Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.

-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!

Ανεμοδαρμένη κορφή (από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.

Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.

- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.

Λεκάνη (από nikolaosvlas, 09/10/11)Πουάρ για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)Η κοπέλα (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλείσμα για εσωτερική πλύση (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.

Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.

Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).

  1. - Τι έχεις και φωνάζεις;
    - Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!

  2. - Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
    - Όι, όι, ο κάτης ήτονε.

Τσαφούνισμα (από nikolaosvlas, 14/10/11)Τσαφουνισμένη μούρη (από nikolaosvlas, 14/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, απευθυνόμενη σε σκύλο που σε γαύγιζε ή σου επιτίθετο.

- Γαβ, γαβ!
- Ουστ! Που να σε φάει αυτός που σ' έχει!

Ε, πουνα σε φάει!... (από nikolaosvlas, 15/10/11)(από Galadriel, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίπτωση του επαρχιώτη κουραδόμαγκα. Φοράει κάποιο καβουράκι ή τραγιάσκα, οδηγεί ένα σαράβαλο μηχανάκι ή αμάξι, έχει το αριστερό κουλό του μόνιμα κρεμασμένο έξω απ' τ' αμάξι και λόγω μπόχας κρατά τους πάντες σε απόσταση.

Ξέρει πως τον έχουν όλοι χεσμένο, εξού και η μόνιμη θορυβώδης συμπεριφορά του με την πειραγμένη εξάτμιση στο μηχανάκι και τις τυποποιημένες μπαρουφομαγκιές.

-Γιατί κορνάρει αυτός από πίσω μας.
-Χεσ' τονε. Τοπική μαγκιά, κλανιά κ' εξάτμιση!

Θορυβώδης οδηγός (από nikolaosvlas, 09/10/11)Μαγκλανέξ. (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξοδεύω, ή χάνω όλα μου τα χρήματα σε ψώνια, ή στο τζόγο.

Ήρθε στην Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο με τους επαναπατρισμένους ομογενείς από τις Η.Π.Α. Ετυμολογικά είναι προφανώς ο συνδυασμός του ξε με το buck (χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου) των αμερικανών.

  1. – Που πας ρε, αφήνεις το παιχνίδι στη μέση!
    – Με ξεμπακίσατε, φεύγω!

  2. Δεν έχω φράγκο. Πήγα για ψώνια με τη γυναίκα μου και ξεμπακίστηκα.

Ξεμπακισμένος (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οριστική και αμετάκλητη άρνηση εξόφλησης χρέους. Σε ευρύτατη χρήση στα Χανιά.

Ο Πιστολάκης ήταν χρηματοδότης και μεγολοπαράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Οι κρητικοί που κατέβαιναν από τα χωριά για να συμμετάσχουν στις γιγαντιαίες συγκεντώσεις του κόμματος στα Χανιά δικαιούντο και ένα γεύμα σε συγκεκριμένο εστιατόριο στην πλατεία της Αγοράς που το πλήρωνε το γραφείο του Πιστολάκη στα Χανιά. Οι δε ερίτιμοι πελάτες μετά το γεύμα έλεγαν στον εστιάτορα: Μανόλης Δασκαλάκης από το Μπρόσνερο (π.χ.), να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο. Με τον καιρό όμως κατέληξε να γίνει ρήση των κακοπληρωτών, με την έννοια ότι οριστικά και αμετάκλητα ο οφειλέτης δεν πρόκειται να πληρώσει.

Ο γιος του παλαιού κομματάρχη Πιστολάκη στη δεκαετία του 1970, ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντός και χοντρός , κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια στα Χανιά με μια λευκή ντεκαποτάμπλ κουρσάρα με οδηγό, φορώντας λευκό κοστούμι και καπέλο Παναμά. Ήταν μια σκέτη αναχρονιστική καρικατούρα αποικιοκράτη.

- Κύριε Μανόλη σας έχω τηλεφωνήσει επανειλημμένως για κείνη την οφειλή σας.
- Ναι το θυμάμαι!
- Πότε θα την εξοφλήσετε;
- Να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο!...

Δεε, πρόκειται!... (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απεχθάνεται τα σπορ και μιλάει συνεχώς για παθήσεις που έχει ή νομίζει ότι έχει. Εύθικτο άτομο και τελείως μυγιάγγιχτο.

- Ρε συ να πάρουμε και κείνο τον ξάδερφό σου το γυαλάκια στην εκδρομή.
- Δεν τον ξέρεις καλά. Σκέτη σαβούρα, σπασαρχίδης μημουάπτης.

"Μη μου άπτου", πίνακας του Bronzino. (από Khan, 22/09/11)

Από το μη μου άπτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified