Λέγεται για κάποιον που είναι αδερφή, αλλά πλέον και για γυναίκα με πολυτάραχη ερωτική ζωή. Προέρχεται από τη στρατιωτική slang.

Ο Άρης ρε; Τη γυαλίζει την κάννη, σου λέω!

βλ. και την τρίζει την όπισθεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκοπιά στη στρατιωτική slang. Από το «σκοπιά» και τη γνωστή πλέον κατάληξη «-άουα» (που παραμένει -πάντοτε- αδόκιμη ;-)

Πάλι σκοπάουα βάραγες ρε ταλαίπωρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθητικό άτομο με κρεμαστά μάγουλα και ύφος για λύπηση, ανεξάρτητα από την πραγματική διάθεση που έχει. Θυμίζει έντονα το καρτούν Droopie. Ο όρος ίσως είναι ιδιωματικός, σκοτεινού ετύμου.

- Έχει χαλαστεί με τίποτα ο Τέλης;
- Όχι ρε, απλώς είναι δεντροχόλαντρος το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκική λέξη που σημαίνει αβλεπί, σε μικρασιατικά ιδιώματα της Ελληνικής.

- Ρε Γιωρίκα, θα πάμε εκεί που λέγαμε;
- Γκιόρμεντεν, γιαβρί 'μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπήχτης, ο γαμιάς, ο γαμίκουλας. Συμφυρμός του γαμώ και του επιβήτορας.

Ώστε είναι τόσο καλός γαμήτορας ο Θόδωρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικροδιάλογος που γίνεται σε σχέση με γυναίκα κάποιας ηλικίας μεν (συνήθως από 40 μέχρι 55), αλλά η οποία φαίνεται καθαρά ότι κάποτε έκανε τους άντρες να σφάζονται για πάρτη της. Στο χαρακτηρισμό «πρώην όμορφη» απαντά κανείς «και νυν!», όταν συμφωνεί.

- Ξέρεις ποιος είναι ο Ριχάρδος; Εκείνος που τα 'χει με την Ελεονώρα.
- Αυτή την πρώην όμορφη;
- Και νυν! Και νυν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί που προέκυψε χωρίς να το επιθυμούν οι συνουσιαζόμενοι, λόγω... λάστιχου.

Παρατημένο τον έχουν, τριγυρνάει από γιαγιά σε θεία κι από θεία σε ξαδέρφη. Τι τα θες, άμα είσαι το παιδί της τρύπιας καπότας...

(από GATZMAN, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βαβούρα, ο χαλασμός Κυρίου, ο χαμός (στο ίσωμα).

  1. Πάμε πουθενά να χαλαρώσουμε ρε 'σύ, δεν αντέχω άλλη χανταβάρα.

  2. Τα αντιλαικά μέτρα της αύξησης των εμμέσων φόρων σε καύσιμα, ποτά, τσιγάρα κ.λ.π. δεν τα πήρε κανείς χαμπάρι; Μας τρώει ο πωπός μας μου φαίνεται... Χανταβάρα να γίνεται για αποπροσανατολισμό. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιχριτζής ή τσιχριντζής: άλλος τύπος του τσικιρικιτζή.

- Κερνάς εσύ, έτσι;
- Πάλι εγώ ρε μάστορα; Όλο εγώ κερνάω.
- Έλα ρε, μη γίνεσαι τσιχριτζής τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified