Το ορθό πέος, η ψωλή (που βέβαια πάει καμαρωτό - καμαρωτό κι άκαμπτο όπως ένας τσολιάς).

Εξ ού και τα εξαιρετικά από άλλους φίλους αποθησαυρισμένα και αλλού παρατιθέμενα:

  1. Τσολιάς στ' αρχίδια μας γι' αυτόν που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και θέλει να μας κάνει κουμάντο:
    - Ίσα ρε!! που θα μας πεις τι και πώς. Τσολιά στ' αρχίδια μας σε βάλαμε;

  2. Η ειρωνική προσφώνηση σε φίλους άνδρες:
    - Καλώς τον τσολιά!! Πού γύρναγες; ... που είναι παρόμοιο του: Καλώς τ' αρχίδια μας

  3. Το προπορευόμενο πούλι στο πλακωτό στο τάβλι (αφού κι η τεντωμένη ψωλή είναι αυτή που... προπορεύεται οπτικά ολόκληρου του σώματος).
    - Γαμώ την καταδίκη μου!! Μου πλάκωσε πάλι τον τσολιά!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και υποδηλώνει μια δραστηριότητα που απαιτεί κόπο και εξουθενωτική προσπάθεια για να επιτευχθεί, όπως η ύλη των μαθημάτων που πρέπει να καλυφτεί -βγει- πριν τις εξετάσεις του εξαμήνου.

- Την πρώτη μέρα θα δούμε το πύργο του Άιφελ (όλα τα πατώματα), την Αψίδα του Θριάμβου (ταράτσα και μουσείο), την Αψίδα στην Ντεφάνς (τις εκθέσεις και την Προμενάντ), το Λούβρο και τη γυάλινη Πυραμίδα …
- Μανάρι μου, γιαβάς – γιαβάς!! Τα ταξίδια δεν είναι ύλη για να βγει. Διακοπές πάμε στο δια ταύτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το κεφάλι. Λέγεται στις Κυκλάδες.

Μερικές φορές μπορεί να σημαίνει πως κάποιος έκανε κάτι βιαστικά, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, παρορμητικά.

Ο Μάρκος πάντα βουτάει κεφαλητά και με τη μία. Όχι σαν εσένα που ώσπου να βρέξεις κώλο παπαδιάζουν τα ποδάρια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκρεμίζω. Λέγεται στις Κυκλάδες.

Μη μου τα πρήζεις με το σπίτι του μπαμπά σου, γιατί τώρα δα το βουλίζω να γλιτώσω κι από σένα κι από δαύτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα σαν προϊόν μιας εκσπερμάτωσης.

Λέγεται συχνότερα στον πληθυντικό απ' ό,τι στον ενικό για να υποδηλώσει τη βαρβατίλα του ανδρός.

Η έκφραση πάρ' τα χύσια μου είναι συνώνυμη του πάρ' τ' αρχίδια μου.

  1. Τι ψωλορουφήχτρα αυτή η Ποπίτσα, ρε μαλάκα!! Κατάπινε τα χύσια λες κι ήταν Κόκα-Κόλα. Μου στράγγιξε τ' αρχίδια, σου λέω!!

  2. - Ρε μαλάκα θα μου ξηγηθείς το κάμπριο μεθαύριο;
    - Πότε, ρε μαλάκα; Σου το βράδυ; Ρε, παρ' τα χύσια μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αρχίδια.

- Δε φορούσε τίποτα κάτω απ' τη φουστανέλα ο μαλάκας, έδωσε μια φούρλα μπροστά στη στρατηγίνα και φανήκαν τα γκογκόβια του!! - Κι αυτή;
- Τα γούρλωσε ρε μαλάκα. Κι αυτή κι ο στρατηγός.

και τι γκο ΓΚΟΒια (από perkins, 29/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυροβολιά, στροβιλισμός, περιστροφή, στριφογύρισμα γύρω από τον εαυτό μου.

Υπάρχει και το ρήμα φουρλίζω - φουρλίζομαι.

- Κάνε μια φούρλα ακόμη, μανάρι μου.
- Αχ, δε μπορώ άλλο, ζαλίστηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται αρχίδι (ποιο αρχίδι με φαγουρίζει).

Συνήθως λέγεται για να δείξει πλήρη αδιαφορία με μια επιθετική χροιά προς αυτόν που μας τα πρήζει με αρλούμπες.

- Θα βγάλει διάγγελμα ο ΓΑΠ.
- Κάτσε να δω ποιο με ξύνει, τ' αριστερό για το δεξί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μεν η πολύ άσχημη γυναίκα αλλά υπονοείται πως γι' αυτό φταίει η ηλικία.

Συνήθως μια πατσούρα είναι πολύ βαμμένη (μακιγιαρισμένη).

Ακούγεται και το αντίστοιχο ρήμα εννοείται πιο συχνά στο γ' ενικό: πατσούριασε.

- Πώς πατσούριασε, ρε πούστη μου, αυτή η Ρίτα!!
- Είδες; Δε βρήκε να μοιάσει τη μάνα της. Μούναρος μέχρι τη σύνταξη!!

έργο του Felix Valloton (από ironick, 10/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified