Το πέος.
Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.
Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.
Δε μάς χέζεις, ρε μαλάκα που όλο μάς τα πρήζεις; Το γυφτετέλι σου μέσα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γυναικείο κωλοδάχτυλο.
Η πρώτη φορά που είδα κλάβρα ήταν απ' την πρώην μου όταν με είδε να φιστικώνω την μέχρι τότε καλύτερή της φίλη. Με είπε και «λαμπουρόφατσα». Ποιος την χέζει όμως την πουτάνα; Έτσι κι αλλιώς αυτή τα ίδια μού 'κανε. Πήρε και φόρα να μού πετάει κλάβρες και βρισιές όταν όλες της αξίζουν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απλή ύβρις προς κάποιον για τον οποίο τρέφουμε μίσος. Πολύ μίσος...
Γιατί δεν του δίνουνε αποβολή, γαμώ την πουτάνα μου. Μετανιώνω που δεν του γάμησα το σόι. Έτσι και έκανα ότι μπορούσα θα τον είχα γαμήσει αυτόν τον μαλάκα. Για το πούτσο είναι αυτό το πουστρίδι. Νομίζει ότι θα κάνει ό,τι θέλει αυτό το μουνόπανο. Γαμώ τη μάνα του. Κανονικό πουστρίδι όμως.
Got a better definition? Add it!
Published
Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.
- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτοί που έχουν κόλλημα με τον Ομπάμα. Όχι απαραίτητα κακό.
- Έχω ένα φίλο που έχει κόλλημα με τον Τζέφρι!
- Σοβαρά, ε; Κι εγώ είμαι μπαρακάξα.
- Αλήθεια; Ε, ο καθένας τη γνώμη του...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μικρό παιδάκι. Δεν χρησιμοποιείται ως μειωτικός χαρακτηρισμός του μικρού παιδιού, αλλά κάποιος που βρίζει στην καθημερινότητά του θα την χρησιμοποιεί για παιδιά.
- Καλά ρε, από ένα παιδί νικήθηκες;
- Πω, καλά νικήθηκα. Και; Δεν χάνω κάθε μέρα.
- Εντάξει να μην νικάς κάθε μέρα. Αλλά να χάνεις από ένα μουνάκι σαν τον Γιαννάκη; Καλά, αυτός θα γίνει μεγάλος μάγκας όταν μεγαλώσει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που γαμιέται. Που δέχεται πούτσες.
Και τι σού 'φταιξε ο Αντώνης, ρε καθυστερημένο πουτσόπανο; Τράβα γαμήσου, ρε τραβελόπουστα. Με τις γαμημένες κωλοπαπαριές σου και τα πουτσιλίκια σου, ρε μαλακιστήρι. Ένα γκεϊλίκι είναι η ζωή σου, ρε λούγκρα. Γεμίσαμε πουτσολήπτες. Με εσένα το καλύτερο παράδειγμα. Παρ' τ' αρχίδια μας και ξεκουμπίσου, ρε τριπούτανο. Το μπούλο. Μέγα πουτσολήπτη. Λαμπουρόφατσα.
Βλέπε και τρώω πούτσα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όταν μια λεσβία κάνει έρωτα με άνδρα και η γνώμη της για τ' άλλο φύλο αλλάζει.
- Φίλε, γάμησα μια μεθυσμένη λεσβία χθες. Την ξέσκισα κανονικά.
- Αλήθεια;
- Ναι, ρε. Την ξελεσβίωσα λέμε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η στύση που προκαλείται χωρίς λόγο. Ή με λόγο που δεν καταλαβαίνουμε, τέλος πάντων.
- Γιατί δε σηκώνεσαι ρε, να πεις την προσευχή;
- Τι λες, ρε; Έχω μεγάλη ανακάβλωση. Όλοι θα την δουν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified