Ο άπατος, ο άμπακας, ο αγλέουρας (στα επτανησιακά ιδιώματα).

Σημ:. ο όρος προέρχεται από το στερητικό α- και το ρήμα «βλέπω» (πβ. βλέμμα).

- Πάλι έφαγε τον αβλέμμονα ο Γεράσιμος.
- Και μετά παραπονιέται ότι έχει αποκτήσει μπάκα!

Ο Αβλέμονας Κυθήρων. Μαγεία. (από patsis, 26/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνώ σε call girl (c.g., προφ. σι τζι) με στόχο το ξεφόρτωμα (ή την ειλικρινή σχέση, αν είμαι πολύ-πολύ μαλάκας).

Παράγωγα: σιτζάρισμα, σι τζι μαν (= αυτός που σιτζάρει), σιτζάτος (= αυτός που μόλις σιτζάρησε).

- Πάλι σιτζάρισες ρε αυνανιστή;
- Τι να κάνω, Αλαριχάκο μου, αφού δεν μου κάθεται ούτε θηλυκιά κατσίκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αφρικανός πωλητής CD.

Δεν είναι ούτε πέντε λεπτά που έχω κάτσει στο γαμομάγαζο, και έχουν περάσει δέκα σιντάραπες! Έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκιστί, το ελατήριο, αλλά και ο παλαιός σιδερένιος μηχανισμός ανοίγματος/κλεισίματος ξύλινης πόρτας σε αγροτόσπιτα, στον οποίο πατάς ένα πλήκτρο και αυτό ανασηκώνει ένα μικρό μάνταλο.

Μικρασιάτικος ιδιωματισμός, που ακουγόταν ενίοτε και στη 'δώθε Ελλάδα.

-Θείο, πατάω πατάω αλλά το ζεμπερέκι δε δουλεύει.
-Γαμώ τα ζεμπερέκια σου, τσόγλανε. Σ' το 'πα ότι θα το ξεκωλώσεις, όλη μέρα μπες-βγες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει στήθος, η πλακοβύζα.

Ο Γιώργος; Άσε, από τότε που τα 'φτιαξε μ' αυτή την απλώστρα την Κατρίνα, τον έχουμε χάσει.

Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ, παντόφλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».

- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λουφάρει, που την κάνει με ελαφρά όταν τον καλεί το καθήκον, που κάνει τον γερμανό όταν πρόκειται να του ανατεθεί κάτι. Παλαιός και ακόμη δόκιμος σλαγκοόρος, που έχει μπει και σε κάποια λεξικά. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο στρατό.

- Πάλι αγγαρεία σε χώσανε, ρε;
- Ναι, αλλά αυτή τη φορά θα δώσω 20 Ευρώ στο γύφτο να την κάνει.
- Α, ρε λουφαδόρε! Μη σε πάρουνε πρέφα μόνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο θαμώνας οίκων ανοχής στις Κάτω Χώρες. Ο όρος οφείλεται στη γνωστή βιτρίνα των ολλανδικών μπουρδέλων.

- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα, τώρα που θα είμαστε Άμστερνταμ;
- Φύγε από 'δώ ρε βιτρινιάρη που θα πάμε στα μπουρδέλα, με τόσες μουνάρες Ολλανδέζες ολοτρίγυρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που δεν διαφέρει και πολύ από τον Homo australopithecus, τόσο στην εμφάνιση, όσο και στη συμπεριφορά.

- Δέκα φορές του το εξήγησες και τίποτα;
- Ναι ρε, αφού σου λέω είναι δίποδας το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλόγρια, η θείτσα.

Πέρασε από 'κει μια θεια-Κούτσαινα και τη ρώτησα πού στο διάολο βρισκόμαστε. Κρανίου τόπος, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified