Ακόμη μία ανάπτυξις επί το προσβλητικότερον του άντε και γαμήσου, όπου ο υβριζόμενος όχι μόνο γαμιέται, αλλά επιπλέον γκαστρώνεται, γεννά και κατεβάζει και γάλα στη συνέχεια. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται στην ύβρι «γαμήσου», που έχει κατά το μάλλον ή ήττον βραχυχρόνιες συμπαραδηλώσεις, χρονικό μήκος μηνών ή και ετών (γαμήσι, εγκυμοσύνη, γεννητούρια, θηλασμός), ενώ ταυτόχρονα προκαλούνται οι συνειρμικές συμπαραδηλώσεις «λεχώνα» και «αγελάδα».

-Ω, καλώς το φιλαράκι μου. Τι έγινε ρε, πόνεσε πολύ η πεντάρα την Κυριακή στην Τούμπα; - Άντε και γαμήσου ρε να κατεβάζεις γάλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποβάλλομαι σε μεγάλη προσπάθεια και στρες προκειμένου να επιτύχω κάποιο στόχο, ή απλώς και για ν’ ανταποκριθώ στις απαιτήσεις.

Η δύναμη της έκφρασης ανάγεται στο συνδυασμό του κώλου ως περιοχή αφιερωμένη αποκλειστικά στην ηδονή (της αφοδεύσεως αλλά και την ξινή, ή ακόμη και του καθισιού), με τον ιδρώτα, που εκκρίνεται με τη σωματική καταπόνηση. Άρα, για να ιδρώσει ο κώλος σου πρέπει να κουραστείς πάρα πολύ, να τα δώσεις όλα. Παράλληλα βέβαια η επίτευξη του δύσκολου στόχου παρομοιάζεται με την εξαιρετικά δυσκοίλια αφόδευση, όπου για να βγει η κουράδα (το ζητούμενο) πρέπει να ιδρώσει ο κώλος από το σφίξιμο. Ίσως τέλος, αναφερόμενο σε «πνευματική» (βλ. καθιστική) εργασία, να εννοεί ότι ιδρώνει ο κώλος από το πολύ καθισιό στο γραφείο και το κωλοτρίψιμο στο κάθισμα (το αντίστοιχο δηλ. του «ο κώλος σου έχει βγάλει ρόζους», με την καλή έννοια).

- Πρέπει να ιδρώσει ο κώλος σου για να την πάρεις την υποτροφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ, βάλλω εις την στρατιωτικήν. Κατηγορία καθαρευουσιανοειδείς τραγέλαφοι του Ελληνικού Στρατού (καραβανάδικη διάλεκτος).

(Εκπαίδευση στο «πυρ και κίνηση»): - Τρέχουμε ζικ ζακ δέκα μέτρα ενώ ο άλλος μας καλύπτει και μόλις βρούμε καλό σημείο πέφτουμε και βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο ελληνικής ιθαγένειας και διαμονής, νεαρής κατ' αρχήν ηλικίας, που πάσχει από δουλικό μιμητισμό του λεγόμενου «αμερικανικού τρόπου ζωής».

Το εν λόγω άτομο παραδοσιακά λατρεύει τα μακντόναλντς, την κοκακόλα, το σινιέ ντύσιμο, τα επώνυμα προϊόντα γενικώς σε κάθε καταναλωτικό τομέα. Εκδηλώνει το θρησκευτικό του αίσθημα με το επιφώνημα ΟΜΙΤΖΙ! Απεχθάνεται την κουλτούρα, όπου κι αν ελλοχεύει αυτή (π.χ. βιβλία χωρίς εικόνες). Το λεξιλόγιό του αποτελείται από 300 ελληνικές και 300 ίνγκρικ λέξεις.

Σημαίνει ταυτόχρονα ότι το άτομο εμφορείται από την αφέλεια και ηλιθιότητα του γνησίου αμερικανακίου. Που κι αυτές όμως επικαθορίζονται πολιτιστικά, δεν αναφέρονται δηλαδή στο IQ του ατόμου, αλλά στην παντελή έλλειψη ευφυΐας ελληνικού τύπου: ως αντίθετο δηλαδή του καπάτσος, ανοιχτομάτης, αετονύχης, διαβόλου κάλτσα κλπ. Δεν αμφισβητείται ότι το αμερικανάκι μπορεί να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή στο ΜΙΤ, να κατασκευάσει διαστημόπλοια και να βαδίσει στο φεγγάρι. Όμως παρά τις ικανότητές του αυτές, ο ταξιτζής θα του πάρει τριπλή ταρίφα, ο εστιάτορας θα του φουσκώσει το λογαριασμό και η γκόμενα θα του τα φάει τα λεφτά.

Η έκφραση δεν πολυφοριέται πλέον μ' αυτή την έννοια. Λεγόταν πολύ κατά την πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, όταν, ελέω Θεοδωράκη, επιγόνων του και κομματικών νεολαιών, ο πολιτιστικός σωβινισμός ήταν στα ντουζένια του και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός εκδηλωνόταν και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το ρέκβιεμ του όρου νομίζω τραγουδήθηκε από τον Τζιμάκο στο επικολυρικό «κάλλιο να 'μαι πεθαμένος παρά αμερικανάαααακιιιι». Διότι οι γενιές που γεννήθηκαν από κει και πέρα γαλουχήθηκαν στην εταιρική κουλτούρα και μυθολογία, που είναι στην πραγματικότητα ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής», από βρέφη, με τους διαφημιστικούς βομβαρδισμούς από την άσβεστη τηλεόραση της οικίας τους και τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϋ ως αφήγηση, με τρόπο που αυτή εδραιώθηκε στα κατώτερα στρώματα του υποσυνειδήτου τους. Υπ' αυτή την έννοια δε θ' αργήσει ίσως για πολύ η μέρα που θα είμαστε όλοι αμερικανάκια, αλλά δε θα το γνωρίζουμε.

  1. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι
    μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
    με ταξίμια με φυτίλια
    με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του αμπαρωμένος
    θα τινάξω το καπάκι
    κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
    παρά αμερικανάκι.

  2. – 60 Ευρώ.
    – Τιιιι; Για μια ρετσίνα και τρία πιάτα; Για φέρε δω το λογαριασμό, ο τύπος μας πέρασε για αμερικανάκια.

Τζίμης Πανούσης, «Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι» (1993) (από vikar, 01/09/11)(από Khan, 02/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαξιωτικός χαρακτηρισμός για εξαιρετικά ράθυμο, νωθρό και τεμπέλικο άτομο. Ιδανικός για δημόσιους υπαλλήλους.

  1. - Τζο θα ποτίσεις τις γλάστρες; - (Γβρμχ)….. - Σώθηκα άμα περιμένω εσένα που μέχρι να σηκώσεις το ένα πόδι βρωμάει τ’ άλλο, θα τις ποτίσω εγώ.
    - (Παρακαλώ, μετά από σας).

  2. Τι μας την έφεραν την Τσατσοπούλου για τη θυρίδα να πληρώνει τις συντάξεις; Αυτή μέχρι να σηκώσει το'να πόδι βρωμάει τ’ άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαντάρος της επόμενης -νεότερης- σειράς σε σχέση με τον παλιότερο. Η σχέση είναι πατέρας / γιος, αλλά το καταχωρίζω ως «γιος» διότι ο νέος δεν συνηθίζεται να χρησιμοποιεί το «πατέρα». Ωστόσο γίνεται κι αυτό καμιά φορά δες εδώ.

Έλα γιε μου να σ’ αγκαλιάσω, που ήρθες για να ξεκουράσεις τον πατέρα σου.

ο γιος (από joe909, 05/09/11)(από Khan, 06/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φούντα ή μαύρο αρίστης ποιότητος.

Ήπιαμε ένα σύρμα χτες και γίναμε καϊνάρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτόπια σουτάκια στην μπάλα, ως άσκηση στην προπόνηση, επίδειξη δεξιοτεχνίας και λύση για να ξεκαυλώσει ο πιτσιρικάς όταν δεν υπάρχει παρέα. Προέρχεται από το γνωστό παραδοσιακό παιχνίδι εδώ, που εγώ (από τον πατέρα μου) το ήξερα τσιλίκα τσαμάκα και περιλάμβανε τα τσιλικάκια, δηλαδή χτυπούσες τη μικρή βεργούλα με τη μεγάλη στον αέρα και κέρδιζε όποιος έκανε τα περισσότερα τσιλικάκια (επιτόπια χτυπήματα).

Πόσα τσιλικάκια μπορείς να κάνεις ρε χωρίς να χτυπήσει κάτω η μπάλα;

(από joe909, 07/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κυπριακή λέξη για την παλάντζα - ζυγαριά. Ναρκοσλανγκικώς νοείται η ζυγαριά ακριβείας που ο ντίλερ συμπεριλαμβάνει στον επαγγελματικό εξοπλισμό του, προκειμένου να είναι ακριβοδίκαιος στις δοσοληψίες του.

-Όχι και λίγο ρε συ, όχι και λίγο, δέκα τζι! Όπως κάθε φορά. Όλα σε μια πιλάντζα πάνω γίνανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γραμμάριο, ως μονάδα μέτρησης πρωτίστως σκονών. Βέβαια, αν η πρέζα έδινε φτερά, τότε τα πρεζόνια θα 'ταν νυχτερίδες.

-Πόσο; -Ένα τζι. -Αχ, το τζι το φτερωτό...

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified