Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.

Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf

- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.

(από doodoon, 16/04/11)Τρελό μπιλφάκι! Κρατήστε μου μια κνήμη και μια ωλένη για ποδοφραπέ! (από Khan, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.

- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!

(από doodoon, 16/04/11)(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθιερώθηκε από τον Δημήτρη Ουγγαρέζο στον «Όμορφο Κόσμο το Πρωί», όταν δήλωσε με την χαλαρότητα του τηλεαστέρα: «Άλλαξα φανέλα, και ο πρώτος λόγος ήταν το μασχαλόζουμο», ο ιδρώτας της μασχάλης εν ολίγοις.

Καλά, έτρεχα να προλάβω χ14 χθες βράδυ και το αρχίδι δεν σταμάτησε, οπότε κατέληξα μόνος μου στην στάση με το μασχαλόζουμο για παρέα να ποτίζει τον αιθέρα.

βλ. και το διαφορετικό μασχαλοζούμι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κοκοτσί, δηλαδή μπάφος με κοκόρι. Μπα(φος) + κό(κα).

Η Ελίζα παλιά έκανε πού και πού κανάν μπάφο, μετά το γύρισε στο μπάκο και πλέον την βλέπω με χίλια για κοκογκόμενα τσιμπουκλού στις χέστρες της παραλιακής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράζων στην πλατεία.

Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.

Απλά ανυπόφοροι.

- Τι λέει ρε αυνάνα, αράζεις ακόμα με τον Άγγελο;
- Όχι φίλε, έχει γίνει φουλ πλατεΐτης και συζητάει πλέον μόνο για την ροπή των subaru και το τρέξιμο που ρίξαν οι παλιοί στους παγκρατιώτες. Για τον πέοντα.

(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακ-άριος, το άτομο που θα ήθελε πολύ να ναι άριος, προκειμένου να ενταχθεί στα μετερίζια της ρατσιστικής προπαγάνδας του, αλλά δυστυχώς για αυτόν, η εμφάνισή του παραπέμπει σε Iνδό, Aιγύπτιο Tούρκο, οτιδήποτε τέλος πάντων μη-ευρωπαϊκό.

- Tον έχεις τσεκάρει τον αρχηγό της χρυσής αυγής; Kατευθείαν μετάθεση από Kασμίρ!
- Ποιον ρε, εκείνον που 'ναι πιο μακάριος και από τον Μακαριότατο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στερεοτυπική έκφραση σε άτομα νεαρής ηλικίας. Σε περίπτωση που κάποιος σκύψει σε γωνία 90+μοιρών και εμφανιστεί η κωλοχαράδρα του, αμέσως κάποιος από πίσω του θα τον καλαμπουρίσει είτε τοποθετώντας μία κάρτα αναλήψεων αν είναι εύκαιρη, στην σχισμή, είτε θα διερωτηθεί ρητορικά «κάρτα παίρνει».;

-Έ μαλάκα, χαρτάκια έχεις;
-Μου πέσαν κάτω από το τραπέζι, σκύψε αν σου βαστάει.
(σύντομη παύση)
-Κάρτα παίρνει;
-Κάτω τα ξερά σου ρε κίναιδε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικός χαρακτηρισμός προς άτομα συνήθως εφηβικής ηλικίας που δείχνουν απαράμιλλη αφοσίωση σε συγκεκριμένο συνολάκι ρούχων, τουτέστιν δεν το βγάζουνε ποτέ από πάνω τους και δεν συνδυάζουν ποτέ με άλλα ρούχα. Ως εκ τούτου, δημιουργείται η λαθεμένη εντύπωση ότι απ' τα βαφτίσια και μετά δεν το έχουν αποχωριστεί και ούτε πρόκειται.

-Ε, πέτυχα χθες τον Μάκη Εξάρχεια, 3 χρόνια είχα να τον δω.
-Σε τι κατάσταση, παραμένει ο φασέος μεταλλάς;
-Όπως το 'πες. Μαύρο all star, μαύρο levis jean, μαύρο μπλουζάκι iced earth, μαλλούρα.
-Βαφτιστικό δηλαδή, όπως πάντα.

(από doodoon, 31/07/11)

βλ. και στολή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Χριστούγεννα, λόγω γιορτινής ατμόσφαιρας και υψηλών εισφορών, είτε από το δώρο των Χριστουγέννων για τους εργαζόμενους, είτε από παχυλά χαρτζιλίκια για τους νεαρότερους, η αγορά και η χρήση κοκαΐνης / κοκοριού / κοκό είναι συχνό φαινόμενο και λόγω του γαλακτώδους χρώματός της και της εκτεταμένης χρήσης, γίνεται ο συνειρμός με το χριστουγεννιάτικο χιονισμένο τοπίο.

- Λοιπόν ανιψιέ μου, πάρε δω κανά ψιλό να 'χεις τώρα για τις γιορτές.
- (χαμόγελο της Crest) Ευχαριστώ μπάρμπα!
- Καλά Χριστούγεννα να 'χεις λοιπόν, και... ας μην είναι άσπρα ελπίζω!
- (Αθώο βλέμμα) Τι εννοείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified