Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.
-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!
Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.
-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).
(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)
- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χρυσή εποχή για τις λεκανατζούδες έληξε σχετικά απότομα στη δεκαετία 1950-1960, όταν όπως φαίνεται έγινε υποχρεωτικό το κάθε μπορντέλο να διαθέτει τρεχούμενο νερό.
Παλαιότερα η λεκανατζού έφερνε στην κοπέλα μια λεκάνη με νερό για να πλύνει το γατί της και το πουάρ ή κλύσμα για μια εσωτερική πλύση αν ο πελάτης ήταν από τους καλούς που τους επιτρεπόταν και χωρίς σκουφίτσα.
- Κάποτε σ' αυτό το σπίτι ήταν η Τασία. Τι να 'γινε άραγε!
- Τι θες να 'γινε! Τόσα χρόνια έχουνε περάσει. Λεκανατζού θα 'ναι σήμερα, η φουκαριάρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τσαφουνώ, τσαφουνίζω, τσαφίζω = γρατζουνώ, προκαλώ επιφανειακή, επιδερμική φθορά ή ερεθισμό, με τριβή ή ξύσιμο.
Σε ευρεία χρήση σε όλη την Κρήτη.
Ενδέχεται να είναι ηχομιμητικό. Όμως υπάρχει η καταπληκτική σύμπτωση ότι το αγγλικό ρήμα to chafe, έχει στη γενική του χρήση την έννοια του ερεθισμού, της φθοράς και του ξυσίματος, αλλά και του «θερμαίνω με εντριβή». Ετυμολογικά, σύμφωνα με το Webster Dictionary, προέρχεται από το γαλλικό chauffer (=θερμαίνω, προφανώς με την τριβή).
- Τι έχεις και φωνάζεις;
- Ρε φίλε, τον τρελό κάνεις; Δε βλέπεις, μου τσαφούνισες τ' αμάξι!
- Μωρέ Μανόλη, τσαφούνισέ σε η γυναίκα σου;
- Όι, όι, ο κάτης ήτονε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάρα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, απευθυνόμενη σε σκύλο που σε γαύγιζε ή σου επιτίθετο.
- Γαβ, γαβ!
- Ουστ! Που να σε φάει αυτός που σ' έχει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.
Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.
Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.
-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Περίπτωση του επαρχιώτη κουραδόμαγκα. Φοράει κάποιο καβουράκι ή τραγιάσκα, οδηγεί ένα σαράβαλο μηχανάκι ή αμάξι, έχει το αριστερό κουλό του μόνιμα κρεμασμένο έξω απ' τ' αμάξι και λόγω μπόχας κρατά τους πάντες σε απόσταση.
Ξέρει πως τον έχουν όλοι χεσμένο, εξού και η μόνιμη θορυβώδης συμπεριφορά του με την πειραγμένη εξάτμιση στο μηχανάκι και τις τυποποιημένες μπαρουφομαγκιές.
-Γιατί κορνάρει αυτός από πίσω μας.
-Χεσ' τονε. Τοπική μαγκιά, κλανιά κ' εξάτμιση!
Βλ. και μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξοδεύω, ή χάνω όλα μου τα χρήματα σε ψώνια, ή στο τζόγο.
Ήρθε στην Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο με τους επαναπατρισμένους ομογενείς από τις Η.Π.Α. Ετυμολογικά είναι προφανώς ο συνδυασμός του ξε με το buck (χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου) των αμερικανών.
– Που πας ρε, αφήνεις το παιχνίδι στη μέση!
– Με ξεμπακίσατε, φεύγω!
Δεν έχω φράγκο. Πήγα για ψώνια με τη γυναίκα μου και ξεμπακίστηκα.
Βλ. δώσε κώλο στον ρουφιάνο!, φρηζάραν τα λέκια και πλάκωσαν τα μπηλοζήρια, μπιλοζίρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οριστική και αμετάκλητη άρνηση εξόφλησης χρέους. Σε ευρύτατη χρήση στα Χανιά.
Ο Πιστολάκης ήταν χρηματοδότης και μεγολοπαράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Οι κρητικοί που κατέβαιναν από τα χωριά για να συμμετάσχουν στις γιγαντιαίες συγκεντώσεις του κόμματος στα Χανιά δικαιούντο και ένα γεύμα σε συγκεκριμένο εστιατόριο στην πλατεία της Αγοράς που το πλήρωνε το γραφείο του Πιστολάκη στα Χανιά. Οι δε ερίτιμοι πελάτες μετά το γεύμα έλεγαν στον εστιάτορα: Μανόλης Δασκαλάκης από το Μπρόσνερο (π.χ.), να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο. Με τον καιρό όμως κατέληξε να γίνει ρήση των κακοπληρωτών, με την έννοια ότι οριστικά και αμετάκλητα ο οφειλέτης δεν πρόκειται να πληρώσει.
Ο γιος του παλαιού κομματάρχη Πιστολάκη στη δεκαετία του 1970, ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντός και χοντρός , κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια στα Χανιά με μια λευκή ντεκαποτάμπλ κουρσάρα με οδηγό, φορώντας λευκό κοστούμι και καπέλο Παναμά. Ήταν μια σκέτη αναχρονιστική καρικατούρα αποικιοκράτη.
- Κύριε Μανόλη σας έχω τηλεφωνήσει επανειλημμένως για κείνη την οφειλή σας.
- Ναι το θυμάμαι!
- Πότε θα την εξοφλήσετε;
- Να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο!...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απεχθάνεται τα σπορ και μιλάει συνεχώς για παθήσεις που έχει ή νομίζει ότι έχει. Εύθικτο άτομο και τελείως μυγιάγγιχτο.
- Ρε συ να πάρουμε και κείνο τον ξάδερφό σου το γυαλάκια στην εκδρομή.
- Δεν τον ξέρεις καλά. Σκέτη σαβούρα, σπασαρχίδης μημουάπτης.
Από το μη μου άπτου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified