Το κωλόχαρτο με την κυριολεκτική σημασία του, αυτή του χαρτιού υγείας (άκου... «υγείας»). Προέρχεται από το πάτος (κώλος) και χαρτί.

Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. και τον ορισμό του Προφήτη, εξαιρώντας όμως την εξής έννοια: «Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.)».

Στην μη σλανγκική διάλεκτο, πατόχαρτο λέγεται το γυαλόχαρτο αντοχής για τρίψιμο ντουβαριών.

Πού πας ρε Καραμήτρο με το πατόχαρτο στην εξάρτυση;
— Έχω περίπολο και φάγαμε χτες κάτι γκοτζίλες... Καταλαβαίνεις.

ο μίτος της Αριάδνης (από perkins, 29/05/10)

Ακόμη: σκατόχαρτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται από μαρμαράδες - και δεν τους φαινότανε!

Είναι το κύρτωμα που γίνεται με λείανση στην πάνω εξωτερική πλευρά μιας μαρμαροποδιάς ή ενός μαρμάρινου σκαλοπατιού.

Στην περίπτωση που το κύρτωμα αφορά και την πάνω αλλά και την κάτω εξωτερική γωνία, τότε αυτή η εργασία λέγεται ολόκληρο τσιμπούκι.

Η ομοιότητα με άλλες δραστηριότητες είναι απλά φωνολογική.

Κ.Γ: - Αστρίτ, πότε θα είναι έτοιμη η σκάλα, ρε;
Α: - Αύριο το απόεμα κυρ - Ιάννη, να κάνω ως το βράδυ τα τελευταία μισοτσίμπουκα κι αύριο τα τσιμπούκια.
Κ.Γ: - (από μέσα του) Μωρέ μπράβο, τέτοιος λεβέντηςς....

Τσιμπούκια ο Τίγρης. (από perkins, 05/11/10)Γνήσιο μισοτσίμπουκο. (από perkins, 05/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στοματικός έρωτας χωρίς σεξ και προκαταρκτικά. Αυτός που εκεί αρχίζει και τελειώνει.

— Την κατάφερες την πιτσιρίκα;
— Ποια πιτσιρίκα ρε; Αυτή με το καλημέρα με πλάκωσε σε κάτι ξεροτσίμπουκα...

Ένα ξερό γαμήσι θα γέμιζε την νύχτα μου! (από MXΣ, 16/05/10)(από perkins, 18/05/10)

Δες και τσιμπούκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι το αποβαλλόμενο δέρμα των ερπετών που αποτελείται μόνο από νεκρά κύτταρα και που όλοι έχουμε δει κάποια φορά σε περιήγηση στην εξοχή. Λέγεται και «πουκάμισο» ή φιδόντυμα.

Επίσης κάτι ανάλογο συμβαίνει με τα αμφίβια, αλλά και με τα έντομα, όπως τα τζιτζίκια, που το δέρμα τους το συναντάμε το καλοκαίρι στα δέντρα και είναι πορτοκαλί (παράδειγμα 1).

Σλανγκικώς όμως, έτσι χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο ρούχο, συνήθως μπλουζάκι, από όλους τους βλέποντες (καμιά φορά κι από τυφλούς που έχουν οξυμένη την όσφρηση), όταν ο κάτοχός του το φοράει συνέχεια -αφενός διότι είναι πτωχός κι έχει, βαριά, άλλο ένα, αφεδύο διότι είναι τσίπης και δεν πάει να αγοράσει κάνα ρούχο και αφετρία επειδή είναι πολύ κολλημένος (στα όρια του αυτισμού) και θέλει να φοράει μόνο αυτό το ρούχο σε σημείο που όλοι να τον θυμούνται εξ ανακλητικής μνήμης με το συγκεκριμένο.

Οι μασχαλιαίες περιοχές βέβαια σφύζουν από αμμωνιαζόλ και, όταν το βγάζει το βράδυ για να κοιμηθεί, το ακουμπά στο πάτωμα διότι πλέον στέκεται όρθιο δίκην θώρακος πανοπλίας (παράδειγμα 2).

  1. Το δεύτερο δέρμα
    Όταν το παλιό «πουκάμισο» της κολουβρίδας ξεραθεί,
    το φίδι το αποβάλλει, μιας και το δέρμα αυτό, που αποτελείται
    από στρώματα νεκρών πλέον κυττάρων, δεν αναπτύσσεται μαζί με το ερπετό.
    Με τον ίδιο τρόπο αποβάλλουν το παλιό τους δέρμα και τα αμφίβια.
    Μετά το στάδιο της νύμφης, τα έντομα εξελίσσονται σε τέλειους οργανισμούς.
    Αντίθετα τα θηλαστικά και τα πουλιά σχηματίζουν εκ νέου μικρές
    ομάδες δερματικών κυττάρων, αποβάλλοντας τα νεκρά κύτταρα.
    Τα μαλάκια, όπως τα σαλιγκάρια, δεν παύουν να αναπτύσσονται ποτέ,
    κάτι που φαίνεται από τις ραβδώσεις στο καβούκι τους.
    Αντίθετα, τα σπονδυλωτά αναπτύσσουν τα οστά τους σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής τους.

  2. - Είδες τον Γρηγόρη;
    - Μπα! Έχω να τον δω τρεις-τέσσερις μέρες.
    - Νά' τος ρε έρχεται καμαρωτός με το δεύτερο δέρμα του...
    - Τον πούστη, ακόμα το φοράει ρε, θα 'χει κολλήσει απάνω του.
    - Και θα στέκεται και όρθιο, γάμησέ τα, ευτυχώς που έχω δέκα μποφόρ ιγμορίτιδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κ.τ.λ., και τα λοιπά. Προφέρεται κουτουλού για τους ίδιους ακριβώς λόγους που λέμε και δουσού, πσκ, πουσουκού, σουκού, χεσεμές, ρουσουσού, μουσουνού κλπ (όπως λέει και η Ιronick).

- ...κι άρχισε να μου λέει ότι την κλείνω μέσα, ότι εγώ βγαίνω με τα ρεμάλια, δεν της λέω γλυκόλογα, κουλουπού κουλουπού, καταλαβαίνεις τώρα, σωστή γιαλόμα και βάλε,
δεν την παλεύω κάστανο φίλε.

ΚΟΥΤΟΥΛΟΥ-Ν (από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τσίγκινη συσκευασία έτοιμου φαγητού τίγκα στα συντηρητικά και τα βελτιωτικά γεύσης.

Απαντάται σε διάφορα σχήματα με πιο διαδεδομένο το κυλινδρικό για υδαρές περιεχόμενο και κυβικό ή τραπεζοειδές για στεγνό (λατσιομήτι και κορνεμπίφι ).

Τελευταία εμφανίστηκαν και κάτι εξάγωνα που το παίζουν ιστορία , και καλάουα ποιότητακι έτσι.

Το τενεκεδάκι αυτό, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, αποτέλεσε το βασικό φονικό όπλο των αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμοριτών και ειδικά ως οξειδωμένο.

Σλανγκικώς, και καταλήγω, είναι το όχημα του μπάρμπα-Μπρίλιου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται: ανήκει στον προηγούμενο αιώνα, δεν πάει, δεν σταματάει, δεν στρίβει, καίει περισσότερο λάδι στον θάλαμο καύσης από βενζίνα (απλή), και μπορεί να είναι από καντέτ και σάννυ έως λάντα και σκουντάι άξιντεντ.

  1. Όταν λες ότι δεν χωρούσες μέσα στην SLK τι εννοείς; Μήπως να το ξανασκεφτείς;

Μιλάς για αυτοκίνητο (SLK) και για κονσερβοκούτια με ρόδες... αν θες να κάνεις τη σύγκριση.

από εδω

και ...
2. Ωραια τα λες, αλλα δοκιμασε να πας διακοπες στην Παργα με δυο διαβολακια κρεμασμενα στους πλαινους σακκους της μηχανης, την συζυγο απο πισω και τα μπαγκαζια δεμενα με ταινια στο κρανος, το ντεποζιτο, το πισω φτερο και το μπροστινο πιρουνι.

Και μετα μου λες τι χρειαζεται το κονσερβοκουτι...

από 'κει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασχολούμενος με ζητήματα λαϊκής μεταφυσικής, ψιονικής δραστηριότητας, ουφολογίας, φασματολογίας, αποκρυφισμού, παραϊστορίας κουτουλού, αλλά όντας ημιμαθής και άσχετος ανάγει τα πάντα όλα σε τέτοιου είδους αιτίες και αφετηρίες καταλήγοντας τελικά να είναι γραφικός.

Ιδιαιτέρως δε η κατάληξη -άκος είναι αυτή που δίνει στο υποκείμενο την έννοια της ημιμάθειας, αλλά και της σούπερ γραφικότητας, καθώς χρησιμοποιείται ως μειωτική.

- Σου είπε για χτες βράδυ ο Ιορδάνης, που είδε κάτι παράξενα σαν ούφο;
- Έλα ρε, τι να μας πει πάλι ο χαρδαβελάκος; Αυτός είναι το ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πολύ μικρά λαμπάκια (λυχνίες) των οργάνων στα πάνελ διαφόρων μηχανημάτων, κυρίως όμως αυτοκινήτων, μοτοσυκλετών και σκαφών.

- Έλα, λέγε, με πόσα πάμε;
- Δε βλέπω ρε γαμώτο, έχει καεί κι η ψείρα απ' το κοντέρ...

Use common sense! (από MXΣ, 16/06/10)@ patsis (από jesus, 16/06/10)

βλ. και περίπτωση 4, ορισμός ironick για το ίδιο λήμμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Στη μαγειρική, πάστωμα είναι η συντήρηση τροφών μέσα σε ξύδι ή άλμη, όπως συμβαίνει κυρίως με τα παχιά ψάρια ή τις ρέγγες» (βλ. παστώνω το κοπίδι). Επίσης γίνεται και με αλάτι, χονδρό κατά προτίμηση.

Μια άλλη σημασία του Παστώματος του Σλανγκικού είναι η αποταμίευση χρημάτων και η διατήρησή τους επ' αόριστον. Χρησιμοποιείται ειρωνικά σε γνωστούς τσιγκουίνους για καζούρα!

Αλλιώς λέγεται και «Βάζω τα χαρτιά μούτρο με μούτρο».

- Κοίτα ο τσίπης σακκακιά! Το βαφτιστικό του είναι;
- Αφού ρε δε χαλάει φράγκο, μόνο για αλάτι δίνει!
(Λοξό βλέμμα και γκριματσα):
- Για να τα παστώνει ντε!

(από perkins, 24/05/10)(από perkins, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified