογοπαίγνιο με την ονομασία του μεσαιωνικού όπλου που αποτελούταν από ένα μεγάλο κορμό δέντρου που κατέληγε συνήθως (αλλά όχι πάντα) σε ομοίωμα κεφαλής κριαριού, και χρησίμευε για να σπάνε τις καστρόπορτες («πολιορκητικός κριός»). Ο κορμός αντιστοιχεί στον κορμό του πέονος, ενώ η κεφαλή κριαριού αντιστοιχεί στην πεοκεφαλή.

— Θυμάσαι την πρώτη νύχτα που έκανες έρωτα, καλή μου Γελλοουσαμπμαρίνα;
— Θυμάμαι... Ήταν τα 18α γενέθλιά μου. Αποκοιμήθηκα γλυκά, όταν ήρθε στον ύπνο μου ο «Πολιορκητικός Κρύος» –μεγάλη η χάρη του. Από τότε δεν ησύχασα ποτέ, θέλω συνέχεια σεξ!

(από Αλάριχος Τεκέλογλου, 20/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά, κλασική αλλά ανθεκτική σλανγκοκουβέντα που απευθύνεται σε κάποιον για να του δείξουμε ότι κάνει ή έκανε κάτι πολύ γαμάτο. Συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρήμα «δίνω» στον κατάλληλο τύπο (π.χ. ο Χ έδωσε ρεσιτάλ!), σήμερα όμως ακούγεται περισσότερο σκέτο.

Από το μουσικό όρο «ρεσιτάλ», που στην Ελλάδα σήμαινε «συναυλία» μέχρι τη δεκαετία των σέβεντηζ.

- Πώς περάσατε χτες με τους μαλάκες;
- Αα... ο Κώστας έδωσε ρεσιτάλ, σε λέω!

- Γουστάρεις ρε καριόλη; Καλά δεν τα λέω;
- Ρεσιτάλ, αγόρι μου! Ρε-σι-τάλ!

Ρεσιτάλ το κορίτσι, λέμε! (α ρε, να κολυμπούσα εκεί κοντά...) (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 21/05/10)(από jesus, 19/06/10)

Σχετικό: σολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκοέκφραση που ακουγόταν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. Σημαίνει γαμάω, «τραβάω μανίκι», «τονε φοράω / ακουμπάω / μπήγω / σβουρίζω» κ.τ.λ., αναφέρεται δε στο έργο «Συνώνυμα και Συγγενικά» του Π. Βλαστού (σ. 177), λήμμα «γαμώ» (sic).

Από την ομοιότητα που έχει ο πέοντας με την πέννα (= καλαμάρι), η οποία είναι μακριά και φτύνει υγρό (εδώ: μελάνι) από την άκρη της.

- Ρε την καλαμάρωσες τελικώς τη Φούλα;
- Ε, 'ντάξ', φιληθήκαμε, της έγλειψα βυζάκια κ.λ.π.
- Καλά κρασά... Άμα δεν την καλαμάρωσες τι κάθομαι και σου μιλάω ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρώπας, συνήθως μεσόκοπος και πολιτισμικά υπανάπτυκτος με παλιομοδίτικα, καγκούρικα και βερμουδιάρικα γούστα, που αρέσκεται να φοράει κάθε είδους καδένα σε διάφορα σημεία του σώματος και/ή να διακοσμεί με καδένες τα υπάρχοντά του. Συχνά κακοποιό στοιχείο.

Σε πλήρη ανάπτυξη, ο καδενάκιας είναι εξοπλισμένος με καδένα...

  • ...λαιμού, η οποία συνήθως είναι σταυρουδάκι ή σταυρουδάρα (μην ξεχνάμε ορθολοξία και πατρίδα!),
  • ...χειρός, που όσο παχιά, τόσο πιο κάγκουρας ο τύπος,
  • ...τσέπης, η οποία μπορεί να καταλήγει σε ρολόι ή σε τίποτα απολύτως,
  • ...γυαλιών ηλίου, η οποία κρέμεται μπροστά στα μούτρα του ηλίθιου,
  • ....σε κουτάκι που κρατάει στο χέρι του για να την προσφέρει στη σκυλοπουτάνα που πηδάει,
  • ...αυτοκινήτου, η οποία κρέμεται από τον καθρέφτη του (συχνά περισσότερες από μία) και καταλήγει σε βυζαντινό εικόνισμα, σε σκορδάκι, σε ματόχαντρο, σε φωτογραφία της μάνας του ή της σκυλοπουτάνας που πηδάει, σε όλα τα παραπάνω μαζί,
  • ...ποδός, πολύ χοντρή, που καταλήγει σε μπάλα από ατσάλι (όταν πρόκειται για κακοποιό στοιχείο)

Η όλη εμφάνιση συμπληρώνεται συχνά με ένα βαρβάτο τσαπόνυχο, ενώ στα πόδια του φοράει γυναικεία σαμπώ τύπου Dr. Scholl. Συχνός σε παραλίες, όπου στέκεται όρθιος με προτεταμένη μπάκα και ατενίζει τους γλάρους καπνίζοντας Marlboro ή πούρο Αβάνας.

  1. - Ωραίο μουνάκι το ξανθό! Για τρελά πηδήματα!
    - Μαλάκα, ούτε να το διανοηθείς. Τα 'χει με 'κείνο τον καδενάκια εκεί κάτω. Θες μπελάδες;

  2. Όλοι φιγουράριζαν με την χλίδα τους, τις μεζονέτες στα νησιά του Αιγαίου και αλλού, βουλευτές, βολευτάδες, τζιπάτι των 4Χ4, καδενάκηδες όλων των πολιτικών αποχρώσεων, από δεξιούς προστάτες και μπλαζάτους γόνους μεγαλοτζακιών, μέχρι τους επανασοσιαλίζοντες πασόκους και μέχρι τους αριστερούς των off shore και των γκλαμουράτων κουλτουριάρηδων του Κολωνακίου, που ούτε λίγο ούτε πολύ, αμέριμνοι και χορτάτοι, προκαλούσαν με τα πλούτη και την άνεση, που δεν έκρυβαν, κάνοντας επίδειξη αγαθών του «ευ ζείν»...
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο, εξάρτημα, πράγμα γενικώς που το παίρνεις για καλό και σου βγαίνει άχρηστο.

Ο όρος επειδή τέτοια πουλάνε την Πρωτοχρονιά στα πανηγύρια και στα σταντ των πλανόδιων μικροπωλητών.

Συνώνυμο: πανηγυριώτικα, πανηγυρτζίδικα, κατά τον ορισμό του notheitis.

-Σου άρεσε το ραδιοκασετόφωνο που σου έφερα δώρο στα γενέθλιά σου;
-Τι να μου άρεσε... Αυτό ήταν αγιοβασιλιάτικο! Με το που πήγα να πατήσω το κουμπί μου έμεινε στο χέρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμιώδης και –για τα δεδομένα της εποχής κατά την οποία πλάστηκε και λαμβανομένης υπόψη της λέξη «χέσιμο»– σλανγκ έκφραση του αρκαδικού ιδιώματος που λέγεται όταν κάποιος απολαύσει κάτι πολύ στην αρχή, αλλά στο τέλος του βγει ξινό.

Όπως όταν κραιπαλιάζεσαι στη μάσα, το 'φχαριστιέσαι, και μετά σε πιάνει μια μπουργάνα άνευ προηγουμένου.

— Τα 'μαθες; Ο Ροβέρτος έφαγε τρελή χυλόπιτα από τη γκόμενά του. Τον έπιασε στα πράσα με άλλη. Και ήταν 5 χρόνια μαζί...
— Εμ; Την κεράτωνε συνέχεια, ο σαρδανάπαλος και το 'παιζε άνετος. Κάποια στιγμή θα το πλήρωνε. Γλυκοφάγωμα, πικροχέσιμο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανώμαλα παραθετικά του κακός, που προέρχονται από λογοπαίγνιο με τη λέξη «χοίρος» και τα παραθετικά «χειρότερος, χείριστος».

Η έννοια είναι ακριβώς αυτή που καταλαβαίνετε: «πιο γουρούνι», «το απόλυτο γουρούνι». Πβ. και την έκφραση «το μη χοίρων βέλτιστον» (= αυτό που δεν αρμόζει στα γουρούνια είναι το καλύτερο).

Το α΄ συνθετικό «χοιρο-/-χοιρο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πλείστες όσες λέξεις, λογοπαίζοντας και με τη λέξη «χειρ-χειρός», π.χ. «χοιρόγραφο», «χοιροτεχνία», «εργόχοιρο», «χοιρούργος», «αυτόχοιρας» (όπου παίζουμε κατά τα γνωστά προπαροξύτονας εις -ας, π.χ. άνθρωπας, έμπορας κ.λ.π.), «χοιραφετημένος», «χοιραφέτηση», «εκεχοιρία»...

  1. Από εδώ:
    «Ήρθε ο καιρός να πάρω το αίμα μου πίσω. Τώρα αρχίζει ο αιώνας μου. Ο χοιρότερος αιών»

  2. (διάλογος σε εταιρεία εκτροφής χοίρων):
    - Άκου, αύξηση από μένα δεν παίρνεις! Βάλ' το καλά στο μυαλό σου! Και τώρα δίνε του!
    - Κύριε διευθυντά, ένα έχω να σας πω: είστε χοιρότερος και από τους χοίρους σας!

Θέλεις και λεζάντα, μωράκι μου; (από Αλάριχος Τεκέλογλου, 24/05/10)(από jesus, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο έμπορος και καλά επώνυμων προϊόντων, στον οποίο καταφεύγουν κοριτσάκια, μιλφ, πουτάνες και μπούστηδες (ποτέ όμως τα αληθινά αρσενικά! Επ' ουδενί!) σε περιόδους κρίσης, για να προμηθευτούν τα ζωτικά αγαθά / είδη πρώτης ανάγκης που λέγονται «Λουί Βυϊτόν», «Μπέρμπερρυς», «Τζώρτζιο Αρμάνι» κ.τ.λ. Διαφέρει από τον πλανόδιο πωλητή μαϊμούδων, ο οποίος πουλάει συνήθως «Λουίζ Βρυτόν», «Μπαρμπέρρυς», «Τζώρτζιο Αρμένι» κ.τ.λ. Ο μαϊμουδάς πουλάει μόνο αληθοφανές πράμα (ώρες-ώρες μπορεί να είναι και αληθινό, που έφτασε στα χέρια του κλεμμένο από τους εργάτες που δουλεύουν στη γραμμή παραγωγής στην Κίνα / Ινδία για να μεταπωληθεί).

  2. Άνδρας με φάτσα μαϊμούς. Συνήθως είναι άνω των εβδομήντα, κοντός με μακριά χέρια, πλατύ πρόσωπο, μαλλί πλούσιο χτενισμένο προς τα πίσω που πετάει κάπως σαν καρφάκι πάνω από το μέτωπο, ευρύ στόμα, τεράστιο και πλατύ κάτω χείλος, και μάτι που γυαλίζει κάπως.

  1. Από εδώ: http://houlk.wordpress.com/2008/11/02/epaggelmata/

«Νο 2 : Ο μαϊμουδάς
Όπως η μόδα επιτάσσει πιπ τοου (βλ αμέσως παραπάνω) ομοίως επιτάσσει και Λουί Βουιτόν, Μπέρμπερις, (Άσχετο: γιατί κάνω πάντα ένα συνειρμό με πρόβατο όποτε ακούω αυτή τη λέξη;) Ντόνα Κάραν, Γκούτσι, Βερσάτζε… τέλος πάντων, με εννοήσατε τι εννοώ για να μη μακρηγορώ. [...] Kαι όσο η κρίση στην οικονομία θα διαρκεί τόσο τα βαποράκια των επωνύμων θα πληθαίνουν και θα ευημερούν. Και οι βαρόνοι της μαϊμούς, θα κάνουν χρυσές δουλειές.»

  1. - Πώς έγινε έτσι ρε παππού; Σα μαϊμουδάς έγινεεες!
    - Ε, περάσανε τα χρόνια, παιδάκι μου.

Οταν καιγεται η πίτα λεγε με Μπούρμπερυ. (από perkins, 26/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified