Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.
- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.
Επιπλήττω αυστηρά, ξεχέζω.
- Ο Πάγκαλος πρόγκηξε λίγο την Όλγα Τρέμη, λέγοντας της ότι επιθυμεί την κατάλυση του συντάγματος και ανέβηκε η πίεση της παρουσιάστριας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διέδωσε, διέσπειρε φήμες, διήγγειλε.
Λέγεται στο β' ή γ' πρόσωπο, όχι στο α'.
- Ο Θανάσης βγήκε και είπε ότι εγώ χάραξα το αυτοκίνητο του Πέτρου
- Ο Πάγκαλος βγήκε και είπε ότι μαζί τα φάγαμε
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει ένα δυνητικό ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιείται, με άλλα λόγια κάτι που θα μπορούσε να συμβεί αλλά δεν συμβαίνει.
Και στο 'πα, να πεις ότι δε στο 'πα;
Και τι πειράζει δηλαδή που θα αργήσουμε 10 λεπτά; Δεν είναι να πεις ότι θα χάσουμε και το αριστούργημα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.
Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.
Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]
Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]
Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]
- Πάμε;
- Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
(γυρνάει) - Πάμε;
- Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
H γκαζόζα.
Στις 11 να είσαι ντυμένη πλυμένη και να έχεις κάνει μπιντέ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ξεκινάω και ολοκληρώνω μια ενέργεια ή διαδικασία.
Μισό λεπτό να ρίξω ένα χέσιμο.
Ρίξτου ένα φορμάτ και καθάρισες.
Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο των:
(Κουβαλάω μια στίβα πιάτα)
Κραααααααας!
- Ε άντε και!
- Άντε και ξεκινάμε δωδεκάμισι από Κηφισιά για Γλυφάδα. Πού ξέρουμε ότι θα βρούμε τραπέζι; Σάββατο είναι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δύο έννοιες:
Η αρχική (μη slang) διατύπωση: μην τυχόν και.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται σε κάποιον που μας έχει φέρει στο αμήν με τη χαζομάρα / αδεξιότητα / αφηρημάδα / ανικανότητά του.
4 μέρες οι βαλίτσες ακόμα στο πάτωμα. Ε είσαι για νά 'σαι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δύο επιπλέον ορισμοί:
Όταν έσωσε και ντύθηκε η Άννα, είχαν ήδη φύγει οι άλλοι από το καφέ.
Μού 'σωσε το αλεύρι, πετάξου να φέρεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified