Το γνωστότατο πλαστικό σκεύος – φετίχ πολλών νοικοκυρών που έγινε αφορμή χαρωπών γυναικομαζώξεων.

Αποτέλεσε κι αποτελεί σωτήρια λύση απ’ την υποχρεωτική νηστεία έως τον εξ ασιτίας θάνατο, πλείστων όσων φοιτητών (κάθε φύλου) (ακόμη και του εξωτερικού) σε περιόδους σκληρής ανευρείας, δρώντας ουσιαστικά σαν ομφάλιος λώρος.

Ελληνιστί: «φαγητοδοχείο».

Ως γνωστόν, το να εμφανιστείς σε γκουρμέ εστιατόριο κουβαλώντας παραμάσχαλα το δικό σου σπιτικό φαγητό σε ταπεράκι, εκτός του ό,τι αποτελεί προσβολή για το μαγαζί, καταστρέφει την όποια φήμη σου, προκαλώντας δηκτική καζούρα.

Έτσι, στα στριπτιτζάδικα σινάφια, σαν απαξιωτικός χαρακτηρισμός: Η συνοδός στο μαγαζί κάποιου πελάτη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με τον συγκεκριμένο χώρο / περιβάλλον και φυσικά την εν λόγω ...τέχνη.

– Πάμε “Cabaret”; Ήρθε καινούργιο αίμα.
- Μέσα!
- Μέσα!!
- Ωωωπ!! Στάκα!! Με τάπερ ή χωρίς;
- Μια φορά τέτοιες μαλακίες! Χωρίς!!!
- Νταξ. Το ‘πιασα. Τι να της πω γαμώτο;
- Πως πας ταξίδι.
- Πού; στο Όρος;
- Στη μάνα σου;
- Είσαι φίλος!!

Τάπερ (Από το όνομα της πρώτης κατασκευάστρειας εταιρείας Tupperware) (από sstteffannoss, 25/01/11)(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει σταθμεύω οποιουδήποτε είδους όχημα (κυρίως τροχοφόρα) σε κατάλληλο (εδώ γελάμε) μέρος.

Ετυμολογικά, προέρχεται από το πρωτο-γερμανικό parrikaz, parrukaz: περίκλειστη έκταση, απ’ όπου προήρθε το φράγκικο parric: μάντρα κι απ’ αυτό το λατινικό parcus, parricus κι απ’ αυτό το γαλλικό parc: μάντρα / στάνη / περίβολος / πάρκο, εξού και το parquer και το ιταλικό parcare.

Επιπλέον χρησιμοποιείται:

1. Συχνότατα σε ρητορικές ερωτήσεις (κι όχι μόνο) όταν αναφερόμαστε σε αντικείμενα κυρίως ογκώδη αλλά γενικότερα δύσχρηστα, βαριά, που δημιουργούν πρόβλημα επειδή δεν χωράνε με την έννοια ακουμπώ / τοποθετώ / βάζω.

2. Με την έννοια του «βγάζω από την κυκλοφορία» / απενεργοποιώ / αποσύρω / «βάζω παράμερα» κάποιον (ή κάτι) επειδή είναι κατώτερος των περιστάσεων / άχρηστος / ελαττωματικός (ο τόπος που τον παρκάρουμε δείχνει τις διαθέσεις μας όσο και τους λόγους μας) μπορεί και για καβάντζα. Μερικές φορές παίρνει χροιά γείωσης σημαίνοντας (επιπλέον) «τον έβαλα στη θέση του».

3. Σαν προτρεπτική προστακτική: «Παρκάρισε» σημαίνει κάτσε / βολέψου / άραξε / άραξε την πέτσα σου / χύσου. Υπονοείται ταυτόχρονα (από το σβήσιμο της μηχανής): χαλάρωσε / κουλάρισε.

4. Όταν αναφερόμαστε σε πρόσωπα:

  • παρατάω / εμπιστεύομαι σε κάποιον άλλον (ακριβώς όπως περιγράφει ο υπερσένιος έτερος ορισμός της ironick).
  • με την έννοια του χειραγωγώ/φέρνω κάποιον εκεί που θέλω (όπως όταν δίνω οδηγίες στον οδηγό για να παρκάρει). Το κάνουν αυταρχικά σε άβουλα άτομα ή μεγαλύτεροι σε μικρότερους ηλικιακά ή φορείς μιας κάποιας εξουσίας σε εξουσιαζόμενους πολλές φορές σε σημείο να τους σπαν τ’ αρχίδια.
  1. «…Μωρέ καλός είναι, αλλά άντε και τον αγόρασες, πού τον παρκάρεις; Άσε, καλύτερα με τον πέντιουμ σου λέω...! Εκτός και αν του βάλεις ένα σεμεδάκι και βάλεις την τηλεόραση πάνω, τότε το συζητάμε, μπορεί και να αξίζει...»
    (αναφέρεται στη προσφορά ενός IBM – τέρατος των 15000 ευρώ)

  2. «…Όταν ανέλαβε ο Γκέρσον κουβάλησε στον Πειραιά το δικό του επιτελείο και ο Χατζηχρήστος μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε στον Πανιώνιο. Προϊόντος του χρόνου, αποδείχθηκε το μέγεθος του λάθους: ο Κοβάλσκι δεν τραβάει ιδιαίτερο ζόρι, ο Σχορτσιανίτης τα φόρτωσε στον κόκορα, ο Γκέρσον μουλάρωσε και τον... παρκάρισε στον πάγκο και στην εξέδρα…»
    (απ’ το δίχτυ και τα δυο)

  3. -‘Σπέρα!
    -Καλώς τ’ αρχίδια μας. Τα μπιρόνια;
    -Εεεδώ!!
    -Παγωμένα;
    -Πάντα!!
    -Τσάκω τα και παρκάρισε. Όπου να ‘ναι αρχίζει.

  4. «…Παρκάρει το παιδί του στην τηλεόραση και το κάνει χαζό.
    Όταν το παιδί γίνει χαζό βρίζει τους καθηγητές του σχολείου και κλαίγεται που το στέλνει φροντιστήριο (…).
    Παρκάρει τους γέροντες γονείς του στο γηροκομείο γιατί ο/η προκομμένος/η που διάλεξε για σύζυγο δεν τους θέλει στο σπίτι. Και αν τους θέλει στο σπίτι είναι επειδή έχουν καλή σύνταξη. (…) Παρκάρει τις σχέσεις του με το άλλο φύλο στο βόθρο. Ε, δε μου 'κατσε αυτός/η, θα πάω με τον άλλο/η…»
    (απ’ το δίχτυ)

  5. –Γειάαα!
    -Α! ήρθες; Βγάλε αμέσως τα παπούτσια!! Το μπουφάν στην κρεμάστρα! Θυμήθηκες να φέρεις ψωμί;
    -Νάτο.
    -Στην ψωμιέρα. Πλύνε τα χέρια σου πρώτα! Να φορέσεις την άσπρη φόρμα τώρα που θα ξεντυθείς καλά;
    -Καλά. -Και πήγαινε στο πίσω δωμάτιο γιατί έχουμε δουλειά εδώ. Και το πισί κλειστό.
    -Πάω.
    -Φίλησες τη γιαγιά;
    -Ματς….Σμπαμ!
    -Τώρα θα μου πεις τι καταλαβαίνεις που το παρκάρεις έτσι το παιδί;
    -Εσύ δουλειά σου.

  6. –Αχ!!!..Ααχχ!!!
    -Κούκλα μου;… λίγο πιο αριστερά…
    -Ε; …εντάξει;
    -Ναι! Ναι!
    -Μμ!!..Μμμμμ!!
    -Τώρα λίγο δεξιά... -( !;@!;;@ )…εντάξει;
    -Ω!! ναι!!
    -Α! αα!
    -Έλα λίγο πιο κάτω...
    -Να σου πω; Να με πηδήξεις θέλεις ή να με παρκάρεις;
    (προσαρμοσμένο από το δίχτυ -για το χαβά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να διασωθεί και μόνο.

Κατά το γλωσσάρι του Πέτρου Πικρού, τάφος στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι το χρηματοκιβώτιο. Συνηγορεί κι ο Ηλίας Πετρόπουλος.

Δεν γνωρίζω αν ο σημερινός υπόκοσμος χρησιμοποιεί τον όρο. Σίγουρα, δεν το συνηθίζει το τραπεζικό σινάφι. Όμως για όσους κάνουν μεγάλες καταθέσεις λέγεται κάργα το «τα θάβουν».

Επίσης, το χρήμα σε μορφή τραπεζικής κατάθεσης θεωρείται «νεκρό χρήμα», σε αντίθεση με το «ζωντανό», το ρευστό, αυτό που «γυρίζει» / «κυκλοφορεί».

Σχετικό: κασαδόρος: ο ...τυμβωρύχος.

Κέρδισε το όσκαρ και το πέταξε σε έναν τάφο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και είδος πυροσβεστικού ελικοπτέρου που φέρει κουβαδοειδή δεξαμενή νερού.

Βλ. μήδια και εδώ

(από sstteffannoss, 23/01/11)(από sstteffannoss, 23/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το γαλλικό vampire αλλά η ετυμολογία του δεν είναι ξεκάθαρη (κάποιοι το φτάνουν στο Τατάρικο ubyr: «μαγεύω» κι άλλοι στο Σλάβικο pij: «πίνω» που μπορεί να έχει κι ελληνική προέλευση ή και από πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «πετώ».)

Ενώ η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των βρικόλακας και αιμ(ατ)ορουφήχτρα σαν πιο εύπλαστη αποτελεί τη μήτρα των: βαμπ, βαμπίρι, βάμπιρος, βάμπιρας, βαμπιρέλ(λ)α, βαμπιρέλος, βαμπιρίζω, βαμπιράκι, βαμπιρίνα, βαμπιρικός, βαμπιρισμός, βαμπιροφονιάς, βαμπιρολογία κι ενός σωρού άλλων σύνθετων.

Κυριολεκτικά σημαίνει:

  • Ένα Νοτιο-αμερικάνικο είδος αιμοβόρου νυχτερίδας,
  • το μυθολογικό εκείνο νυχτόβιο ον (νεκροζώντανος ή απέθαντος άνθρωπος ή υπερφυσική οντότητα) που απομυζεί την élan vital των θυμάτων του (κυρίως απομυζώντας το αίμα τους αλλά όχι μόνο). Κάτωχρο, με ανεπτυγμένους πλην αποκρυπτόμενους κυνόδοντες, με υπερφυσικές ικανότητες, αισθήσεις και δυνάμεις, αλλά και ιδιάζουσες υπερευαισθησίες, στη σημερινή του μορφή (εντόνως σεξουαλικό), αποτελεί απόγονο της λαϊκής κουλτούρας των Βαλκανικών λαών αν και συναντάται στις λαϊκές δοξασίες παγκοσμίως αποτελώντας έμπνευση για κάθε είδους έργο τέχνης.

Όσο για τα χαρακτηριστικότερα παράγωγα:

Η βαμπ είναι όρος που προέρχεται από τους κριτικούς κινηματογράφου και τα κινηματογραφόφιλα σινάφια (σύντμηση του αγγλοαμερικανικού vampiress: θηλυκό βαμπίρ).

Περιγράφει μια έκδοση της femme fatale σαν μια αισθησιακή πλην σκληρή, πλανεύτρα γόησσα που καταστρέφει χωρίς ενδοιασμούς (κυρίως οικονομικά και ηθικά) με την ακαταμάχητη σεξουαλική σαγήνη της τους άντρες που πέφτουν στα νύχια της.

Στη σημερινή εποχή της απομυθοποίησης και της αποθέωσης του ξέκωλου, χρησιμοποιείται και σαν ενδυματολογικός όρος που αφορά στην εμφάνιση κάποιων που πολύ θα ήθελαν να είναι, αλλά απέχουν κάτι έτη φωτός ακόμη κι απ’ τα δαχτυλιδάκια καπνού της Gilda.

Για όσες «τους τρώνε όλα τα δαχτυλίδια και τους έχουν να κοιμούνται στα σανίδια» υπάρχει το «βαμπίρ» σκέτο χωρίς την άλω της βαμπ.

Το βαμπιρέλα προέρχεται το ομότιτλο κόμικ όπου ηρωίδα ήταν μια σέξι βρικολακίνα. Σήμερα μαζί με το βαμπιρέλος χρησιμοποιούνται σαν δηλωτικά του φύλλου ενός βαμπίρ συνήθως με μια σατυρική, υποτιμητική κι απαξιωτική χροιά για τους ήρωες σχετικών ταινιών.

Παρεμπιπτόντως: αν και η σεξουαλικότητα των βαμπίρ ξεχειλίζει, δε σημαίνει πως είναι και σαφώς καθορισμένου είδους στυλάκι «αίμα να ‘ναι κι απ’ όπου να ‘ναι» κατά το «τρύπα να ‘ναι κι όπου να ‘ναι».

Το βαμπιρίζω σημαίνει (i) ξαγρυπνώ / βρικολακιάζω αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο, (ii) συμπεριφέρομαι / ντύνομαι / βάφομαι σαν βαμπίρ και αφορά συνήθως τους νεαρούς λάτρεις της σχετικής παραφιλολογίας που απολαμβάνουν και μέσω κινηματογράφου και τηλεόρασης, (iii) (σαν μεταβατικό) σημαίνει την δράση του βαμπίρ σε κάποιο... θύμα τόσο κυριολεκτικά(!) όσο και μεταφορικά σαν εκμεταλλεύομαι / απομυζώ / ρουφάω.

Μεταφορικά όπως και το «βρικόλακας» σημαίνει αυτόν:

  • που ξαγρυπνά (μπορεί και συστηματικά αλλά όχι απαραίτητα υποφέροντας από αϋπνία),
  • που νυχτοπερπατά περιφερόμενος άσκοπα,
  • που δουλεύει βράδυ ή νυχτερινή βάρδια, που χτυπά σερί γερμανικά,
  • που εκβιάζει ή εκμεταλλεύεται κάποιον άλλον.

Πιο σλαγκικά:

  • (σε σινάφια «μετα / παρα -φυσικά» / εσωτεριστικά) «βαμπίρ» / «βαμπίρια» (αυτοαπο)καλούνται οι οπαδοί διαφόρων δοξασιών που έχουν να κάνουν με έναν τρόπο ζωής (από αντίληψη των πραγμάτων μέχρι εμφάνισης και κουλτούρας) σχετικό με τη βαμπιρολογία και το βαμπιρισμό,
  • (από τους αιμοδότες) οι αιμολήπτες νοσοκόμοι (βλ τον ορισμό του GATZMAN εδώ),
  • τους δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά κανάλια που τρέχουν όπου αίμα για να πουλήσουν θέαμα και πόνο χειραγωγώντας με τρομοκρατία ή μελόδραμα το κοινό.
  • αυτόν που παραμένει σε μια θέση / πόστο (συνήθως εξουσίας οποιουδήποτε είδους) παρά το περασμένο της ηλικίας του και για πάρα πολλά χρόνια, εμποδίζοντας τους νεώτερους και τους νεωτεριστές προς όφελος (συνήθως οικονομικό και νομής εξουσίας) ενός οπισθοδρομικού κατεστημένου – προσωπικής αυλής. Πολύ κοντά στο δεινόσαυρος. Ειδικότερα: «βαμπίρ / βρικόλακας της πολιτικής» αποκαλείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βλ μήδι εδώ κι εδώ). [Πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Δελαστίκ στο «Πολιτικό Καφενείο» στις 06/11/2008] Κι επειδή αμαρτίες γονέων παιδεύουσει τέκνα, η Ντόρα αποκαλείται «βαμπιρέλα»,
  • οι τοκογλύφοι (ανέκαθεν και σε πολλές γλώσσες), οπότε σαν εξέλιξη σήμερα: οι παντός είδους εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου δηλαδή αφεντικά και πλουτοκράτες, οι τράπεζες και λοιποί κερδοσκόποι, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, κ.ά.), οι πολυεθνικές εταιρίες (π.χ. πετρελαϊκές), οι εκπρόσωποί τους (τροϊκανοί, κυβερνήσεις και καθεστώτα όχι απαραίτητα εμφανώς δικτατορικά), οι αντιπρόσωποι και τα εκτελεστικά τους όργανα (εφορείες, κλπ) κι όσοι εμμέσως στηρίζουν το όλο οικοδόμημα (ΜΜΕ, μπλογξ κ.ά).

(Μια σημείωση: Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Gap: Βαμπίρ και κανίβαλοι» (2004) χαρακτηρίζει έτσι τη γενιά των baby boomers. Καθ’ ημάς πρόκειται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ότι χρησιμοποιείται είναι γεγονός, αλλά διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το ευρύ της χρήσης και κατανόησής του όπως και της μελλοντικής πορείας του σαν σλαγκ καθ’ αυτού. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς το σλαγκικό: Για μένα είναι φανερό πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του «βαμπίρ»: τοκογλύφος (σχεδόν δόκιμο) και του «βαμπίρ»: διαπλεκόμενος (αν μη τι άλλο) μπλογκίστας. Εξάλλου πρώτος ο François Quesnay (1694 –1774) παραλλήλισε την κυκλοφορία του χρήματος με αυτήν του αίματος, ενώ σήμερα αναλύεται οικονομολογικά ο βαμπιριστικός / παρασιτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού και η Goldman Sachs αποκαλείται «βαμπίρ των αγορών» σχεδόν απ’ όλους. Προφανώς, η αργκό έχασε έναν όρο της που τον κέρδισε η υπόλοιπη γλώσσα ενώ παράλληλα απλώνεται σε άλλα παρεμφερή πεδία - εξού κι ο πλούτος του λήμματος).

  • κράτη που αιματοκυλούν λαούς ολόκληρους (π.χ. Ισραήλ)
  • (σε σινάφια ασθενοφόρων, τροχαίας, αστυνομίας) τα άτομα εκείνα που ελκύονται από το μακάβριο και υπνωτισμένα παρατηρούν (ή και σχολιάζουν) με αρρωστημένη λαγνεία τραυματίες ή και πτώματα σε τόπους ατυχημάτων (π.χ. κάποιοι απ’ όσους μαζεύονται γύρω από τρακαρισμένα αυτοκίνητα ντεμέκ μήπως μπορέσουν να βοηθήσουν ή κάποιοι απ’ τους επισκέπτες της εξαιρετικής μεν απρόσμενα υπερπετυχημένης δε έκθεσης ανατομίας «Bodies»).

Να τονίσω πως σε πλείστες περιπτώσεις θα μπορούσε να χρησιμοποιείται χαλαρά το βρικόλακας ή και τα δράκος και λάμια αλλά νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει αγγλοαμερικανική επιρροή στο όλο φαινόμενο.

  1. «…Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να καταργήσεις το θάνατο, με την συμμετοχή σου σε κάποιο δαιμονικό σχεδιασμό; Ίσως να σε ‘καναν να πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις. Απ' ότι ξέρω στα βαμπίρια έτσι λένε. Αλλά πες μου γνώρισες κάποιον να ξέφυγε; Ακόμη κι εμείς που ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε και προσδοκούμε ανάσταση νεκρών…»

  2. «..Εάν ασχολείται με τον εσωτερισμό, τη μεταφυσική κ.α. είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αόρατους συντρόφους - οδηγούς από τα ενεργειακά βαμπίρ, παντός τύπου. Ο άνθρωπος που δεν έχει αντιστάσεις, δεν είσαι σε θέση να το κάνει αυτό, με αποτέλεσμα να αφήνει να εισχωρούν στη ζωή του οντότητες οι οποίες λειτουργούν αρνητικά απέναντί του, τον καθοδηγούν και τον βαμπιρίζουν. Είναι η κλασική περίπτωση των ψυχασθενών, που τους ακούμε να ομιλούν μόνοι και να δρουν μη φυσιολογικά...»

  3. «Λίγο, τους λέω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς του αιματολογικού, στην πραγματικότητα είστε βαμπίρια, και μετά τις εξετάσεις κάθεστε και τα πίνετε! Γέλασαν πολύ τα βαμπίρια. Αλλά δεν με λυπήθηκαν. Μου το πήραν το αιματάκι μου (…) Ευχαριστώ και (…). τα παιδιά στο βαμπιρολογικό, τους ακτινολόγους και όλους τους εργαζόμενους που παρά τον πολύ κόσμο και τις καθυστερήσεις, (…) μας έκαναν να αισθανθούμε άνετα….» (αιμοληψία στο ΑΧΕΠΑ)

  4. «…τα κανάλια που χρόνια παρακαλάμε να δείξουν κανένα αγώνα τώρα θυμήθηκαν τους αγώνες μόνο και μόνο για να αποδείξουν πάλι τι βαμπίρ είναι...»
    (αναφέρεται σε ατύχημα με νεκρό ανήλικο, σε πίστα αγώνων)

  5. «…Εάν γινόταν μία εθελουσία έξοδος τώρα, ας πούμε με καλούς όρους, όσοι θα φεύγανε θα ήταν οι απογοητευμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) και οι καλοί. Τα βαμπίρια θα μένανε εκεί ακίνητα ή αν φεύγανε θα δημιουργούσανε συνθήκες απολύτου ελέγχου...» (αναφέρεται στην ηλικία συνταξιοδότησης μελών ΔΕΠ)

  6. «…Επίσης, επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει, αυτό το βαμπίρ προσπαθεί να αλλάξει και την ιστορία της Αποστασίας του 1965...»

  7. -«Ν. μην το παρακάνεις με τους χαρακτηρισμούς· στο φινάλε η Ντόρα ήταν αξιοπρεπέστατη χτες στην ήττα της. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι και να μην έψαχναν δικαιολογίες στις ορδές των νεφελίμ.
    -Φίλε Ν., με φειδώ τα κοπλιμάν στη βαμπιρέλα. Η ανωτερότητα και το σπόρτινγκ σπίριτ ενέκυψαν αίφνης ψες…» (Σχολιάζουν της στάση της Μπακογιάννη μετά τα λυπηρά γι’ αυτήν αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών)

  8. «Α!, τώρα τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας θα σκούξουν ότι κι ο Ασάνζ είναι… δεξιός. Κακή χρονιά γεμάτη θανατικό, καρκίνο κι άπειρες μεταστάσεις εύχομαι στους banksters, στον ΓΑΠ, στη συμμορία του, στο ΔΝΤ και σ’ όλα ανεξαιρέτως τα λαμόγια….» (Αναφέρεται στην εκδικητικά βιτριολική τρίλια του Julian Assange για την Bank of America, ξεσκεπάζοντας ειρωνευόμενος όσους θεωρεί πως εξυπηρετούνται απ’ τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας).

  9. «Ο Αρχιεπίσκοπος Οργανισμού Λαμπράκη και Τέως Ελλάδος εξακολουθεί ανερυθρίαστα να προκαλεί. Την μια συγχρωτίζεται με τα βαμπίρ του τόπου σε ανθρωπιστικά galla σε ναούς και νοσοκομεία (oh, how sweeet...) ή εμφανίζεται εκτάκτως σε δηλώσεις συμπαράστασης σε έναν εφοπλιστή που απήχθη, και ….»

  10. «Είναι προφανές ότι αυτή τη γενιά τη προορίζουν για σουβλατζίδικα και McJobs. Έχουν πέσει τα βαμπίρια στα λεφτά και δε μένει τίποτα για υποδομές προς τη νέα γενιά….»

  11. «Η βουλή προσκυνά τα «βαμπίρ» της τρόικας... Στρος-Καν και Όλι Ρεν θα μιλήσουν με όλες τις τιμές για να πείσουν ότι η «κατοχή» που μας επέβαλαν θα μας σώσει.»
    (Τίτλος κι υπότιτλος πρώτης σελίδας εφημερίδας)

  12. «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Σχολή του Σικάγο ηθικοί αυτουργοί αυτής της τρέλας, πέθαναν στις 15-09-2008 με την κατάρρευση στην Αμερική της Lehman Brothers. Στην Ευρώπη και στην Αμερική όμως, τριγυρνάνε ακόμα βαμπίρ και απειλούν να βάλουν ταφόπλακα στα Εθνικά μας Κράτη…»

  13. «…Στην ίδια γραμμή ο καραγκιόζης του ΙΟΒΕ με τις μελέτες του κώλου περί “ανοίγματος επαγγελμάτων και αύξησης του ΑΕΠ”, αλλά και η βαμπιρίνα Ξαφά [πρώην στέλεχος του ΔΝΤ] (την οποία σημειωτέον ξεφτίλισε κανονικότατα και με το γάντι χθες ο Βαρουφάκης στο Σκάι)»

  14. «…Μας νοιάζουν όλοι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο να τους πίνει το αίμα η γενιά των γονιών μας, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων πάνω κάτω, που βαμπιρίζουν γαντζωμένοι στην καρέκλα ενώ ξέρουν πως ο χρόνος τους τελείωσε. Baby boomers ή θρυλική Γενιά του Πολυτεχνείου, δεν υπολόγισαν συλλογικά τις επόμενες γενιές. Έκαναν την Παιδεία μας κενό γράμμα. Άδειασαν τους κουμπαράδες των Ταμείων. Σπατάλησαν, μόλυναν, και τώρα έχουν και το θράσος να μιλούν για απείθαρχους, ατίθασους νέους ή κουκουλοφόρους…»

  15. «…Τα βαμπίρ [εννοεί τους Ισραηλινούς] ετοιμάζονται να ανοίξουν το φρέαρ της αβύσσου. Το θέμα είναι να μην εμπλέξει το Έθνος μας ο λούστρος των ραβίνων σ’ αυτή την τελετή…» (αναφέρεται στον δήθεν επαπειλούμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή)

(Όλα από το δίχτυ)

  1. Ακούς; Δώσε σήμα στους πυροσβέστες και το ΕΚΑΒ. Να ξέρουν: Δυο στο τιρ τρεις στο πεζώ. Ο ένας οδηγός τη βγάζει δε τη βγάζει. Στείλε κάνα δυο ακόμη για την κυκλοφορία. Ναι, άρχισαν μαζεύονται και τα βαμπίρια. Γαμώ το φελέκι μου, άρχισαν τις φωτογραφίες!! Όβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον κόσμο του λαϊκού θεάτρου κι ετυμολογείται από τον Μπαλαφάρα, έναν μπουλουξή. Επίσης συναντάται και σαν «μπαλάφα», «μπαλαφαρία».

Στο θέατρο και τον κινηματογράφο είναι μια κωμωδία καταστάσεων όπου κυριαρχούν η υπερβολή, το χοντροκομμένο χιούμορ (συχνές αναφορές σ’ αχαμνά, βυζιά, κώλους και όλες τις λειτουργίες τους με έμφαση στα ηχητικά εφέ), η φωνακλάδικη αθυροστομία, οι έντονες κινήσεις (οι ηθοποιοί είναι υπερδραστήριοι επί της σκηνής), η ακατάσχετη πολυλογία που εκφέρεται ταχύτατα και γενικά κάθε είδους χοντράδα (μέχρι τη χυδαιότητα) με σκοπό την εύκολη πρόκληση γέλιου (ενίοτε, σαν είδος κωμωδίας, δεν είναι τόσο αθώο όσο δείχνει και είναι μόνο επιφανειακά ελαφρύ· απαιτεί δε από τη μεριά του ηθοποιού που συνήθως αυτοσχεδιάζει, μεγάλο ταλέντο και σωματική αντοχή).

Έχει καταντήσει να σημαίνει:

A. Όταν μιλάμε για ένα έργο τέχνης (κυρίως θεατρικό και κινηματογραφικό αλλά όχι μόνο) την κιτσάτη χοντροκοπιά, μπαρούφα, την μπούρδα, τη σαχλαμάρα, την αρλούμπα, τη μούφα, την ανώδυνη διασκέδαση για κοινό χωρίς απαιτήσεις (π.χ. εφήβους, μπασκλασαρία), τη δηθενιά, την αποτυχημένη (προσπάθεια για) σάτυρα λόγω έλλειψης μέτρου ή ταλέντου, την αμερικλανιά (ως προς το περιεχόμενο τουλάχιστον). [Παρ’ όλ’ αυτά κάποιοι κάνουν καινούργιο συκώτι απ’ τα γέλια και κάποιοι άλλοι βγάζουν τρελό χρήμα]

B. Σαν χαρακτηρισμός μιας δράσης, κατάστασης, εξαγγελίας, ανακοίνωσης σημαίνει πάνω κάτω τα ίδια κι επιπλέον την άνευ περιεχομένου μεγαλοστομία με σκοπό τον εύκολο εντυπωσιασμό, τα φούμαρα / τις υπερβολές / τις παραφουσκωμένες αερολογίες / μαλακίες που λέγονται από φορείς, ελίτ, ΜΜΕ είτε σαν δικαιολογίες είτε για να χαϊδέψουν αυτιά, το κακοστημένο θέαμα με σκοπό τη χειραγώγηση οποιοδήποτε κοινού του οποίου υποτιμάται η νοημοσύνη.

Γ. Όταν μιλάμε

i) για χαλαρές καταστάσεις μεταξύ φίλων: ο χαβαλές / η πλάκα / οι παρεΐστικοι αστεϊσμοί,· ii) για χιούμορ / ανέκδοτα: τα πικάντικα, τα σκαμπρόζικα, τα σόκιν.

Δ. Υπάρχουν και τα «μπαλάφας», «μπαλαφάρας» για τους εκφέροντες μπαλαφάρες.

Σημειωτέον πως πρόκειται και για σύγχρονα επίθετα συμπολιτών μας που δεν εκφέρουν ούτε κάνουν -κατά κανόνα- μπαλαφάρες.

Α.1) «…Στα μισά της επίσημης προβολής της χαριτωμένης μπαλαφάρας «Το κλάμα βγήκε απ' τον Παράδεισο» …γυρίζει ο Α. Μ.. της Σπέντζος Φιλμ και αυθορμήτως εκφωνεί χαμηλοφώνως μια προφητεία, ταμειακής υφής: «Ξεκινάνε με ένα εκατομμύριο εισιτήρια»…».

Α.2) «…αυτή η αμφιβολία είναι μέρος της μαγείας του φιλμ του Tomas Alfredson. Κι αν ο τελευταίος δεν επέλεγε να κορυφώσει το δράμα του με την εύκολη λύση της 'εκδίκησης των τραμπούκων', που παραπέμπει σε νεανική αμερικανική μπαλαφάρα των '80s, θα είχε υπογράψει ένα καθαρό αριστούργημα!...» (για το Låt den rätte komma in)

Α.3) «…το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το «Soon Over babaluma» δεν έχει καμμία σχέση, ας πούμε με το «Tago mago», ως μουσική, αυτό δεν σημαίνει πως είναι μπαλαφάρα ολκής - όπως αβασάνιστα ειπώθηκε από τον Μ. …..»

Α.4) «…Ο κακομοίρης ο Λουντέμης ήταν ένας μετριότατος γλυκανάλατος συγγραφεύς αλλά βέβαια κάποτε βασίλευσε ως μονόφθαλμος στους τυφλούς , δηλαδή την δεκαετία του 60 και του 70 που όλοι το είχαν ρίξει στην ποίηση και δεν είχαμε λογοτέχνες της προκοπής. Σήμερα ο Λουντέμης θα κατατάσσονταν πανηγυρικώς στους ιδίοις αναλλώμασσιν συγγραφείς. Παρόλα αυτά οι μπαλαφάρες του συνεχίζουν να στοιχειώνουν τις παιδικές βιβλιοθήκες και βέβαια ευτυχώς παραμένουν αδιάβαστα...»

Β.1) «….Όσο για τα υπόλοιπα κόμματα, εγώ δε το τρώω πως επειδή επιχορηγούνται απ' τον κρατικό προϋπολογισμό είναι κι ανεξάρτητα, γιατί ξέρω πολύ καλά πως οι επιχειρηματίες τα χώνουν σε όλα τα κόμματα, μηδενός εξαιρουμένου. Απλώς, το κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα έχει το ρόλο του στην αστικοκοινοβουλευτική μπαλαφάρα. Ε, εμένα δε μ' αρέσει η μπαλαφάρα αυτή, δε γουστάρω να βλέπω το θίασο και δε θέλω να πληρώνω εισιτήριο, να πάνε να πηδηχτούνε. Ας αυτοχρηματοδοτούνται, λοιπόν, ας τους τα χώνουν τα λαμόγια κι οι επιχειρηματίες…»

Β.2) «..Έλεος πια με την αυταπάτη της “συμπρωτεύουσας”, που μονίμως αποδεικνύεται αποτελεσματικότατη μπαλαφάρα των “ημεδαπών” πολιτικάντηδων…Ένα μεγάλο αστικό κέντρο είναι η Θεσσαλονίκη, με κάθε μορφής εγγενή παθογένεια, ενδημική σε όλα τα αντίστοιχα πολεοδομικά μεγέθη….»

Β.3) «…Ο ΛΑ.Ο.Σ. είναι ένας πραγματικός μπαξές! Τηλεοπτικοί βιβλιοπώλες που εννοούν να μας σώσουν ακόμη κι αν κανείς δεν τους το έχει ζητήσει, ξεπεσμένοι δημοσιογράφοι που επιθυμούν να σταδιοδρομήσουν ως σχολιαστές τηλεοπτικών εκπομπών της μεσημβρινής ζώνης, τηλεπερσόνες και μόνιμοι πολιτευτές, πιστοί οπαδοί του Δ.., στοιχίζονται πίσω από τον Μεγάλο Αρχηγό. Το όραμα τους πάντως έχει εικαστική απεικόνιση: τον Λ.Γ. εκστασιαζόμενο όταν ο ακαταπόνητος αδελφός του Σ.–Ά. εξαπολύει τις ... μπαλαφάρες του!...»

Β.4) «…Ας αφήσουμε κατά μέρος και την απίστευτη μπαλαφάρα με την κατάργηση της ανωνυμίας για τους κατόχους καρτοκινητών, λες και μια χούφτα κακοποιών που είναι ικανοί να οργανώσουν για δεύτερη φορά ολόκληρη υπερπαραγωγή με ελικόπτερα και χειροβομβίδες θα κολλήσουν στο αν το κινητό είναι με σύνδεση ή με κάρτα…»

Β.5) «….Μόλις ο πρύτανης αρχίζει την προπόνηση για να γίνει κι αυτός Μάνθος (εδώ που τα λέμε μ’ αυτούς τα βρήκε για να εκλεγεί! – ή κάνω λάθος;) και κάποιος τον εγκαλεί ως ανακόλουθο με τις κατηγορηματικές δεσμεύσεις και άλλες προεκλογικές μπαλαφάρες, τσουπ ξεθάβουμε την Π…, βρίσκουμε την Τ…, και το guilt by association με τον Μ…»

Γi) «…Στην πολιτικοποιημένη παρέα των 35+ η οποία μαζεύτηκε για να δούμε τον ημιτελικό Ισπανία – Γερμανία, το ερώτημα που δημιούργησε κόντρες ήταν –μια μπαλαφάρα πες, αλλά πέρασε η ώρα με τα κέφια στην τσίτα – το ποια ομάδα θα υποστήριζε στο Μουντιάλ ο Κάρολος Μαρξ, με βάση την οργάνωση, τα χαρακτηριστικά του ποδοσφαίρου της χώρας που θα πλησίαζε περισσότερο στη φιλοσοφία του…»

Γii) -Και κοίτα όταν έρθουν οι φίλες μου ν’ αρχίσεις εκείνες τις μπαλαφάρες σου με τον καψιμιτζή και τον κώλο του επιλοχία σου.
-Καλά! θα πω ένα με τον Καράμπελα και τη Χάιδω, να σπάσει ο πάγος.

Δ) «…Το χιούμορ που συγκεντρώνει τους χυμούς που παράγουν το γέλιο έχει να κάνει με ανατροπές, με φάρσα, με υπερβολή, με ξάφνιασμα μυαλού, με μιμητικές, με ερεθισμό χορδών του εγκεφάλου που αγγίζουν φιλόδοξα επίπεδα πνευματικών συγκινήσεων, με ανεκδοτόμορφες νύξεις, με σύγχρονες και παλιές τεχνικές κωμωδίας, αλλά και με τον τύπο της καρπαζιάς και με τον μπαλαφάρα…»

(Όλα απ' το δίχτυ πλην του Γii)

Ο ποδοσφαιριστής του ΠΑΣ Σωτ. Μπαλάφας (από allivegp, 17/01/11)Ο στρατηγός Δημήτριος Ιωάννου, πρότυπο για τον Μπαλαφάρα της "Ζωής εν Τάφω" του Στρ. Μυριβήλη. (από Khan, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πελέ (άκλιτο)

  1. τα αρχίδια στα καλιαρντά, αλλά και στα γιαννιώτικα, όπου επιπλέον, κάπως γενικότερα, τα αντρικά γεννητικά όργανα, τα αχαμνά.
    Υπάρχει και το Σερραίικο «πελιέ».

Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)

[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»), φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].

Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.

Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.

Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..

Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).

  1. Όσο για τον άλλο ορισμό· (αν και δε την κόβω για αρκούντως σλαγκική την παρομοίωση με τον μέγα Πελέ) θεωρώ πως λείπει η αναφορά (εξού και το τελευταίο stimulus) στην αξιοσέβαστη dona Celeste Arantes, στην οποία αναφέρονται πλείστοι όσοι ποδοσφαιρόφιλοι (κι όχι μόνο) με τη φράση:
    «Θα κλάψει η μάνα του Πελέ» (παρόμοιο με το «θα κλάψουνε μανούλες»), όταν θέλουν να δηλώσουν πως «θα γίνει χαμός / θρήνος / κλαυθμός και οδυρμός», επειδή κάποια ομάδα θα υποστεί δεινή ήττα σε σημείο απόλυτης ξεφτίλας (ενίοτε υπονοείται αναπάντεχα) / θα τον πιεί.

Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.

1.α. - Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…

1.β. …- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...

1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…

(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)

2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…

2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...

2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…

2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Ο Pele κι η μάνα του (Για να ξέρουμε για ποια μιλάμε) (από sstteffannoss, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, είναι:

  • Το δοχείο, η φιάλη, το σκεύος που περιέχει λάδι· το λαδερό, το λαδωτήρι (για να λαδώνουμε τους μεντεσέδες), το (βλ. σχ.) λαδικό (για να βάζουμε λάδι στη σαλάτα), το σκεύος όπου αποστραγγίζουμε τα λάδια (λιπαντικά) μιας οποιασδήποτε μηχανής.
  • το σύστημα ψεκασμού λιπαντικού στις μηχανές κάθε είδους, ώστε να μειώνονται οι οποιεσδήποτε φθορές κατά τη λειτουργία της.

    Πιο σλανγκικά σημαίνει:

1. Δίχρονη αρρύθμιστη μηχανή (κι όχι μόνο), που βγάζει ντουμάνια καπνού.

2. Απαξιωτικά, κάθε όχημα ή σκάφος που η μηχανή του καταναλώνει υπερβολική ποσότητα λαδιού – λιπαντικού χωρίς να σημαίνει πάντοτε πως υπολείπεται σε απόδοση των υπολοίπων. Το συνηθέστερο είναι να υπονοείται πως το εργαλείο πάλιωσε (με όσα αυτό συνεπάγεται), με έντονο ψυχολογικό αντίκτυπο στον καβαλάρη. Είναι συχνός χαρακτηρισμός για τα νέας οικολογικότερης τεχνολογίας οχήματα (ειδικά τα μοντιφαρισμένα που πρέπει να τους προστεθεί λαδιέρα).

3. Αυτόν που λαδώνεται, το μιζαδόρο, το λαμόγιο, και όλους τους σχετικούς συγγενείς και εκφέρεται σαν βρισιά (βοηθά και το γένος) αλλά φευ, οι λαδιέρες στερούνται οργάνων ακοής… ιεραρχικώς αναντάμ παπαντάμ.

  1. «…Φυσικά βγάλαμε την τάπα και αφήσαμε τα μεταχειρισμένα λάδια να τρέξουν στην λαδιέρα…»

  2. «…Το τελευταίο χρονικό διάστημα ασχολήθηκα με το θέμα «υγραέριο στο αυτοκίνητο» επειδή σκέπτομαι και εγώ να τοποθετήσω σύστημα υγραερίου στο όχημά μου. Αυτό πού έχω καταλάβει από την μέχρι τώρα ενασχόλησή μου είναι ότι το πρόβλημα με τις βαλβίδες απαντάται πάντα στις βαλβίδες εξαγωγής. Οπότε πρέπει να οφείλεται στην μεγάλη θερμοκρασία των καυσαερίων, λόγω κακής ρύθμισης τού μίγματος υγραερίου-αέρα. Ίσως οι λεγόμενες «λαδιέρες» αμβλύνουν το πρόβλημα, δεν το λύνουν όμως…»

  3. «…Μέχρι και δίχρονο 50ράκι με παππού καβάλα (λαδιέρα, χάρχαλο και χούφταλο)….»

  4. Όντως τα αερόψυκτα πάνε καλύτερα από τα υδρόψυκτα στα ίδια κυβικά. Ρε έχετε παρατηρήσει κάτι; Όλα τα typhoon βγάζουν τρελά ντουμάνια από πίσω! Πολύ λαδιέρα το εργαλείο!

  5. «…Επειδή έχω περάσει από αυτή τη διαδικασία με το αμάξι να είναι στις 66500χλμ σε 5 χρόνια, μετά από επαφή με αντιπροσωπείες και Τ…, καθώς η κατανάλωσή μου είναι 1 λίτρο/3000χλμ, η απάντησή τους ήταν: «Είναι εντός φυσιολογικών ορίων». Εμένα όμως κανείς δε μου είπε ότι το αυτοκίνητό μου μετά από 5 χρόνια θα είναι λαδιέρα!!!...»

  6. «-…στα περισσότερα βιντεάκια είναι ο Τ.. και την λαδιέρα την έχετε ριγμένη.
    -Πάντα αυτό κάνουν βάζουν άλλες φωτογραφίες και δεν τους νοιάζει η λαδιέρα μου… -Οι λαδιέρες κάνουν για σαλάτες κι όχι για βουνά!!!
    -Μακάρι να ήταν όλες οι σαλάτες σαν το τούμπανο εργαλείο μου….»

  7. «…Το κασκόλ με την καπαρντίνα παρ’ τα και στην εκδρομή, βλέπω να μένουμε σε κάνα βουνό με τη λαδιέρα σου…»

  8. «…Δυστυχώς η φύση της μοτοσικλέτας (δίχρονη) και η παλαιότητα της έγιναν αφορμή να μη γίνω δεκτός από παρέες που μαζεύονταν σε forum μοτοσικλετών. Εκφράσεις του τύπου λαδιέρα, γκαζοντενεκές, σαράβαλο, καρούλι έδωσαν και πήραν και φυσικά και εγώ τα μάζεψα και έφυγα. Δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα να αλλάζω κάθε χρόνο μοτοσικλέτες…(πρόκειται για Yamaha TDR 250 του 1988)»

  9. «-….μάλλον στα γερμανικά αναφέρεται που είναι λαδιέρες
    -λαδιέρες, λαδιέρες το τσαγάκι όμως το κερνάνε απλόχερα (Όταν η φαντασία συνδυάζεται με ένα καλό κονέ στο μηχανολογικό, τότε πραγματικά μπορείς να μεγαλουργήσεις! Μέχρι και πολιτικά μηνύματα μπορείς να περάσεις με τη πινακίδα σου! Ο ιδιοκτήτης του Tesla Roadster μας την “λέει” για τα καλά με την πινακίδα του. Δε συμφωνείς;… (Πινακίδα: LOL OIL)»

  10. «…Δεν έχει ιδέα το παιδί τι σήμαινε ΣΔΟΕ μάλλον!! Το ΣΔΟΕ ανέκαθεν δεν έπαιζε τον ρόλο του ελεγκτικού οργάνου στην πράξη αλλά μόνο στην θεωρία! Ένα απλό νταβατζηλίκι ήταν όπως και τώρα η ΥΠΕΕ που απλά εκβίαζαν για μίζες!! Διαλυμένος οργανισμός ήταν που το εκμεταλλευόταν άλλοτε το Πασόκ και άλλοτε η ΝΔ!! Έχω προσωπικό τρανότατο παράδειγμα με τον γ.. του δ.. του υπουργείου οικονομικών! Μια λαδιέρα και μισή τα άτομα χωρίς ίχνος τσίπας!!...»

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά (και διεκπεραιωτικά, μπας και διαβάζει κανείς διαφορετικής κουλτούρας):

(Σαν επίθετο –ος –α -ο): Ό,τι τοποθετείται επάνω στον τάφο/ό,τι γίνεται στον τάφο κατά την ταφή/η εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη Μεγάλη Παρασκευή (αλλά και τμήμα της).

(Σαν ουσιαστικό): Το άμφιο με την εικόνα της κήδευσης του Χριστού/το ειδικό κουβούκλιο που κάργα ανθοστολισμένο φέρει αυτό το άμφιο κατά τη Μεγάλη Παρασκευή και περιφέρεται αργά στους δρόμους των κατά τόπους εκκλησιαστικών ενοριών ακολουθούμενο από λιβανίζοντες ιερείς, νεαρές παρθένες που ψάλλουν και από πλήθος πιστών με αναμμένα κεράκια στα χέρια (αλλά και η ίδια η περιφορά).

Παίζουν σαν παρομοιώσεις:

1. Η έκφραση Πιο αργός κι από Επιτάφιο κι οι σχετικές τονίζουν το υπερβολικά αργό της κίνησης, δράσης κάποιου. βλ. σχ. του Khan, βλ. σχ. του electron, κι εδώ.

Συνώνυμα: πιο αργά από την καθυστέρηση, πιο αργός κι από ριπλέι βλ. σχ. του allivegp, πιο αργός κι απ' τον θάνατο.

2. Οι εκφράσεις Στολισμένη/Ντυμένη σαν Επιτάφιος τονίζουν το υπερβολικό (που αγγίζει το κιτς) της εμφάνισης (συνήθως) κάποιας βλ. πχ του Hodjas.

Σχετικά τα: Ντύθηκε ρεβεγιόν/Χόλυγουντ/ υπερπαραγωγή.

3. Οι εκφράσεις Μυρίζει Επιτάφιο» κι οι σχετικές (και σαν σφόλια) τονίζουν το υπερβολικά έντονο και βαρύ του αρώματος που φορά κάποιος.

Συνώνυμα: Μυρίζει/βρωμά θυμίαμα/λιβάνι/ πατσουλί.

4. Λέγεται απαξιωτικά για κτίρια, κατασκευές, οχήματα και ο,τιδήποτε μπορεί να στολιστεί/διακοσμηθεί και ειδικότερα να φωτιστεί, σημαίνοντας ότι ο διακοσμητής το παράχεσε.

Συνώνυμα: Το ‘κανε λατέρνα/χριστουγεννιάτικο δέντρο».

Πιο σλανγκικά σημαίνει:

5. Αυτόν που με τις αυθαίρετες ενέργειές του βάζει οριστικό τέλος (ταφόπλακα – επιτάφιο λίθο) στις ελπίδες κάποιου άλλου να πετύχει κάτι.

6. Κίναιδος συνοδευόμενος από ωραία και καλοντυμένα τεκνά, (sic απ’ τa Πετροπούλεια «Καλιαρντά»)

7. Κουστωδία του καθηγητή ή διευθυντή κλινικής με τους επιμελητές, βοηθούς και λοιπούς κομπάρσους που βγαίνουν μπουλουκοειδώς για ιατρική επίσκεψη, έτσι που να υποβάλλεται η εντύπωση φανταχτερής, μεγαλόπρεπης και υψηλής επιστήμης (sic από το Ν. Παπαγιάννη στa Πετροπούλεια «Καλιαρντά» αναφερόμενο σε ιατρικά σινάφια, σχολιάζοντας την ομοιότητα με το 6.).

Δεν αποκλείω καθόλου το να χρησιμοποιείται και σε άλλες παρόμοιες καταστάσεις.

8. Οποιαδήποτε συγκέντρωση ατόμων σε πορεία (κυρίως διεκδικητική - συνδικαλιστική) που της λείπει ο αυθορμητισμός, ο αυτοσχέδιος παλμός κι η συνεπακόλουθη ζωντάνια. Με ειλικρινή κι άπειρη τρυφερότητα (έχοντας πλήρη συνείδηση, δέος και –γιατί όχι;- φόβο του τι επέρχεται σε όλους μας) σχολιάζονται έτσι οι πορείες συνταξιούχων.

Σε λοιπές περιπτώσεις αποτελεί απαξιωτικότατο χαρακτηρισμό και μομφή.

  1. (σημασία 1) «…ρε μάγκες, μπαίνω στο ίντερνετ αυτήν την στιγμή με το κινητό μου σαν μόντεμ, και το πρόγραμμα 1 ευρώ τη μέρα... βολεύει (οικονομικά τουλάχιστον) το προγραμματάκι…., γιατί πραγματικά είναι απεριόριστο, όμως, οι ταχύτητες ρε παιδιά... πολύ επιτάφιος...»

  2. (σημασία 1, επίσης) «…Τώρα πάντως, για να τα λέμε όλα, και αυτός Ζ… δεν έχει το Θεό του. Η ομάδα - απόντος του Γ… - παίζει χωρίς άκρα και αυτός θέλει λέει να του πάρουν βαρύ φορ και «δεκάρι». Να γίνει δηλαδή η ομάδα από αργή, επιτάφιος…»

  3. (σημασία 3) «…Θα προτιμήσω κάτι σε άοσμο BALM λόγω ευαίσθητης επιδερμίδας, αλλά και λόγω του ότι δεν θέλω η κολόνια μου να μπερδεύεται με το άρωμα του after shave και μετά να μυρίζω σαν επιτάφιος…»

  4. (σημασία 4) «…Έχει γεμίσει ledάκια παντού, και από κάτω από το αμάξωμα αυτές τις φωτεινές ράβδους μπλε και φουξ. Δεν σας λέω τίποτα. Επιτάφιος σκέτος. Ο περίγελος της πόλης...»

  5. (σημασία 5) «..Επιτάφιος ήταν ο χαρακτηρισμός που έδωσε στον Π… Κ… Ελλαδίτης καθηγητής διαιτησίας για την εμφάνιση που έκανε πρόσφατα διαιτητεύοντας παιχνίδι του ΠΑΟΚ στην Τούμπα…»

  6. (σημασία 5, επίσης) «…Όμως αυτή τη φορά ο Π… Κ… έγινε στην κυριολεξία ο Επιτάφιος της Σαλαμίνας, θάβοντας κάθε προσπάθεια της Βαρωσιώτικης ομάδας για διάκριση στη φετινή χρονιά…» (όλα απ' το δίχτυ)

  7. (για τις σημασίες 6 & 7) Βλ. μήδια (ό,τι πιο κοντινό βρήκα στο δίχτυ)

  8. (σημασία 8) «…Σε τι ωφελεί λοιπόν αυτός ο επιτάφιος; (αναφέρεται σε άριστα περιφρουρούμενη πορεία) Να θυμόμαστε πως ίσως κάποια μέρα έρθει η ανάσταση; Να τιμούμε το σώμα των εργατών που κρεμάστηκε με τα καρφιά του μνημονίου; Να κουβαλάμε για λίγο στο σταυρό όλοι μαζί όπως κάνουν σε κάποιες χώρες στη θρησκευτική ιεροτελεστία της σταύρωσης για να εκστασιαζόμαστε (μη πω καμιά άλλη λέξη) ένα τέταρτο και μετά πάλι τα κεφάλια μέσα;…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει:

1. Επίχρυσο περιδέραιο με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, μέρος της γυναικείας αστικής φορεσιάς των Ιωαννίνων αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο Πετρόπουλος διασώζει πως χαρχάλια ήταν τα κοσμήματα - κουδουνάκια που φορούσαν οι ανατολίτισσες χορεύτριες στα πόδια τους.

Προέρχεται από το τούρκικο halhal.

2. Σαρκώδης έκφυση - κρεμάμενη σάρκα απ’ όπου προκύπτουν:

  • το λειρί (και κακάλι) αλλά και το κάτω από το ράμφος σάρκωμα του πετεινού,
  • στον πληθυντικό, χαρχάλια: τα αρχίδια (με έμφαση στο κρεμάμενο άμα χαλαρά, της εμφάνισής τους), (όπως σωστά λέει ο lykos εδώ),
  • η κλειτορίδα (πάλι από τον Πετρόπουλο, που παρεμπιπτόντως, παράλληλα με το γνωστό και κλασικό γλωσσίδι αποκαλεί παραψώλι τη μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα).

    Η συνηθέστερη ετυμολογία είναι πως προέρχεται απ’ το μεσαιωνικό καρακάλλιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου καράκαλλον που σχετίζεται με το λατινικό caracalla που σημαίνει κουκούλα.

Κατά δεύτερη ετυμολογία, προέρχεται απ’ το κάλλαιον με αναδίπλωση του κα-, αντικατάσταση του κ από χ κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα (κακάλλαιον – κακάλι- χαχάλι – χαρχάλι). Παρομοίως ετυμολογεί εδώ κι ο Βασίλης-7. Έτσι πιστεύω πως ετυμολογούνται και τα: καρκάλια, κάκαλα.

Παρεμπιπτόντως – για να βοηθήσω στην εδώ απορία των Bes, Bubis - το καρκάλι με την έννοια: κεφάλι, γκλάβα, κούτρα, μέτωπο και νιονιό μπορεί να έδωσε (το πιθανότερο) ή να προέρχεται απ’ το χρησιμοποιούμενο γύρω απ’ τη Χαλκίδα καρκαλί = ψωλοκέφαλο.

3. (Στον πληθυντικό) μύτες, ακίδες, οδοντωτό/ζικ-ζακ περίγραμμα (σχήμα του λειριού του πετεινού) με έμφαση στο ότι κρέμονται (συναντάται και σαν «χαχάλια») απ’ όπου προκύπτουν:

  • διακόσμηση σε καπέλο,
  • το δαντελωτό τελείωμα - φινίρισμα ενός εργόχειρου.

    4. Με ηχομιμητική ετυμολογία προκύπτουν:

  • το ποτάμι, το αυλάκι με νερό (και χαρχαλιά). (Στην Κρήτη κι όχι μόνο)

  • ο νερόμυλος (Στην Ευρυτανία)
  • χαρχαλία (επιπλέον του κοχλίδαι), τα σαλιγκάρια κι ειδικότερα το κέλυφός τους. (Στα Ποντιακά)

    Πιο σλανγκικά:

5. Οποιαδήποτε μηχανή, συσκευή, κατασκευή που δεν λειτουργεί σωστά, κάνοντας θόρυβο είτε επειδή είναι χαλασμένη, σαραβαλιασμένη, ξεχαρβαλωμένη είτε επειδή είναι πολύ παλιά. Εδώ η έννοια είναι πολύ κοντά στα χάρχαλο, χάρβαλο, χαρχάλα, χαρχάλω, .

6. Μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα, παρόμοιος (αλλά κάπως ηπιότερος) με την υβριστική έννοια του αρχίδι, ρεμάλι. Πιο περιπαικτικός όταν τονίζεται το –χάλι.

  1. «..ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε, να τον λιβανίζει, αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς, ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως. Βάζει τις φωνές: “βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του” …»

  2. «…Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί ακόμα νομίζουνε ότι λόγω της θέσεως τους είναι αρχηγοί κράτους. Όχι κύριοι, με την στάση σας αποδεικνύεται δυο πράγματα: ότι έχετε κόμπλεξ κατωτερότητας και ότι νομίζετε ότι έχετε πιάσει τον Χριστό απ’ τα χαρχάλια!...»

  3. «…Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «με χαρχάλια» από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά…»

  4. «Δοκίμασα να σ' αρνηθώ για ν' αγαπήσω άλλη, μα αλάργο σου μοιάζει η ζωή με τ’ άνυδρο χαρχάλι!....» (Κρητικές μαντινάδες)

  5. «Το βότο γκαλίζει στο χαρχαλία»: (Το νερό πηγαίνει στο μύλο)

  6. «…είναι γνωστό το καλαμπούρι που λένε δήθεν για Πόντιους αλλά μάλλον από άλλη ράτσα θα ήταν αυτός που την έπαθε: Έβαλε να βράσει σαλιγκάρια αλλά η κατσαρόλα λέει στράβωσε, έλιωσε και τα «χαρχαλία» τα τσέφλια δηλαδή δεν είχαν βράσει…»

  7. «Πουλί που τη φωλιά θωρεί στο γυρισμό χαρχάλι μ' ίντα ψυχή και δύναμη να ξαναχτίσει άλλη...»

  8. «..μιλάμε το αμάξι δε πήγαινε μια. Δεν κρατούσε ρελαντί οι στροφές έπεφταν... ο θόρυβος του ήταν απαίσιος έκανε σαν χαρχάλι...»

  9. «…Έκανα σύνδεση σε γνωστή εταιρεία η οποία μου προμήθευσε ένα χαρχάλι μόντεμ το οποίο δεν μου δίνει την δυνατότητα να συνδέσω 2 υπολογιστές….»

  10. «..Ρε θα ήταν καλύτερο να πάρω μαζί κάμερα 10 μεγκαπίξελ και χαρχάλι κινητό ή καλό κινητό με κάμερα 5 μεγκαπίξελ;…»

  11. «…Ένα χαρχάλι της κακιάς ώρας, που τον έχουν διώξει από άλλα 2 σχολεία (και θα τον διώξουν κι απ' αυτό), με μόλις 3 μέρες εδώ, πήρε τη βάση του μικροφώνου, και μου 'ριξε μια στην πλάτη (εγώ καθόμουν, δεν είχα πάρει χαμπάρι)…»

  12. «..Καλά βρε χαρχάλι!! Τι παπαριές έγραφες στον Πέρι στα σχόλια στο βιντεάκι του Πάνου; Φίδι; Είναι δυνατόν να πιστεύεις εσύ με τα αδιάψευστα στοιχεία ότι η Βουλγαρία επί κατοχής ήταν κομμουνιστική;…»

Γιαννιώτικο χαρχάλι (από sstteffannoss, 03/01/11)χαρχάλια (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified