Περίτεχνο ανάποδο σουτ σε αγώνα ποδοσφαίρου.

Η κίνηση έχει ως εξής: ενώ ο παίχτης βρίσκετε με την πλάτη στο τέρμα και, συνήθως, εντός της μεγάλης περιοχής, δέχεται μια πάσα που υπολογίζει ότι θα κατάληξη σε ύψος λίγο πάνω από το κεφάλι του, τότε με ένα σάλτο φέρνει το σώμα του σε παραλληλία με το έδαφος ενώ το αριστερό του πόδι (αν υποθέσουμε ότι ετοιμάζεται να σουτάρει με το δεξί) βρίσκεται ψηλότερα, για να δημιουργήσει αντίβαρο και να πάρει φόρα ώστε την κατάλληλη στιγμή, με δύναμη, να σουτάρει με το δεξί φέρνοντάς το αρκετά ψηλότερα από το αριστερό (και μετά πέφτει κάτω).

Η κίνηση αυτή των ποδιώνε, φέρνει στο μυαλό εικόνα ψαλιδιού που ανοιγοκλείνει, απ' όπου και η ετυμολογία.

Αγγλιστί: bicycle kick (ποδηλατοσούτ)

Εκπληκτικό τέρμα του Παντελή Καπετάνου με ανάποδο «ψαλιδάκι» έδωσε τη νίκη στην Κλουζ στην αναμέτρηση με την Τάργκου Μούρες (1-0) στέλνοντάς την στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. (εδώ)

Ακριβώς αυτά. (από PUNKELISD, 04/03/12)Ψαλίδια στην τέχνη. Άντε όλο μπάλα. (από Galadriel, 06/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση που λέγεται κατά την θέαση απόκρυφων σημείων, κυρίως από τη μέση και κάτω (όπου εκδηλώνεται και μεγαλύτερο ενδιαφέρον) και λιγότερο από τη μέση και πάνω.

Η έκφραση προκύπτει, όχι από το ότι τα προς θέαση σημεία είναι για φωτογραφία, αλλά πιθανότατα από το γεγονός ότι κατά την θέαση τον συγκεκριμένων σημείων, ο θεατής, πέραν του ότι τα κοιτάει απευθείας, έχει και ένα γλυκό χαμόγελο έκπληξης και ευτυχίας, όπως συμβαίνει συνήθως σε μια φωτογράφιση.

Αν και η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται αρκετά και από το γυναικείο φύλο, έχει γίνει ευρύτερα γνωστή από την συστηματική χρήση των αντρών.

Σημείωση: ως απόκρυφα σημεία θεωρούνται τα σημεία του σώματος εκείνα τα οποία διεγείρουν και διεγείρονται κατά την γενετήσια πράξη και που, στην καθημερινότητα, δεν είναι άμεσα ορατά. Έτσι, απόκρυφο σημείο δεν μπορεί να θεωρηθεί, για παράδειγμα, το αυτί, όσο και αν αυτό, στην ευγενή ομάδα των φετιχιστών, μπορεί να διεγείρει σεξουαλικά.

- ...και εκεί που έχω χωθεί κάτω απ' τ' αμάξι να πιάσω ένα παπαράκι, περνάει η γκόμενα από πάνω μου!
- Και;... τα είδες όλα;
- Όχι τα μισά! Ρε, με φωτογράφισε κανονικά σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φώκια ή υγρή φώκια: ειδικό στεγανοποιητικό υγρό, κυρίως για ψυγεία αυτοκινήτων τα οποία έχουν τρυπήσει ή έχουν υποστεί ρωγμή.

To υγρό στη σύστασή του περιέχει ρινίσματα χαλκού και αλουμινίου, τα οποία στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από το ελαττωματικό σημείο, το φράζουν και σταματάνε έτσι τη διαρροή.

Μια κλασική μέθοδος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος στα παλιότερα χρόνια (αλλά και στις μέρες μας ως λύση ανάγκης), ήταν η χρήση ελληνικού καφέ, όπου οι κόκκοι του παίζανε το ρόλο των σημερινών ρινισμάτων, ενώ κάποιες φορές γινόταν χρήση ακόμα και λουκουμιού.

Ενδιαφέρον ωστόσο έχει η ετυμολογία του λήμματος, καθώς η ονομασία του υγρού προέρχεται από την χειρότερη μετάφραση που μπορεί να επιλέξει κανείς, ανάμεσα στις δύο βασικές σημασίες της αγγλικής λέξης «seal», από το πλήρες «liquid seal», που αναγράφεται πάνω στη συσκευασία του στεγανοποιητικού υγρού και που εκτός των άλλων σημαίνει και «επισφράγιση - στεγανοποίηση».

Τέλος να σημειωθεί πως, αν και πειραματικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλου είδους διαρροές, όπως σε λέβητες, σε καλοριφέρ, σε ηλιακούς κ.λπ.

- Το λοιπόν, έχε μου εμπιστοσύνη. Η διαρροή μόνο με έναν τρόπο σταματάει πλέον.
- Δηλαδή.
- Απλά θα βάλουμε φώκια στο ψυγείο.
- Ααα! Άλλο τρόπο να βρεις. Εγώ είμαι μέλος της MOm.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει άτομο εξαιρετικά λεπτό που είναι αναπόφευκτη η σύγκρισή του με φλούδα.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να καταδείξει τα εξαιρετικά μικρά οπίσθια ή στήθη μιας γυναίκας.

Βλέπε αναλυτικότερα και το λήμμα ακτινογραφία.

  1. - ...και ήταν λεπτός;
    - Φλούδα σε λέω! Αφού τον έδωσα πέτρες να βάλει στην τσέπη του, να μη τον πάρει ο αέρας!

  2. -Τουλάστιχον από βυζί έλεγε τίποτα;
    - Άστα δικέ μου, φλούδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακουμπάω ή χτυπάω με το όχημά μου κάποιο άλλο όχημα είτε σε παρκάρισμα είτε σε τρακάρισμα αντίστοιχα.

Το λήμμα φανερώνει μια πιο ερωτική διάθεση απέναντι στην επαφή δυο οχημάτων αποφορτίζοντας, κάποιες φορές, την όλη κατάσταση.

Πιο συχνή είναι η χρήση του τρίτου πληθυντικού και κυρίως σε αόριστο χρόνο, χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί κανόνα.

  1. - Φιλαράκο, ήθελα να σου πω ότι τώρα που έκανα όπισθεν δεν τα υπολόγισα καλά και, ξέρεις, σε φίλησα λίγο..
    - Μισό λεπτό να δω...[βλέπει] Πωωω! Μου έβαλες όλη τη μούρη μέσα ρε φίλε! εσύ δε με φίλησες, με γάμησες!

  2. - Ωπ! Τι μπαμ ήταν αυτό;!
    - Να ρε, εκεί! Φιλήθηκαν στη διασταύρωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς απαξιωτικός, περιπαικτικός και μειωτικός χαρακτηρισμός προς φαρμακοποιό.

Αν και αρχικά εννοούσε τους βοηθούς των φαρμακοποιών, πλέον αναφέρεται στους ίδιους, σε περιπτώσεις που:

α) δεν έχουν την γνώση του επαγγέλματος (δηλ. είναι ψιλοχοντροάσχετοι)
β) είναι ψιλοαπατεώνες (δηλ. οι τιμές τους είναι φαρμακείο)
γ) είναι καρμίρηδες (δηλ. έχουν τρύπια κάλτσα και διαμαρτύρονται που η ράφτρα ζητάει 1€ για να την μπαλώσει)
δ) απλά θέλουμε να τους πειράξουμε...

Είδατε ο Γιώργος με την απειλή πως θ' ανοίξει τα επαγγέλματα; Ξεπουλάει το στοκ ο φαρμακοτρίφτης μη και του μείνουν. Ακόμα κι αυτά που δεν έχουν λήξει… (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από το «υποτιμητικό ράπισμα εις τον σβέρκο» συνηθίζεται να χρησιμοποιείται και για τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, άκα ΦΠΑ.

Και αυτό όχι μόνο λόγω της ομοιότητας με τα αρχικά του αλλά και γιατί o ΦΠΑ αποτελεί εκ των πραγμάτων μια οικονομική φάπα στον εκάστοτε καταναλωτή.

  1. - Και πόσο πάει το μαλλί;
    - Με φάπα ή χωρίς;

  2. «ΦάΠΑ 2% στον καταναλωτή, παρά τις διαβεβαιώσεις που έδινε πριν από τις κάλπες.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι οι κεραμικοί πυκνωτές σε ηλεκτρονικά κυκλώματα. Συναντώνται σε σχετικά απλές πλακέτες (όπως παλιών τηλεοράσεων, ραδιοφώνων, κλιματιστικών, ενισχυτών κ.α.), μιας και τα ολοκληρωμένα ηλεκτρονικά κυκλώματα τείνουν να γίνονται όλο και μικρότερα, με νέου τύπου πυκνωτές, διόδους, γέφυρες, τρανζίστορ κ.α.

Ονομάζονται έτσι λόγω της ομοιότητας σχήματος και χρώματος με το γνωστό όσπριο.

Οι κεραμικοι πυκνωτες (φακες) σπανια παθαινουν ζημια οι παλιοι τουλαχιστον γιατι ειχαν φοβερες ανοχες. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 07/09/11)φακ-ες (από PUNKELISD, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποσοτικός χαρακτηρισμός υπερθετικού βαθμού.

Αναφέρεται κυρίως σε απτά (παρ.1) παρά σε νοητά πράγματα (παρ.2) στις περιπτώσεις εκείνες που θέλουμε να δείξουμε ότι ένα σύνολο είναι ολοκληρωμένο σε τέτοιο βαθμό που υπερβαίνει την απόλυτη πληρότητα μιας και από 'κει δε λείπουν καν οι ίδιοι οι γονείς.

Η έκφραση επανήρθε στο προσκήνιο και έγινε ευρύτερα γνωστή και αναγνωρίσιμη από γνωστό διαφημιστικό σποτάκι κινητής τηλεφωνίας.

Συνώνυμα: μόνο εγώ λείπω από εδώ μέσα, τα πάντα όλα κ.α..

  1. -Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
    -Έλα ρε!
    -Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έβαζε μέσα, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
    -Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
    -Όχι ρε 'συ, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έβαζε στο σάντουιτς τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
    -Γάααμησε!

2.-Μιλάμε, νταξ', ο τύπος μαλάκα, γάμησε..
-Έλα ρε!
-Νταξ', τι να σου λέω ρε μαν, έπαιζε, γάμησε, τον πατέρα του και τη μάνα του.
-Γάμησε τον πατέρα του και τη μάνα του;
-Όχι ρε, εννοώ, να, ότι φίλε, κοίτα, έπαιζε στο πιάνο τα πόδια του ρε μαν, τα πάντα όλα δηλαδή.
-Γάααμησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified