Πρόκειται για παλαιά εξελληνισμένη λέξη για το γαλλικό τουφέκι Gras M80 1874 το οποίο είχε σε χρήση ο ΕΣ μέχρι και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.

Επίσης γνωστό και ως γκρας.

  1. Όταν μας γύρεψε ο Μεταξάς τα τουφέκια, δήθεν να τα στείλει στο Αλβανικό Μέτωπο για ενίσχυση, ο πατέρας μου είχε δυο γράδες και έδωσε μόνο την μια στην μάζωξη. Ετσιά εκάμανε και άλλοι που το σκεφτήκανε λίγο φυλαγμένα.

  2. Επέφτανε οι Γερμανοί, μιλιούνια, μαύρισε ο ουρανός.Εμείς τότε όπλα δεν είχαμε, είχανε φύγει και οι Άγγλοι, μόνο κάτι γράδες μείνανε και κάτι λιανοντούφεκα. Πολλές φορές και σφαίρες δεν ειχαμε. Όταν έπεφταν κάτω, τους χτυπάγαμε με ότι είχε ο καθένας, δεκράνια, πέτρες, με τα κοντάκια. Μετά αλλάζαμε τα δικά μας παλιά με τα αυτόματα.

(από Παπαντώνης, 18/03/12)(από Παπαντώνης, 18/03/12)

Χρησιμοποιείται και ο (λανθασμένος) τύπος η γκράδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος αναπτύσσει επιτυχημένες θεωρίες για να στηρίξει τις ιδέες του, που όμως είτε δεν είναι εφαρμόσιμες πρακτικά, είτε αυτός δεν ασχολείται να τις εφαρμόσει, όντας τεμπέλης η ανεπρόκοπος. Είναι ένα είδος επιστήμονα φαφλατά. Έχει την ιδιότητα να είναι πειστικός, ιδιαίτερα σε όσους δεν τον γνωρίζουν.

Η φράση πηγάζει από εκείνους τους ημιμαθείς υποστηρικτές της Αριστεράς (συνήθως γενειοφόρους) που επιδίδονται σε ελαφριές συζητήσεις καφενείου. Επειδή κατά τα φοιτητικά τους χρόνια έτυχε να διαβάσουν τα θεμελιώδη περί Κομμουνισμού, εντυπωσιάζουν τις αμαθείς παρέες τους με ψαγμένες λέξεις όπως: ταξική πάλη, ταξινομία, μικροαστός, κεφάλαιο, καπιταλισμός, Μαρξ, Λένιν, Τρότσκι και πάσης φύσεως λέξεις που τελειώνουν σε -ισμός.

  1. - Μου έλεγε ο Πασχάλης τι δουλειά έχει πατήσει στα ναυπηγεία...
    - Μη τσιμπάς ρε! Αυτός είναι όλο μούσι και θεωρία.

  2. Πάλι άρχισες ρε Πελοπίδα με τις ιστορίες για να σώσουμε τον μπάοκ; Πήγαινε αλλού να τα πεις αδερφέ, εδώ σε πήραμε χαμπάρι ότι είσαι μούσι και θεωρία...

  3. Τους μάθαμε τους συνδικαλιστές πια, μούσι και θεωρία και στο πίσω μέρος του μυαλού τους σφηνωμένη η ιδέα να κατέβουν βουλευτές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγόταν για τους Μικρασιάτες πρόσφυγες, σήμερα λέγεται για τους απογόνους τους, συνήθως με ελαφρά απαξίωση.

Η λέξη βγαίνει από την τουρκική λέξη «kabak» που σημαίνει κολοκύθι και πηγάζει από την εξής ιστορία, η οποία βέβαια δεν μπορούμε να ξέρουμε εάν είναι αληθινή:

Όπως είναι γνωστό κατά την διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής επικράτησε πανδαιμόνιο στο λιμάνι της Σμύρνης, στην προσπάθεια των εκεί Ελλήνων να επιβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλωτό μέσο για να περάσουν στην Ελλάδα. Τα πλοία και οι βάρκες που υπήρχαν ήταν όμως πολύ λιγότερα από το πλήθος με αποτέλεσμα όχι μόνο να μην μπορούν να πάρουν μαζί έστω και τα βασικότερα από τα υπάρχοντά τους, αλλά σε πολλές περιπτώσεις ούτε τον ίδιο τους τον εαυτό. Κάπου εκεί ήταν και κάποιος που κρατούσε στο ένα χέρι του το μωρό παιδί του και στο άλλο χέρι ένα κολοκύθι. Ήταν όμως αδύνατο να τα πάρει και τα δυο μαζί του. Τότε είπε κοιτώντας το μωρό: «Από αυτόν τον σπόρο έχουμε, από τον άλλο (κολοκύθι) θα βρούμε εκεί που θα πάμε;». Και έτσι προτίμησε να πετάξει το παιδί του στη θάλασσα παρά το κολοκύθι.

«Τι προσπαθείς να του ανοίξεις τα μάτια; Αφού είναι καμπαξής, αγύριστο κεφάλι...»

-Πελοπίδα, ο Γιάννης πόντιος είναι ρε;
-Όχι ρε, καμπαξης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου και αναφερόταν στο πασίγνωστο γερμανικό υποπολυβόλο MP40, γνωστό και ως Schmeisser.

Το προσωνύμιο αυτό το πήρε από τον χαρακτηριστικό ήχο της ριπής του, που παρομοιαζόταν με τον ήχο που κάνουν τα δόντια των ανθρώπων όταν χτυπούν από το κρύο (τουρτουρίζουν).

Τα όπλα αυτά ήταν κάτι πολύ κοινό ως οπλισμός των ανταρτών, καθώς οι αντάρτες χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό οπλισμό που άφησαν πίσω οι Γερμανοί κατά την αποχώρηση τους.

[...]Με ρυθμούς… τουρτούρας (για όσους θυμούνται το
γερμανικό πολυβόλο) γίνονται οι αιφνίδιοι έλεγχοι[...] από εδώ

[...]Εδώ στου Γεωργαλά ήταν 2-3 αντάρτες με μια τουρτούρα πολυβόλο και μας καθήλωσε πέρα εκεί.[...] από εδώ

Στρατιώτης των SS με MP40 (από Παπαντώνης, 14/03/12)Υποπολυβόλο MP40 (από Παπαντώνης, 14/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογίζεται ο αστυφύλακας ο οποίος είναι φανατικός με την δουλειά του, πολλές φορές σε αρρωστημένο επίπεδο. Για άλλη δουλειά θα λέγαμε εργασιομανής, αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν κολλάει εδώ. Απαντάται περισσότερο στην ομάδα Ζ, λιγότερο στην τροχαία και στην άμεση δράση. Κατά περιπτώσεις εφαρμόζει υπερβάλλοντα ζήλο. Είναι ερωτευμένος με την υπηρεσία και έχει την πεποίθηση ότι μπορεί να αλλάξει την αστυνομία και να σώσει τον κόσμο.

Αναγνωρίζεται αφενός οπτικά: πάντοτε προσεγμένη στολή, καθαρή και ατσαλάκωτη. Έχει πάντα επιβλητική παράσταση. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι γυμνασμένος, όχι σώνει και καλά ντούκι. Εάν είναι μεσήλικας, βαστιέται καλά, ενίοτε έχει γοητευτικό λουκ. Συνήθως έχει ιδιόκτητο εξοπλισμό και οπλισμό (τα παρεχόμενα από την υπηρεσία του φαίνονται παρωχημένα για το επίπεδο του). Τα γυαλιά τύπου ray-ban είναι σύνηθες συμπλήρωμα.

Αφετέρου εκ συμπεριφοράς: έχει ένα συνδυασμένο στυλ από Tackleberry, T1000 και Τεξανού σερίφη. Γνωρίζει πολλά περισσότερα για την δουλειά του από τον μέσο αστυνομικό. Όπου δεν γνωρίζει προσπαθεί να δημιουργεί εντυπώσεις δια τυποποιημένης γνώσεως και ορολογίας. Σε αρκετές περιπτώσεις τυγχάνει να ξεσπάει τα απωθημένα του από παιδικά συμπλέγματα σε πιο αδύναμες ομάδες (πιτσιρικάδες με παπάκια ή φτιαγμένα αυτοκίνητα, νεοχίπις σε πλατείες κ.ο.κ.) έχοντας ως σημαία την στολή του.

  1. - Τι ροζ χαρτάκι είναι αυτό ρε Τάκαρε; Σε γράψανε;
    - Άσε ρε μάγκα, με πέτυχε εχτές ένας καυλόμπατσος και με ξέσκισε! Μέχρι για τρίγωνο, φαρμακείο και γρύλο με έγραψε!

  2. «[...]εγώ θα σας τιμήσω, θα χαίρεται όλο μου το σόι
    θα 'μαι καυλόμπατσος, δυο μέτρα μπόι
    θα κάνω βάρη, θα παίρνω τρεις κι εξήντα[...]»
    Στίχοι από Βαβυλώνα - Πολισμανία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το σημείο (επίσης η κίνηση προς αυτό ή η δημιουργία αυτού) το οποίο παρέχει κάποια κάλυψη, συνήθως από τα στοιχεία της φύσης. Συντάσσεται συνήθως με την λέξη «κάνω» (βλ. παράδειγμα).

Τοπικός ιδιωματισμός που απαντάται από την ανατολική πλευρά του Νομού Καβάλας έως και όλη την Θράκη.

Δεν γνωρίζω καθόλου για την ορθογραφία της λέξης, την ετυμολογία ή το γένος, η ορθογραφία που χρησιμοποίησα είναι στην τύχη. Οποιοσδήποτε έχει πληροφορίες παρακαλώ να συμπληρώσει.

  1. Έλα προς τα δώ που κάνει λίγο κοητί ρε, τζάμπα σε χτυπάει ο αέρας εκεί.

  2. Μήτσο κάνε λίγο κοητί ρε να ανάψω μια τσιγάρα.

  3. - Χτες μας θέρισε η βροχή ρε μάγκα πάνω στο βουνό.
    - Δε λες πάλι καλά που βρήκαμε εκείνο το πεσμένο δέντρο και έκανε λίγο κοητί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για περιπτώσεις όπου άτομα την πληρώνουν χωρίς να φταίνε.

Η φράση πηγάζει από παλιές ταινίες γουέστερν (καμπόικες), αλλά και από το κόμικ του Λούκι Λουκ, όπου συνήθως υπήρχαν σκηνές που ξεσπούσαν φασαρίες στα σαλούν καταλήγουσες σε πιστολίδι, ενώ ο πιανίστας συνέχιζε να παίζει αλώβητος καθ' υπόδειξη του αφεντικού σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Πολλές φορές η κατάληξη ήταν ο πιανίστας να βρεθεί με σφαίρα /-ες στην πλάτη.

- Κώστα, να μα την Παναϊα την επόμενη φορά που θα γίνει μαλακία ο Γιάννης έχει πάρει πόδι!
- Πλάκα κάνεις ρε Τάκη, τι φταίει το παιδί ναούμ;
- Κάποιος πρέπει να πληρώσει και δε θα είμαι εγώ.
- Ε ναι αλλά να μην πυροβολούμε τον πιανίστα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για θυλικά τα οποία μέχρι προσφάτως ήτο ελαφριάς ηθικής ή/και κοινωνικής θέσης και ξαφνικά άρπαξαν την ευκαιρία που τους παρουσιάστηκε και αναρριχήθηκαν τάχιστα κοινωνικά και οικονομικά, την είδαν και ανέπτυξαν τουπέ.

  1. - Δες την Γεωργία σαλτανάτι με το κάμπριο!
    - Άσε μας ρε φίλε, που βρήκε τον μπαλαδόρο και την χαρτζιλικώνει, έγινε και άνθρωπος.Χθεσινές πουτάνες, σημερινές κυρίες....

  2. - Πάρε τοτεμάχιο... Γυαλί μαλλί και παντελόνι Lee.
    - Ποια ρε αυτή η ψωλομπετονιέρα; Είναι η πρώην του Τάσου ρε!
    - Έλα ρε μάγκα, δεν την γνώρισα πίσω από το παρ-μπρίζ. Χθεσινές πουτάνες, σημερινές κυρίες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνείας υπερθετικού βαθμού, αναφερόμενη στην σωματική δύναμη ή/και στη αγριότητα / επιθετικότητα κάποιου. Ενίοτε χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία, εάν και έχουν μια εξέχουσα σωματοδομή και φυσική δύναμη, ο εγκέφαλός τους δεν ξεπερνά το μέγεθος φασολιού(βλ. και «μιλάς με γρίφους, γέροντα»).

Πηγάζει από την προφανή παράφραση του γνωστού φανταστικού ήρωα με το όνομα, «Κόναν ο Βάρβαρος», ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του σε βιβλία στις αρχές του '30.

Ιστορική αναδρομή της παραφράσεως: η παράφραση, αρχικά, έγινε στον τίτλο του ήρωα, που από «βάρβαρος», έγινε «μάρμαρος» ως εύκολη και επιτυχημένη, αφού με την αλλαγή δυο μόνον γραμμάτων, κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών καθώς και την ηχητική ομοιότητα, κατάφερε να μετατρέψει το νόημα της φράσης σε ειρωνική. Κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, εξίσου απλά και επιτυχημένα, έγινε και η αλλαγή του ονόματος από «Κόναν» σε «Σκόναν» με την αλλαγή ενός μόνο γράμματος και κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Η μεγάλη επιτυχία ήταν δε, ότι η παράφραση πλέον έλαμψε και νοηματικά, λόγω της γνωστής συνάφειας που υπάρχει μεταξύ μαρμάρου, και της σκόνης αυτού.

  1. - Ρε κοίτα το χλέμπονα πως χαλβαδιάζει το Λιτσάκι, θα τον σκίσω το πούστη!
    - Μα ποιος είσαι δικέ μου, ο Σκόναν ο Μάρμαρος;

  2. «Έρχεται και ο σφίχτης ωσάν τον Σκόναν τον Μάρμαρο να σπρώξει το αμάξι του που έμεινε, αλλά δε κουνιόταν ντιπ. Πού πα ρε Καραμήτρο, λύσε το χειρόφρενο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified