Το μουνί.

Αν και γίνεται διαχωρισμός: «το γυναικείο χουχούνι». Άρα, υπάρχει κι ανδρικό χουχούνι, προφανώς ο κώλος μια κι η λέξη προέρχεται από την καλιαρντήν.

- Βρήκε δουλειά η κόρη του;
- Πωωως. Ξύνει το χουχούνι της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχά στον πληθυντικό: κουμπούρια σημαίνει τα βυζιά (όχι τα βυζάκια) που κάνουν μπαμ.

Διαβάστε προσεκτικά τους στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου που τραγουδήθηκαν και από την Πρωτοψάλτη για να δείτε το λογοπαίγνιο με τις δυο έννοιες της λέξης.

Η Μαλάμω με καμάρι
που μοσχοβολά θυμάρι
μεσ' στους δρόμους της Αθήνας
έχει εννιά γι' αυτήν ο μήνας
τα κουμπούρια γεμισμένα
τα 'χει πάντα κουμπωμένα
κι όλοι τρέχουν να τη δουν
με καημό και τραγουδούν.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Απαράτησε τα γίδια
τα σιγκούνια τα στολίδια
στην Αθήνα μάνι-μάνι
έβανε κοντό φουστάνι
τα κουμπούρια της γεμάτα
τα κουνά π' αναθεμά τα
τα κουνά και περπατάει
κι όλη η Αθήνα τραγουδάει.

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Ρίχνει βόλια η ματιά της
η πλεξούδα η ξανθιά της
με τα φρύδια τα γραμμένα
τα κουμπούρια γεμισμένα
ξεχειλά δροσά και νιάτα
η Μαλάμω η χωριάτα
με λαχτάρα την κοιτάζουν
τραγουδούν κι αναστενάζουν

Μαλάμω με τη φούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
βάρα τα κουμπούρια σου
πανάθεμα τη φούρια σου
Μπαμ και Μπουμ
οι κουμπουριές
φυτεύεις βόλια στις καρδιές.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Λέγεται για το όσχεο, αλλά κατά τη γνώμη μου είναι προτιμότερο το αρχιδόσακκος.

  2. Το σουτιέν γι' αρχίδια (μετάφραση του ball - bra). Σαν απλό εσώρουχο χρησιμοποιείται σε πιπεράτες ιδιωτικές στιγμές και από μοντέλα, χορευτές, επιδειξίες και άλλους πολύ άντρηδοι.

Την αρχιδοσακούλα την αναφέρει στον Κουραδοκόφτη του ο Πετρόπουλος σαν είδος μαγιώ.

- Πού τη βρήκες μωρή την αρχιδοσακκούλα;
- Από το internet τζουτζούκο μου.
- Αχάα! Θα... μου το φορέσεις;
- Αμέέ!!

βλ. και αρχιδιέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για γυναίκες που έχουν τσουχτερή γλώσσα, που στάζουν δηλητήριο, που δε χαρίζουν κάστανα, που δε μασάνε, που είναι επίμονες σε σημείο να γίνονται πρήχτρες, που πετούνε συνεχώς σπόντες που πονάνε, που σε τσιγκλάνε συνεχώς, που σου τα κάνουνε νταούλια.

Ο χαρακτηρισμός έχει γράψει λαμπρή ιστορία όταν εξακοντίστηκε απ' το μακαρίτη τον Ευάγγελο Γιαννόπουλο στην Έλλη Στάη.

- Έλα ρε συ τώρα!! Τεκνατζού η Σίσυ;
- Έ όχι κι όλα τα ΠΣΚ. Τα τρία στα τέσσερα.
- Εμένα μου 'πε πως τα 'χει με τον Άρη.
- Όλη την ομάδα ή μόνο τα τσικό;
- Είσαι μια τσούγδω εσύ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τυχερός άνθρωπος. Αυτός που του 'ρχονται όλα βολικά, που δεν βρίσκεται ποτέ σ' ανάγκη. Ο τίγκα στην κωλοφαρδία.

- Πώς πάει;
- Σκατά. Δεν κουνιέται φύλλο. Νέκρα η αγορά, γαμώ την κρίση μου γαμώ. - Τόσο χάλια;
- Εμ σατεσένα καρντάση που σου χρωστάει κι ο Θεός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου τελειώνει ο παράς, εξαντλούμαι οικονομικά. Πολύ κοντά στα: «Μένω ρέστος», «μένω χωρίς μία», «μένω στον άσσο», «μένω δίχως σάλιο», «ξετινάχτηκα» κλπ. Όμως δεν φτάνω στο σημείο να χρωστάω.

Το «με ξεπαράδιασαν» υπονοεί μερικές φορές το «μ' έπιασαν κορόιδο», ενώ άλλες πως προέκυψαν πρόσθετα έξοδα που δεν είχα υπολογίσει και δεν μπόρεσα ν' αποφύγω.

- Αυτό το τσαρδί με ξεπαράδιασε.
- Δεν έχεις ανάγκη εσύ, σου χρωστάει ο Θεός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα γνωστότατα ξάπλα + Αρντάν.

Ο υπερθετικός της κατάστασης στην οποία θέλει να βρεθεί κάθε ευσυνείδητος φαντάρος και βρίσκονται πλείστοι ασυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι. Η πλήρης χαύνωση. Η νιρβάνα. Το ζεν. Η μαστούρα σε οριζοντιωμένη στάση.

- Τι νομίζει ότι κάνει έτσι ξαπλαρντάν;
- Κοιλιακούς.
- Μα καλά ρε μαλάκα, στην Πύλη;
- Μη το ψάχνεις: τσάτσαρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασφαλώς και είναι η «διακόσμηση» στα ελληνικά από το γαλλικό décor - όμως, παρέα με ρήματα όπως:

  1. κάνω: κάνω (κάποιον) ντεκόρ σημαίνει ό,τι και τα: τον γείωσα, του το βούλωσα, κι από 'κει και πέρα (το 'παιξε) γλάστρα, τον έσβησα (και έλαμψα) - κι όλα τα παρεμφερή κι ομοειδή.

  2. βγαίνω: βγαίνω απ΄το ντεκόρ σημαίνει παίρνω θέση (πάνω σε κάποιο ζήτημα), πήραν επιτέλους χαμπάρι πως υπάρχω, επανενεργοποιούμαι, κ.ο.κ.

  3. έχω: έχω για ντεκόρ σημαίνει έχω για μόστρα, έχω για γλάστρα κ.ο.κ.

  4. ... είμαι: δεν είμαι (για) ντεκόρ (εγώ), το γνωστό παράπονο παραμελημένης γκόμενας.

  1. - Μας πέθανε στην παρλαπίπα, μέχρι που ο Άρης του φρεσκάρισε τη μνήμη και τον έκανε ντεκόρ.

  2. - Γιαδέ ρε συ ποια κελαηδάει!!
    - Έχασες επεισόδια ε; Μετά την πλαστική βγήκε απ' το ντεκόρ.

  3. - Τι κάνει δω πέρα η μικρή;
    - Τίποτα, μόνο για ντεκόρ.

  4. - Ακούς; Τα μαζεύω και φεύγω. Δεν είμαι ντεκόρ εγώ. Ακούς βρε; Φεύγω σου λέω.
    - Α! ναι; Πού πας;
    - Όπου θέλω!!
    - Δώσε χαιρετισμούς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified