Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον κλασικό μποντιμπιλντερά που έχει φάει τη ζωή του στα γυμναστήρια λιώνοντας στα βάρη, αποκτώντας αφενός μεν ένα σφριγηλό σώμα, αφετέρου δε, παραμένει ευαισθητούλης και λίγο φλωράκος.

Χαρακτηρισμός για τα άτομα που θεωρούνται προστάτες των φίλων τους στις δύσκολες στιγμές (καυγάδες) εξαιτίας της σωματοδομής τους, αλλά λόγω της ευαίσθητης φύσης τους -καρδιάς πατάτας- απογοητεύουν, με αποτέλεσμα να πέφτει αρακάς.

- Χθες μας τη πέσανε, σε μένα και τον Αλέξη, κάτι αλάνια να μας ψειρίσουν στην Αθήνα, άσε φάγαμε πακέτο μαλάκα..
- Ε πάλι καλά ρε, ήσουν με τη ντουλάπα ρε, τι να σου κάνουν...
- Ποια ντουλάπα ρε, ο Αλέξης με το που τους είδε έκανε κακάκια ρε.
- Καλά ρε, 10 χρόνια γυμναστήριο πήγανε κουβάς πάλι.

(Η ντουλάπα είναι στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποφέρω οικονομικά.

Χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο εν λόγω άφραγκος, προκειμένου να κάνει καλή εντύπωση στο γυναικείο φύλο, το παίζει αλαραμάνης και κερνάει φαγητό, ποτό, σινεμά στα πρώτα ραντεβού, με την προσδοκία να βάλει κάποια στιγμή.

- Τι λέει ρε, τι θα κάνεις σήμερα;
- Kατά τις 8 έχω ραντεβού με εκείνη τη ξανθιά από το πάρτυ, τη θυμάσαι;
- Ναι καλό τούμπανο ήταν, πρόσεχε που θα τη πας έτσι, αυτή πρέπει να χει μεγαλώσει με γαλλικά και πιάνο.
- Έχω κλείσει τραπέζι ρε στη παραλιακή, θα ανοίξω μια Moet.
- Kατάλαβα, θα ματώσεις πάλι.

(από VAG, 16/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης χρόνων παραμονής στο εξωτερικό των αιώνιων φοιτητών.

Χρησιμοποιείται όταν η ακαδημαϊκή θητεία του εκάστοτε φοιτητή έχει ξεπεράσει κάθε χρονικό όριο, κοινώς όταν έχει χαθεί το μέτρημα.

Είθισται να συνοδεύεται (ο όρος) με αριθμό για να δώσει έμφαση.

(Διάλογος μεταξύ φοιτητών)
- Δε πάει άλλο φιλαράκι, πρέπει να πάρω πτυχίο φέτος.
- Άραξε ρε μεγάλε και να γυρίσεις τι νομίζεις ότι θα κάνεις, δε βλέπεις τι κρίση παίζει στην Ελλάδα; Αλήθεια πόσα χρόνια λείπεις;
- Τι να σου λέω τώρα, έχω δει τρία μουντιάλ στην Ιταλία και πάω για το τέταρτο αν συνεχίσω να τα ξύνω!
- Πλάτανος...

(από danikos, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω υπερβολικές ποσότητες φαγητού ή καταναλώνω εξίσου μεγάλες ποσότητες αλκοόλ.

Κύριο χαρακτηριστικό του «τσαλακώματος» είναι η ένταση με την οποία εκτελείται, που δεν αφήνει περιθώρια αντίδρασης στους υπόλοιπους.

  1. - Τι θα γίνει ρε μαλάκες θα φάμε τίποτα;
    - Ε δεν είπαμε να πάμε στα μπιφτέκια για τσαλάκωμα σε μια ώρα;
    - Ε άντε δε μπορώ να περιμένω άλλο ρε σεις πεινάω πολύ.
    - Θα τσαλακώσουμε ρε, υπομονή.

  2. - Καλά χθες πήγα με Αλέξη, Νίκο και Τεό και ήπιαμε δύο μπουκάλια και δυο μπλε κανάτες....
    - Έλα ρε και δεν έχεις πονοκέφαλο;
    - Όχι ρε εγώ τσαλακώνω και την επόμενη μέρα είμαι ηθοποιός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο γνωστό μπικίνι.

Αποδίδεται ειρωνικά σε άνδρες όταν διερωτόμαστε ρητορικά γιατί καθυστερεί, ειδικά εάν η καθυστέρηση οφείλεται σε καλλωπισμό, ξύρισμα, κλπ.

Άντε ρε μαλάκα, κατουριέμαι! Τι κάνεις δυο ώρες στο μπάνιο, το μπικίνι ξυρίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική εγωιστική-αντιδραστική, αλλά και μαγικά αφοπλιστική απάντηση σε λογομαχία, προερχόμενη συνήθως από

  • αγανάκτηση λόγω αμφισβήτησης ενός προτύπου μας (ήρωα, αγαπημένου ξυλέμπορα ηθοποιού),
  • έλλειψη-εξάντληση επιχειρημάτων.

Λήμμα για αυτούς που παρέμειναν παιδιά και τους αναπολούντες της δικιάς μου γενιάς.

  1. — Καλά, χθές είδατε την ταινία με το Van Damme; Τους έδειρε όλους πάλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο λέμε!
    — Ποιός Van Dammε και κουραφέξαλα ρε, δεν έχεις ιδέα από αρακά, δεν υπάρχει ο τύπος.
    — Καλά εσένα όμως μια φορά σε γαμάει...

  2. Σε παραλία:
    — Πω κοίτα ένα σώμα ρε που έχει ο τύπος, μπακλαβάς σκέτος.
    — Σιγα το τυρόπιτα ρε, και γω αν κάνω 10 χρόνια γυμναστήριο έτσι θα είμαι.
    — Εσένα μια φορά σε γαμάει όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη θέση σου, στην γωνιά σου και ήρεμα.

Όρος απαξιωτικός, που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να προσγειώσουμε κάποιον ο οποίος υπερέβαλε είτε στα λεγόμενά του, είτε σε προκλήσεις, χωρίς να έχει τις αντίστοιχες ικανότητες.

- Χθες έδωσα σεμινάρια στο Νίκο στο μπάσκετ.
-'Ελα ρε, δηλαδή;
- Ε με προκαλούσε δύο μέρες ότι «με έχει» και ότι θα χάσω τη μπάλα και πήγαμε και έχασε 11-0.
- Καλά του κανες, είναι μεγάλος τσαρόφ, έπρεπε κάποιος να τον βάλει στο θρανίο του.

πρβλ. τη ρόκα σου εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκσπερματώνω κατά τη διάρκεια της συνουσίας μέσα στο γυναικείο αιδοίο.

- Τι έγινε ρε γιατί είσαι αγχωμένος; Δεν πήγε καλά με τη Μαρία χθες;
- Καλά πήγε ρε, αλλά δεν φορούσα προφυλακτικό και τά 'δωσα μέσα όλα.
- Μαλακία, πες της να πάρει το χάπι μη γίνεις μπαμπάς από το πουθενά!

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified