Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.
Got a better definition? Add it!
Στερεοτυπική έκφραση σε άτομα νεαρής ηλικίας. Σε περίπτωση που κάποιος σκύψει σε γωνία 90+μοιρών και εμφανιστεί η κωλοχαράδρα του, αμέσως κάποιος από πίσω του θα τον καλαμπουρίσει είτε τοποθετώντας μία κάρτα αναλήψεων αν είναι εύκαιρη, στην σχισμή, είτε θα διερωτηθεί ρητορικά «κάρτα παίρνει».;
-Έ μαλάκα, χαρτάκια έχεις;
-Μου πέσαν κάτω από το τραπέζι, σκύψε αν σου βαστάει.
(σύντομη παύση)
-Κάρτα παίρνει;
-Κάτω τα ξερά σου ρε κίναιδε!
Got a better definition? Add it!
Μακ-άριος, το άτομο που θα ήθελε πολύ να ναι άριος, προκειμένου να ενταχθεί στα μετερίζια της ρατσιστικής προπαγάνδας του, αλλά δυστυχώς για αυτόν, η εμφάνισή του παραπέμπει σε Iνδό, Aιγύπτιο Tούρκο, οτιδήποτε τέλος πάντων μη-ευρωπαϊκό.
- Tον έχεις τσεκάρει τον αρχηγό της χρυσής αυγής; Kατευθείαν μετάθεση από Kασμίρ!
- Ποιον ρε, εκείνον που 'ναι πιο μακάριος και από τον Μακαριότατο;
Got a better definition? Add it!
Ο αράζων στην πλατεία.
Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.
Απλά ανυπόφοροι.
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του κοκοτσί, δηλαδή μπάφος με κοκόρι. Μπα(φος) + κό(κα).
Η Ελίζα παλιά έκανε πού και πού κανάν μπάφο, μετά το γύρισε στο μπάκο και πλέον την βλέπω με χίλια για κοκογκόμενα τσιμπουκλού στις χέστρες της παραλιακής.
Got a better definition? Add it!
Καθιερώθηκε από τον Δημήτρη Ουγγαρέζο στον «Όμορφο Κόσμο το Πρωί», όταν δήλωσε με την χαλαρότητα του τηλεαστέρα: «Άλλαξα φανέλα, και ο πρώτος λόγος ήταν το μασχαλόζουμο», ο ιδρώτας της μασχάλης εν ολίγοις.
Καλά, έτρεχα να προλάβω χ14 χθες βράδυ και το αρχίδι δεν σταμάτησε, οπότε κατέληξα μόνος μου στην στάση με το μασχαλόζουμο για παρέα να ποτίζει τον αιθέρα.
βλ. και το διαφορετικό μασχαλοζούμι
Got a better definition? Add it!
Λυκειακό σλόγκαν, προτροπή προς χαλάρωση ή απεμπλοκή από μανούρα, συνώνυμο του «ξεφούσκωσε», κατούρα και λίγο.
- Κωλόγαυροι, πάλι πέτσινο πρωτάθλημα! Γαμώ την παράγκα σας!
- Άντε φάε καμιά χαλαρόπιτα και πιες καμιά ηρεμίτα, που θα μιλήσεις για τον θρύλο ρε χουντικέ!
Got a better definition? Add it!
Bones Ι like to fuck, υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία προς γυναίκες που διανύουν αισίως την δεύτερη εκατονταετία της ζωής τους (βλ.νίντζα), εξ ού και η αναφορά των ατόμων αυτών ως οστά.
Συγκριτικά, η βαθμίδα είναι: milf > gilf > bilf
- Καλά φίλε, το τσέκαρες το bilfόνι στο φαρμακείο;Σαν τα κρύα τα νερά!
- Δεν ξέρω major, πολύ κοκαλιάρα για τα γούστα μου.
Got a better definition? Add it!
Αναψυκτήριο-καφετέρια παρακείμενη της πλατείας Ομονοίας. Κανείς δεν γνωρίζει το πραγματικό της όνομα. Τακτικοι του θαμώνες, πρεζάκια, dealέρια, απεξαρτημένοι, κλεφτρόνια, μπουμπλάκηδες.
Ο δείκτης επικινδυνότητας της απασχόλησης στο πρεζοκαφέ, σύμφωνα με τον Συνήγορο του Πολίτη, αγγίζει επίπεδα στρατιωτικής θητείας στην Βαγδάτη.
- Λοιπόν, πετάγομαι πρεζοκαφέ να τσιμπήσω έναν lungo espresso. Θες τίποτα;
- Έναν στρέττο στρεττίσιμο με μπόλικη ζουζού.
Got a better definition? Add it!
Κλάδος υπερεπιστημόνων που αφιέρωσαν την ζωή τους στην απόδειξη του αυτονόητου και αυταπόδεικτου, ήτοι την προέλευση των Ελλήνων από τον Σείριο, την χρήση νανοτεχνολογίας και πυρηνικής ενέργειας από τους Δαναούς, την πανσπερμία του Ελληνικού DNA... Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.
- Καλά μιλάμε, ο Χάρης παρήγγειλε μια από τις μαλακίες του Τηλεάστυ και από τότε την έχει δει ελληνολόγος. Όλο για τον Τάλω και τους διαδρόμους προσεδάφισης λέει.
- Και με τα δύο χέρια.
Got a better definition? Add it!