Η κωλώστρα είναι ο δειλός , η κότα, ο κιοτής, αυτός που υπερηφανεύεται για να κάνει το κομμάτι του αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει τα λεγόμενά του και τις υποτιθέμενες ταρζανιές του, κωλώνει, κλάνει μέντες και γίνεται ρεντίκολο μπροστά σε όλους.

Περί της ορθογραφίας του λήμματος, αν και συναντάται και ως «κολόστρα», το σωστό είναι με ωμέγα εκ του κώλος, πισινός δηλαδή. Όταν γυρίζουμε τον πισινό μας στην πρόκληση, όταν δηλαδή την αποφεύγουμε και υποχωρούμε προκειμένου να μην εκτεθούμε στον παραμικρό κίνδυνο.

Οι κλασσικές κωλώστρες είναι πάντα πολυλογάδες, ψευτοπαλληκαράδες και νταήδες του γλυκού νερού.

Φιλοσοφική σχολή 2ο ετος εγω και τοτε μου αρεσε καποιος... Μεγαλη κωλόστρα εγω τοτε δεν εκανα κανενα βημα... Με λιγα λογια ο τυπος αγνοουσε την υπαρξη μου... Αποφασιζω λοιπον να του γνωστοποιησω οτι υπαρχω...
Το πρωι της αποφραδας εκεινης μερας στεκομαι μπροστα στην ντουλαπα μου και αποφασιζω να γινω μια Θεα... Επιλεγω ενα μαυρο κοντο φορεματακι (ηταν στη μοδα τοτε εκεινα τα μικροσκοπικα που στενευαν μεχρι τη μεση και ανοιγαν στο τελειωμα αερινα και προκλητικα κοντα...) Εχοντας απιστευτα σεξι διαθεση κανω τη μεγαλη πατατα να φορεσω απο κατω στριγκακι... Βαζω και το εντυπωσιακο πεδιλακι μου, χτενιζω τις παιχνιδιαρικες καταξανθες ανταυγιες μου, καμαρωνω στο καθρεφτη τα 48 (τοτε...) κιλακια μου, με φτυνω περιπαθως να μην με ματιαξω, αρωματιζομαι και φευγω. (το άφησα όλο το παράδειγμα από κάποιο φόρουμ γιατί είχε ενδιαφέρον)

κωλοστράρες (από perkins, 12/06/10)Λατινικη κολοστρα, για να μην (;) κωλωνεις! (από perkins, 14/06/10)

Επίσης η λέξη γράφεται και «κωλόστρα», βλ. παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μα» στη γλώσσα μας αποτελεί αφενός ορκωτικό μόριο (μα το χριστό), αφεδύο είναι εναντιωματικός σύνδεσμος, ταυτόσημο με το «αλλά» (θέλω μα δεν μπορώ). Επίσης είναι δεύτερος τύπος της κτητικής αντωνυμίας εμά-μα, ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου γένους.

Το «μου» είναι ο δεύτερος τύπος της γενικής της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» (εμού-μου).

Σλανγκικώς, η έκφραση χρησιμοποιείται ως δηλωτική ανούσιων δικαιολογιών συνοδευομένων από ακατάσχετη και χωρίς ειρμό φλυαρία κι αυτό διότι δεν υπάρχει ίχνος αληθείας στις αιτιάσεις αυτές.

(πάσα από xalikoutis σε αυτό το λήμμα ως σχόλιο.

... με την άδεια (;) του xalikoutis παραθέτω με κλόπυ πέιστ το σχόλιό του αυτούσιο δίκην παραδείγματος:
«Και μ' αρχίζει τα μα και μου, το και το του λέω, εδώ δεν είμαστ' ό,τι κι ό,τι, τη δουλειά θα την κάνεις έτσι κι έτσι του λέω, και πού και πού νά 'ρχεσαι και να μου λες πώς πάει...

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 14/06/10)Ιδιες δικαιολογίες και στην Ασία (από perkins, 14/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται ο πλανόδιος πωλητής CD, καθώς όντας πάντα καλοπροαίρετος και χαμογελαστός, προσφωνεί το υποψήφιο (κατά τον ίδιο) άρρεν αγοραστικό κοινό του με την έκφραση «φίλο - φίλο».

Προφάνουσλυ, ο συγκεκριμένος οικονομικός μετανάστης δεν κατέχει επαρκώς τη γλώσσα και εντάσσει το ουσιαστικό «φίλος» από την δεύτερη κλίση (κλητική : φίλε) στην εξής διάταξη: κλητική σε -ο σχηματίζουν από τα παροξύτονα αρσενικά:

α) τα βαφτιστικά: Αλέκο, Γιώργο, Πέτρο κουτουλού. β) μερικά κοινά ουσιαστικά: γέρο, διάκο...
γ) μερικά οξύτονα χαϊδευτικά βαφτιστικά: Γιαννακό, Δημητρό… δ) μερικά οικογενειακά ονόματα που τονίζονται στην παραλήγουσα, ιδίως σε -άκος, -ούκος, -ίτσος: κύριε Δημητράκο, Καρακίτσο…

- Έλα φίλο-φίλο, πάρε το απαγορευμένο, το Τζούλια. Τρία γιούρο! Έχω και Τοντορίτο το Νατάσα.

(από perkins, 14/06/10)(από perkins, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά λαμπάκια (λυχνίες) των οργάνων στα πάνελ διαφόρων μηχανημάτων, κυρίως όμως αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και σκαφών.

- Έλα, λέγε, με πόσα πάμε;
- Δε βλέπω ρε γαμώτο, έχει καεί κι η ψείρα απ' το κοντέρ...

Use common sense! (από MXΣ, 16/06/10)@ patsis (από jesus, 16/06/10)

βλ. και περίπτωση 4, ορισμός ironick για το ίδιο λήμμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παδέλα σώζεται ακόμα έτσι στην Λευκάδα και στην Κεφαλονιά (υποθέτω και στα υπόλοιπα Επτάνησα), ή αλλιώς padella ή padela, paielle.

Είναι σκεύος με πολύ μεγάλο παρελθόν και αναφορές ήδη από την εποχή της ακμής της Πομπηίας. Με την πάροδο των χρόνων διαδόθηκε σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη, χάνοντας τα αρχικά της χαρακτηριστικά (χαμηλό και φαρδύ πήλινο σκεύος μαγειρικής) και αποκτώντας ένα πλήθος παραλλαγών.

Μια απ' αυτές είναι η ισπανική παραλλαγή, η paella, ένα μεταλλικό τηγάνι με δύο χειρολαβές, που χρησιμοποιείται για τη παρασκευή της ομώνυμης συνταγής της παέλια. Επίσης άλλη παραλλαγή είναι η πήλινη φαρδιά γάστρα χωρίς καπάκι που μπαίνει στο φούρνο. Άλλη παραλλαγή είναι και η πήλινη φαρδιά λεκάνη για ανάμειξη των υλικών της μαγειρικής. Η πιο διαδεδομένη και γνωστή ωστόσο παραλλαγή της είναι αυτή για το τηγάνισμα και το σωτάρισμα, η επονομαζόμενη lionese (από τη Λυών).

Μπορεί δηλαδή να είναι τ. τηγάνι, γουόκ, κατσαρόλα, πήλινη γάστρα (χωρίς καπάκι) και πήλινη λεκάνη. Χαρακτηριστικό αναφοράς γι' αυτά τα σκεύη αποτελεί το χαμηλό ύψος και η αρκετά μεγάλη διάμετρος τους, άνω των εικοσιτεσσάρων εκατοστών.

Σλανγκοϊδιωματικά παράγωγα της λέξης παδέλα είναι:

  • παδελομούτρης, : στρογγυλοπρόσωπος, -η
  • παδελοφούσκης: ακόμη πιο στρογγυλοπρόσωπος (παδέλα + φούσκα)
  • το υ το παδέλα: το ύψιλον της πρώτης δημοτικού

1)......Εμείς πάντως στο σπίτι είχαμε μοσχάρι σπιτίσιο γιουβέτσι, σε πήλινη παδέλα στο φούρνο,με φρέσκια ντομάτα απο τον κήπο και ντόπιο τυρί.Όλα σπιτικά,εκτός απο την παδέλα που την αγοράσαμε τα Χριστούγεννα στη λίμνη Πλαστήρα.Αυτή η πήλινη παδέλα κάνει πεντανόστιμο το φαγητό ,φτού μην τη ματιάσω και μου σπάσει....(απο φόρουμ με συνταγες μαγειρικής.)

2)-Μάνα την αγαπάω! -Ποιά μωρέ πάλαι πίσω..; -Τη Μαριγούλα,... τση Τασίας....αυτήνη.. -..αυτήνη την παδελομούτρω; Τι τση ζήλεψες; που 'ναι τα μουσούδια τση λες και τηνε τσιμπήσανε χίλιοι σερσέλοι;

(από perkins, 17/06/10)Vespa Crabro Linnaeus  ή σέρσελας (από perkins, 17/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκάρτα, τα υπόλοιπα ή αποδέλοιπα. Αυτά που αφήνονται από όλους στο τέλος της διαλογής ως άχρηστα. Τα Β' διαλογής υλικά, τρόφιμα, ρούχα, ακόμη και μουνιά.

Τα συναντάμε ιδιαιτέρως στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα, υποθέτω δε ότι θα χρησιμοποιείται και στα αποδέλοιπα των Επτανήσων. Στην Σάμο λέγονται αποδιαλεγούδια και έχουν την ίδια σημασία (αυτά που απέμειναν).

Προφάνουσλυ, ετυμολογικά ο όρος παράγεται από την πρόθεση «από» και το ρήμα «διαλέγω», ήτοι ξεδιαλέγω, ξεχωρίζω.

  1. - Πάρε μάτια μου καποσάντε* να νοστιμίσεις.
    - Ναι, που αφήκατε ούλα τα αποδιαλεούρια;

(*Στρείδι ή χτένι του Αμβρακικού κόλπου κυρίως.)

  1. Ρε πούστη άνδρα, άσε κάνα πιπίνι και για μας που να είναι αξιογάμητο. Μόνοτα αποδιαλεούρια δεν έχεις χτυπήσει σ' αυτή την κωλοσχολή!

Αποδιαλογέας ελαιοκαρπου (από perkins, 18/06/10)ο καποσάντες  (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός απο αυτές τις σημασίες, λέγεται και για την επιτυχή προσπάθεια ψιλοώριμου επίδοξου επιβήτορα επί αρκετά μικρότερης ηλικιακά κόρης, την οποία πολιορκούσε για αρκετά μακρό χρονικό διάστημα.

Όπως είναι πρόδηλο, την συγκεκριμένη σχέση δεν την χαρακτηρίζουν οι αγαθές προθέσεις εκ μέρους του ανδρός, αλλά κυριαρχεί η κτητικότητα και τα παιχνίδια εξουσίας (μέσα - μέσα μπορεί και να πέφτουνε και τίποτα ψιλές).

Τι έγινε ρε γερομπισμπίκη, τη γρατζούνησες τη μικρούλα , τη γρατζούνησες; Κουφάλαααααααα!!!

Τη γρατζουνάει και στον υπνο .. (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γράσο (grasso) είναι λιπαντικό στοιχείο για μηχανήματα παντός τύπου, τα οποία έχουν κινητά μέρη και χρήζουν λίπανσης για μείωση της τριβής και συνεπακόλουθα της θερμοκρασίας και της φθοράς. Επίσης χρησιμοποιείται κι ως συντηρητικό για μεταλλικά τμήματα αντικειμένων που δεν πρέπει να οξειδωθούν επ' ουδενί, όσο κι αν παραμείνουν αχρησιμοποίητα.

Στη στρατιωτική σλανγκ, γράσα είναι οι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι μόλις ξεαμπαλαρίστηκαν εκ της συσκευασίας των και δόθηκαν ως δώρο στους παλιούς, με σκοπό την βελτίωση της καθημερινότητάς των τελευταίων.

Επειδή δε, το εν λόγω δώρο πρέπει να λειτουργεί απροβλημάτιστα για πολλούς μήνες (μέχρι ο παλαίουρας να απολυθεί), έχει προβλεφθεί η επικάλυψή του με γράσο, το οποίο άλλωστε δηλοί και την καινουργίλα του.

Υ.Γ.: Τα αυτιά των νεοσυλλέκτων (που δεν ακούνε πάντα τις διαταγές των ανωτέρων καραβανάδωνή των παλιών) δεν γεμίζουν κερί, αλλά γράσο.

  1. ...2α Μ.Α.Λ (ΜΟΙΡΑ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ) 1988 ΤΑ ΓΡΑΣΣΑ ΤΟΥ 2ου και 3ου ΛΟΧΟΥ ΚΡΟΥΣΕΩΣ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΕ ΦΑΛΑΓΓΑ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΟΧΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΛΟΧΟΙ ΕΝΑΣ. ενα απ` αυτα τα γρασσα ημουν και γω. (απο φόρουμ για καψώνια ).

  2. Καραμήτρος...Καραμήτροοόοος.. δεν ακούς ρε νέωψ; Άντε ρε να βγάλεις τα γράσα απ 'τ' αυτιά σου... Τσακίσου!!!

για όλες τις χρήσεις (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικά ονομάζεται έτσι η γκόμενα που φοράει νταγκαντούγκα, κουραδοκόφτη δηλαδή η πορδοκόφτη.

Σημείωση: νταγκαντούγκα λέγεται το τάγκα βρακάκι (ο θεός να το κάνει) διότι όταν φαίνεται η κωλοχαράδρα σε κόρη βαδίζουσα, οι παρατηρητές βλέπουν τα ημικώλια να κουνιούνται διαδοχικά και συστηματικά και εικάζουν με το άρρωστο μυαλό τους ότι παράγεται ήχος όμοιος με αυτόν της χαρμόσυνης ακολουθίας των εκκλησιών.

- Τι κάθεσαι ρε πεθαμένε στο πεζούλι με την περιπτερόμπυρα ανά χείρας;
Τηλεόραση βλέπεις;
- Ξεκόλλα εξυπνάκια μου, περνάνε συνέχεια κάτι νταγκαντούγκες... δεν πετάς τίποτα!

(από perkins, 19/06/10)(από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified