Η χτυπητά ξανθιά (φυσική και μη) γυναίκα με υπερβολικά φουντωτό μαλλί, που μοιάζει με τον ομώνυμο ήρωα της Ντίσνεϋ (The Lion King).

- Πώς σου φαίνεται το μαλλάκι που μου έφτιαξε ο Τρύφωνας; Πρώτο, ε;
- Καλέ εσύ είσαι σαν τον Λάιον Κίνγκ! Πώς έγινες έτσι;!

Bonnie Tyler (από Jonas, 05/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κλάσε μας τα αρχίδια και υπερθετικός βαθμός του «κλάσε μας μια μάντρα».

- Ρε θα σου κάνω μήνυση παλιοαλήτη!
- Θα μου κλάσεις μια μάντρα πέρδικες γεροξούρα!

Γιατί να λέμε μόνο για τη Μάντρα κι όχι π.χ για την Ελευσίνα (φωτό);   (από GATZMAN, 23/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση λέγεται σε κάποιον για τον οποίο υπάρχει σαφής υποψία κλοπής. Βλ. τη χρήση της στην ταινία «Της Κακομοίρας».

- Εγώ θα βγω για λίγο κι εσύ πρόσεξε εδώ μέσα, έχω το μικρό να σε παρακολουθεί.
- Εμένα; Γιατί;
- Άστα αυτά! Συζητιέται το χεράκι σου στη γειτονιά...

Got a better definition? Add it!

Published

Κλέβω, αρπάζω, αφαιρώ κάτι ύπουλα. Στην ντοπιολαλιά των Ιωαννίνων.

Ωραίο ρολογάκι! Το τσάλεψες από πουθενά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.

- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.

Aυτοί ακριβώς! (από allivegp, 15/04/11)βασική κατηγορία βρωμιάς στον ήχο είναι οι στονεριές. μπίχλα, μπύρες κ γκόμενες με τζην σορτσάκι να παίζουν μπιλιάρδο. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κόμμωση στην οποία τα μαλλιά είναι φουντωτά και σχετικά ατημέλητα, δημιουργώντας την εντύπωση φουντωτής χελιδονοφωλιάς στο κεφάλη του φέροντος. Εάν τα μαλλιά είναι γκρίζα το αποτέλεσμα είναι ακόμη πιο ρεαλιστικό. Χρησιμοποιείται συχνά από παλαιογιεγιέδες και βαψομαλλιάδες.

Πάρε ρε έναν τύπο εκεί πέρα! Σαν τον Πρέκα είναι. Με χελιδονοφωλιά στο κεφάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανόητη πράξη ή πρόσωπο που αγγίζει τα όρια της ιδιωτείας. Συνώνυμο με το γκαγκά.

Εντελώς γκαγκαούγκαγκα ο άνθρωπος! Δεν μπορούσε ούτε reboot να κάνει στο PC του! Και τον έχουν και τεχνικό υπεύθυνο!

(από GATZMAN, 03/04/11)

Σύγκρινε και γκαούγκαγκας, αγκαούγκας, αούγκανος και αούγκαντος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει την υπερβολική γελοιότητα και αστειότητα κάποιας πράξης ή ενός ανθρώπου.

- Ο Λούλης κατεβαίνει υποψήφιος στις δημοτικές εκλογές!
- Όχι ρε! Με τέτοια φάτσα και τέτοιο μυαλό; Ρε, θα γελάσουν και τα τσιμέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καριόλα. Από το καριόλα και το Καρολίνα.

Είναι αυτή μια καριολίνα! Όλους τους έχει πάρει!

Καριολάϊν---Cariola on line  (από GATZMAN, 02/12/10)(από Khan, 03/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω σεξ ενεργητικά, ήτοι κάνω σεξ σε μια γυναίκα. Ως εκ τούτου απαντάται στην περιγραφή της σεξουαλικής πράξης από άνδρες. Συναντάται στην Ήπειρο και στη Ρούμελη κυρίως.

Τα κατάφερε τελικά. Τη φαρμάκωσε τη χήρα ο άτιμος!

(από Nakas, 24/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published