Ο μπήχτης. Λεξιπλασία που βασίζεται στο σπρώχνω και στο πρώκτωρ. Υπάρχει και βορειοελλαδίτικη εκδοχή: ζμπρώκτωρ.
Ήρθε κι ο σπρώκτωρ της να πουλήσει μούρη.
Ο μπήχτης. Λεξιπλασία που βασίζεται στο σπρώχνω και στο πρώκτωρ. Υπάρχει και βορειοελλαδίτικη εκδοχή: ζμπρώκτωρ.
Ήρθε κι ο σπρώκτωρ της να πουλήσει μούρη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση από στίχο εϊτάδικου σκυλάδικου του Τ. Τσιμογιάννη, η οποία χρησιμοποιείται όπως το κερατούκλης και το ατιμούτσικο, συχνά δε τα συνοδεύει ως κατακλείδα.
- Έχει καψουρευτεί μαζί μου ο Μπίλης, σε λέω.
- Κάνεις και ζημιές!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ό,τι και ο κερατούκλης, με τη διαφορά ότι, αντί για κλητική πτώση, μπορεί να χρησιμοποιείται σε αιτιατική, ως υποκείμενο κάποιου άδηλου παραλειπόμενου ρήματος.
- Πάμε άλλο ένα γύρο, κουκλίτσα μου;
-Το ατιμούτσικο! Και δεν του φαινόταν...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνήθως σε πτώση κλητική: «κερατούκλη!». Είναι μια αρκετά παλιά και καθιερωμένη σλανγκοειδής προσφώνηση, που μπορεί να δηλώνει πονηρό θαυμασμό, συνωμοτική συμπάθεια ή και λεπτή ειρωνεία (ή και όλα μαζί). Ο όρος περιέχει και μια δόση πατρικής στοργής, εκφέρεται δε με ταυτόχρονο ελαφρό τσιμπιματάκι στο μάγουλο του «κερατούκλη». Συχνά συνοδεύεται και από τη φράση «κάνεις και ζημιές».
Συνώνυμο: ατιμούτσικο
- Μεγάλε, την κουτούπωσα τελικά τη Φλώρα. Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά σιγά μη μου γλίτωνε!
- Κερατούκλη! Κάνεις και ζημιές!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).
- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο απόλυτα Μεσανατολίτης και / ή Καυκάσιος στη μάπα (και στην ψυχή). Ο Homo neanderthalensis. Όταν πρόκειται για γυναίκα, είναι η απόλυτη φρίκη.
Και ένα σχετικό ρωσικό ανέκδοτο: «- Τι κάνουν δώρο οι Γεωργιανοί στις κόρες και στις γυναίκες τους, όταν αυτές έχουν γενέθλια; - Ένα κουτί ζιλέτ!»
Συγγενική είναι και η έκφραση «καρφώνει μπιφτέκι».
- Γιατί δε σ' αρέσει ρε η Περιστέρα; Μια χαρά κοριτσάκι είναι: μαγειρεύει, πλένει, σκουπίζει, είναι παρθένα, είναι ηθική...
- Άσε ρε Τζίμη. «Αρμενάκι είμαι κυρά μου» είναι το άτομο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Καραγκιόζης, αλλά με ακόμη πιο σκωπτική διάθεση. Τον όρο χρησιμοποιούσε ήδη ο Σιορ-Διονύσιος στο Θέατρο Σκιών.
— Πού πα' ρε, δε βλέπεις το STOP;
— Ά' γαμήσου ρε καριόλη!
— Σε ποιον είπες «ά' γαμήσου» ρε καραγκιόζο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, ο περίγελως. Λέγεται και για αρσενικούς και για θηλυκές, και χρησιμοποιείται τουλάχιστον 50 χρόνια (σήμερον: 2010).
- Μαλάκα, πάμε Τζέμελλι το βράδυ;
- Σιγά μην πάω πάλι στην κωλότρυπα. Είσαι τελείως νούμερο;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άνδρας με λεπτούς τρόπους, ελαφρώς αδερφίζων, αλλά ταυτόχρονα επιθυμητός από τα γκομενάκια (τέτοια μυαλά που έχουν!!!). Από το βαφτιστικό «Λευτέρης».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που έχει τα μαλλιά του καρέ, κούρεμα που συνηθιζόταν στους άντρες κατά τα τέλη της δεκαετίας των έιτιζ ('80s) και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των νάιντιζ ('90s), του 20ού αιώνα (να μην τα ξαναλέμε!).
Υπήρχαν ποικίλα είδη καρέ, που κυμαίνονταν από το κάπως πιο μακρύ «καπελάκι» (γκοφρέ ή κοφτό), μέχρι το ίσιο μακρύ μαλλί που κάλυπτε όλο το σβέρκο και περίσσευε ελαφρά κάτω από τη γνάθο. Συχνά άφηναν να μακρύνουν μόνο οι τρίχες που ξεκίναγαν από το πάνω μέρος του κεφαλιού, με τις εσωτερικές να είναι ξυρισμένες με την ψιλή. Έτσι, όταν έπιανες κότσο το μαλλί, αναδυόταν περήφανα το κατά το ήμισυ ξυρισμένο κρανίο σου.
Τα κουρέματα τύπου καρέ συνήθιζαν κυρίως οι καστανοί και ξανθοί άντρες, υπήρχαν όμως και σε μελαχρινή βερσιόν.
Αν και εκ πρώτης όψεως πούστικο ως κούρεμα, εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τους τύπους που θεωρούνταν ταυτόχρονα τρέντυ και ποθητοί γκόμενοι.
Συνώνυμο: καρές, (πληθ.) καρέδες
Τον βλέπεις εκείνο τον καρεδάκια; Έχει ένα γκομενάκι σκέτη καύλα, αλλά άκουσα ότι της ρίχνει πολύ ξύλο!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified