Το βρακί σου ανάποδα: Συνήθης απάντηση στο ερώτημα «(χμμ) τί να φορέσω (άραγε)». Η σημασία της είναι αντίστοιχη των: φόρεσε ό,τι θες, δεν θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι λιγότερο, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, ξεσκότα μου τομπούτσο, δεν με αφορά το θέμα, κόψε τον σβέρκο σου.

(εδώ):
Αντζελίνα: Aγάπη μου, τι να βάλω στο event;;
Μπραντ: Ουφ, μας έπρηξες τι να βάλω και τι να βάλω!!! Το βρακί σου ανάποδα!!
Αντζελίνα: Δε φοράω βρακί, αλλά καλή ιδέα!!!

Στην μορφή το βρακί μου ανάποδα εκφράζει ίδιου βαθμού αδιαφορία ως απάντηση στο «τί θα φορέσεις», ενώ επιπλέον εκδηλώνει έμμεσα την περιφρόνηση για το κοινωνικό γεγονός (χάπενινγκ) στο οποίο αναφέρεται.

-Τί σκέφτεσαι να βάλεις στο πάρτυ της Σοφίας;
-Το βρακί μου ανάποδα, χέσε με με το πάρτυ της Σοφίας, όλοι οι μαλάκες μαζεμένοι, θα 'ναι και ο πρώην μου...

Επεξήγηση: Είναι αδιευκρίνιστη η ακριβής σημασία του «ανάποδα», αλλά συνήθως υπονοείται «το μέσα-έξω» (βλ. επεξηγ. μήδι 1). «Το μπρος-πίσω» είναι δυσχερής πρακτική, ειδικά σε περιπτώσεις στρινγκ, ενώ δημιουργεί θέματα υγιεινής εφόσον πρόκειται για φορεμένο εσώρουχο. «Το πάνω-κάτω» (βλ. επεξηγ. μήδι 2) σκαλώνει στο κεφάλι και ισοδυναμεί με το να μην φοράς βρακί, συνεπώς ξεφεύγει από τον παρόντα ορισμό.

Προέλευση: Η έκφραση προέρχεται από την λαϊκή δοξασία ότι, το να φορέσεις το βρακί σου ανάποδα φέρνει γούρι και προστατεύει από τη γλωσσοφαγιά.

(εδώ):
Πολύς κόσμος παρεξήγησε την Καλομοίρα που είπε ότι φοράει το βρακί της ανάποδα για γούρι. Πολύ υποκρισία έχει πέσει φίλοι μου. Στις μέρες που ζούμε η είδηση ήταν ασφαλώς ότι η Καλομοίρα φόραγε βρακί.

Λοιπές σημασίες: Στο πιο κυριολεκτικό του, να αναφέρω ότι μια Μαρία (υπαρκτό πρόσωπο, Μυτιληνιά, καλή της ώρα της κοπέλας) με είχε πληροφορήσει ότι, όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν οικονομικό και της έφερνε τύχη. Το να βάλεις το βρακί σου ανάποδα λοιπόν μπορεί να έχει και τέτοια έννοια, το οποίον δεν είναι σλανγκ ως φράση, αλλά είναι σαφώς σλανγκ ως πρακτική, επομένως σπεκ.

Το μέσα-έξω. (από Galadriel, 09/09/09)Το πάνω-κάτω. (από Galadriel, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφωνία: Ο ένας περιγράφει το ίδιο πράγμα σαν να είναι δύο αντίθετα, ο ένας το λέει μακρύ και ο άλλος κοντό. Ο καθένας λέει τα δικά του και οι δυο μαζί λένε ό,τι να 'ναι και τεσπά δεν υπάρχει συνεννόηση.

Συνήθως, εκτός από την διατύπωση διαφορετικών απόψεων, ο καθένας από τους διαφωνούντες προσπαθεί να πείσει κάποιον τρίτο για την ορθότητα των λεγομένων του. Σε πιο προχώ περιπτώ, σου ζαλίζουν, είτε γιατί δεν σε ενδιαφέρει το θέμα και δε γουστάρεις ηχορύπανση και βαβούρα (παράδειγμα 1), είτε (ακόμα χειρότερα) γιατί σου θέτουν ένα επιπλέον πρόβλημα από όσα σε έχει φορτώσει η ζωή για να λύσεις: να σκεφτείς και να αποφασίσεις ποιος έχει δίκιο (παράδειγμα 2).

Και δηλαδή γιατί όχι «το χοντρό και το λιγνό του», «το άσπρο και το μαύρο του», «το φωτεινό και το σκοτεινό του» (λέμε τώρα...) που είναι κι αυτά αντίθετα; Εικάζεται ότι πρόκειται για αναφορά στα παιδικά παιγνίδια, όπου σε περιπτώσεις που πρέπει να γίνει επιλογή, το μακρύ και το κοντό μας βοηθούν να αποφασίσουμε ποιος «κερδίζει»:

Πρόκειται για την γνωστή πρακτική (εναλλακτική του αμπεμπαμπλόμ) για να επιλεγεί αυτός που «τα φυλάει» στο κρυφτό, που κυνηγάει στο κυνηγητό, που τρώει τις μπάτσες στο μπιζ, που κάνει την τυφλόμυγα, που είναι μάνα στην μακριά γαϊδούρα κ.λπ.: παίρνουμε δυο ξυλάκια διαφορετικού μήκους, ένα κοντό κι ένα μακρύ / τα δίνουμε σε έναν να τα κρατάει και να τα δείξει στους άλλους από την αντίθετη πλευρά έτσι ώστε οι άκρες να φαίνονται ίσες / διαλέγουν και τραβάει ο ένας το μακρύ κι ο άλλος το κοντό. Αυτός που τράβηξε το κοντό χάνει συνήθως, η ζωή είναι σκληρή, όπως γνωρίζουν τα κορίτσια και όσοι έχουν το κοντό, αλλά κάποιος μπορεί να αντιπαραθέσει ότι σημασία έχει το πάχος και όχι το μήκος, σο δεν κλαίμε εκ των προτέρων α-α.

Παράδειγμα 1: Το μακρύ τους και το κοντό τους (στο κινητό): Πρωί-πρωί, με την τσίμπλα στο μάτι στον ηλεκτρικό είναι τουλάχιστον ενοχλητικό και αγενές να ακούς το διπλανό σου να μιλάει όσο το δυνατόν πιο... βροντερά γίνεται στο κινητό του, δίνοντας οδηγίες σε συναδέλφους του για το πώς πρέπει να κάνουν τη δουλειά. Το κινητό είναι όντως αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς πολλών ανθρώπων, αλλά δεν είναι ανάγκη να τους ακούνε όλοι οι άλλοι γύρω τους. Έλεος...

Παράδειγμα 2: Βαρέθηκα να ακούω το μακρύ και το κοντό του καθενός...! Ότι ακούμε πολλά κουφά ξεκινώντας από την περίοδο της εγκυμοσύνης για να επεκταθούν αργότερα στο θηλασμό, στο μεγάλωμα των παιδιών μας κοκ. είναι γνωστό (από το βγάζει μαλλιά το παιδί και γι'αυτό έχουμε καούρες μέχρι ότι κινδυνεύει από μύρια ψυχολογικά προβλήματα ένα παιδί έτσι και περάσει τους 6 μήνες θηλασμού...! ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχεις δίκιο, το ζητάς και δεν το βρίσκεις. Πας για μαλλί και βγαίνεις κουρεμένος:

...ξαφνικά ο αντικειμενικά κακός της ιστορίας σου εμφανίζει επιχειρήματα από το πουθενά, τόσο πειστικά, που ενδεχομένως πείθει ακόμα και σένα ότι αυτός έχει το δίκιο. Και εκεί που 'χεις το πάνω χέρι στη συζήτηση και πιστεύεις ότι θα έχει θετική έκβαση για σένα (σ.ς. και είσαι έτοιμος να γαμήσεις και να δείρεις μια και έχεις δίκιο και είναι η ευκαιρία σου για επικράτηση σε αυτό τον ανταγωνιστικό κόσμο), ξαφνικά βρίσκεσαι στην δυσάρεστη κατάσταση να απολογείσαι για τα αυτονόητα.

Εμ σε έψησε, εμ σε γυρνάει να ψηθείς κι από την άλλη. Εν ολίγοις, φέρνει την κατάσταση τούμπα, όπως ακριβώς γυρνάει ένας ψήστης τα μπιφτέκια να ψηθούν και από την άλλη πλευρά. Τούμπα τα μπιφτέκιααα.

Είναι μια εντελώς ενοχλητική κατάσταση (όταν το παίρνεις χαμπάρι τι παίχτηκε) γιατί μένεις μαλάκας, αλλά αν κάποια στιγμή ξεκολλήσεις καταλαβαίνεις το παράλογο του θέματος. Σε αυτή την περίπτωση τα παίρνεις στο κρανίο με τον άλλο και με τον εαυτό σου επίσης. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να μην το πάρεις χαμπάρι, οπότε ψήστης ρουλζ (βλ. παράδειγμα).

Ομάδες υψηλού κινδύνου ως λεκτικοί ψήστες είναι κατά κύριο λόγο:

  • δικηγόροι
  • ζώδια του αέρα που το 'χουν το μπίρι-μπίρι (υδροχόοι, δίδυμοι και ζυγοί)
  • γυναίκες (γενικώς το 'χουν λίγο παραπάνω οι γυναίκες γιατί αναντάμ παπαντάμ ο αγώνας προς επιβίωση σε ανδροκρατούμενες κοινωνίες τις έχει κάνει να ξέρουν να ελίσσονται)
  • πούστρες (ομοίως με παραπάνω)

Η Τασούλα είχε μια δύσκολη μέρα. Γυμναστήριο, χαλαρή κουβεντούλα με τον σφίχτη που έκανε διάδρομο απέναντί της, μασάζ προσώπου, μανικιούρ-πεντικιούρ στο σπα του γυμναστηρίου, κομμωτήριο, καφέ με την κουμπάρα της και εξιστόρηση των τεκταινομένων με τον σφίχτη και μετά ψώνια για σέξι εσώρουχα. Γύρισε ξέπνοη στο σπίτι λίγο πριν μπει ο Τάκης κατάκοπος. Παραγγέλνει σουβλάκια. Ο Τάκης αγριεμένος:

-Τι έγινε ρε Τασούλα, πού είναι το φαΐ; Τι σουβλάκια είναι αυτά πάλι; Όλη μέρα είμαι στην οικοδομή και λιώνω με το πιλοφόρι και έρχομαι σπίτι για να φάω σουβλάκια;

Χέρια στην μέση, γλώσσα του σώματος λέει «το νου σου κακομοίρη μου» και γλώσσα του στόματος λέει (χείμαρρος, όλο με μια αναπνοή):

-Α, για άκου να σου πω Τάκη μου, χτες το βράδυ ήθελες γλέντια όλη νύχτα, με ξεθέωσες πάλι, τρεις φορές σου κάθισα, σου δωσα και κώλο, με κοψομέσιασες και τίποτα δεν μου έκανες και έχεις και τα μούτρα τώρα να ζητάς και φαΐ; Τι άνθρωπος είσαι εσύ ρε, παλιοεγωίσταρε, που με είχε η μανούλα μου στα ώπα-ώπα και έπεσα στα χέρια σου να μαρτυρήσω έτσι, να μην εκτιμάς τίποτα. ...και σιγά την δουλειά που έκανες ρε Τάκη όλη μέρα, έρχεσαι και μου το παίζεις θλιμμένος και μου κάνεις σκηνικό γιατί ήθελες να βρεις κι ένα καλό γεύμα, ενώ το μόνο που κάνεις είναι να ανακατεύεις έναν ασβέστη με αμμοχάλικο, την ώρα που εγώ είχα τόσες δουλειές και παρόλα αυτά έτρεχα να βρω να σου πάρω δώρο το σετάκι τα κόκκινα διαφανή εσώρουχα που είδαμε τις προάλλες στην βιτρίνα και καύλωσες, άει σιχτίρι πια εδώ μέσα, βαρέθηκα! (ζμπαμ πόρτα).

Τάκης άναυδος. Τρώει τα σουβλάκια στενοχωρημένος. Την αδίκησε.

Συμπέρασμα: η Τασούλα είναι κορυφαία ψήστρια και τα 'φερε τούμπα τα μπιφτέκια. Τασούλα ρουλζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά λήμματα (εμμέσως πλην σαφώς): Δηθενιά, Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα

Θέλω να κάνω κάτι - θέλω όμως οι υπόλοιποι να νομίζουν ότι και καλά δεν θέλω, ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα. (βλ. παράδειγμα #1 και #2)

Ή το αντίστροφο: δεν θέλω να κάνω κάτιθέλω όμως οι υπόλοιποι να νομίζουν ότι και καλάθέλω ώστε να τηρηθούν τα προσχήματα. (βλ. παράδειγμα #3).

Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση θεάτρου, που παίζεται συχνά από απλούς θνητούς στα πλαίσια της προσπάθειας για κοινωνική αποδοχή - τα προσχήματα που λέγαμε.

Κι έτσι πολύ όμορφα, κάνω αυτό που θέλω, ή δεν κάνω αυτό που δεν θέλω, αλλά πάντα φταίνε οι κακές συγκυρίες, οι καταστάσεις, οι άλλοι που εμπλέκονται, ο Θεός και η κακούργα κοινωνία.

Κι όλοι ξέρουμε και κάνουμε ότι δεν ξέρουμε. Όμορφα. Έτς.

(Παράδειγμα #1)
-Ωραίο ήτανε το ποτάκι βρε Σούλα, να το ξανακάνουμε καμια φορά. Άντε να σε πάω σπίτι σου… Βρε! Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έρχεσαι από το σπίτι μου να σου δείξω την συλλογή μου από αποξηραμένα βατόμουρα;
-Έλα βρε Κώσταααα πρώτη φορά που βγήκαμε και θα έρθω από το σπίτι σου; Δεν κάνειιιιι… Τι θα νομίσεις για μένα;;; (κοκκίνισμα γιαλατζί)
Αποτέλεσμα: Η Σούλαπήγε σπίτι του. Ήταν όμως παγίδα, γιατί τελικά, δεν είχε συλλογή από αποξηραμένα βατόμουρα (απίστευτο), παρά την παρέσυρε σε βράδυ ακολασίας (δεν πιάνεται, αυτός φταίει).

(Παράδειγμα #2)
-Λοιπόν ρε Χαρικλάκι, λέω απόψε που θα πάμε για σεξάκι να φωνάξω και τον φίλο μου τον Βρασίδα να δώσουμε λίγη ποικιλία στο πρόγραμμα βρε αδερφέ.
-Ιιιιιιι, τι λες Μητσάρα μου, κάνω εγώ τέτοια πράγματα; Για ποια με πέρασες;;; (φρίκη γιαλατζί) – κοπελιά για φέρε άλλα τρία σφηνάκια τεκίλα.
Αποτέλεσμα: Το Χαρικλάκισυμμετείχε σε μια ωραία παρτουζίτσα, (δεν πιάνεται, είχε μεθύσει).

(Παράδειγμα #3)
Δυο φίλοι έξω για μπύρες, ο Βαγγέληςκαι ο Μήτσος. Φτάνει ο λογαριασμός 28€. Ο Βαγγέλης βγάζει πενηντάρικο, το κρατάει με το αριστερό χέρι προτεταμένο (παραμένοντας ξαπλωμένος κι αραχτός) και θυμάται ότι την ίδια στιγμή θέλει να πιει νερό με το δεξί χέρι. Κρατάει το αριστερό χέρι ελαφρώς τεντωμένο, ελαφρώς λυγισμένο χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση προς το γκαρσόνι. Ο Μήτσος πληρώνει. -Έλα βρε Μήτσο, πάλι κερνάς; Τι θα γίνει με σένα με φέρνεις σε δύσκολη θέση… (τσαντίλα γιαλατζί)
Αποτέλεσμα: Ο Βαγγέληςπάλι δεν πλήρωσε (δεν πιάνεται, τον πρόλαβε ο άλλος ο κακός, ένα νερό πήγε να πιει ο άνθρωπος που είχε κορακιάσει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τράκα:

  • βούτηγμα τσιγάρου (αλλά και γενικά αντικειμένων ενδιαφέροντος) γιατί έτσι, χωρίς αντάλλαγμα, αντίτιμο ή επιστροφή. Ο τρακαδόρος δρα εκμεταλλευόμενος την ανοχή που προκύπτει από φιλική σχέση ή απλή έκπληξη στο θράσος που επιδεικνύει (περίπτωση 1). Σχετικά: Τρακαστράτος, αμάκα, Απόλλων, απόλλων τσιγάρα, τζαμπέισον, τζαμπαντάν.
  • τρακάρισμα (συντόμευση): (μέινστριμ έννοια - επίσης με τη μορφή «τράκο») τροχαίο ατύχημα, σύγκρουση οχημάτων / απρόοπτη συνάντηση (περίπτωση 2).

σ.ς. Το λήμμα μεν υπάρχει στις τριανταφυλλιές όμως εδώ δίνει χαρακτηρισμό σλανγκ και ειδικά για την πρώτη έννοια από πάνω συμφωνώ, δεν θα πεις στον βρετανό αριστοκράτη αφεντικό σου του μπι «κύριε τάδε μου να σας κάνω μια τράκα» - αατα.

  1. α)Εδώ - δικό μας: - Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε;
    - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

  2. β)Τσιγκουνιές: Οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους άλλαξες κι εσύ. Απότομα. [...] Αλήθεια, τον είχες κάνει ποτέ αυτόν τον άχαρο υπολογισμό; Ή τον άλλο με τα τσιγάρα; Πόσο αποτιμάται μία τράκα; Θα σου το πω σε δραχμές, μήπως και καταλάβεις: Εβδομήντα ολόκληρες δραχμές. Κι αν ο ξένος σου πει «θα πάρω δύο για να μη σε ενοχλώ ξανά», τότε είναι εκατόν σαράντα δραχμές, όσο έκανε θυμάμαι παλιά ένα παγωτό πύραυλος.

  3. γ)Active member - ο αδιάφορος:
    Έχει στα χέρια το δικό του τ' αμάξι
    τρελό για μας γι' αυτόν εντάξει
    κάνει τράκα μπαταρίες κάν' του λίγο αγάπη τράκα
    μην τον λυπηθείς γιατί θα σε πάρει για μαλάκα.

  4. δ) Σαβουάρ βιβρ: Μέχρι πόσα τσιγάρα μπορώ να κάνω τράκα; [...] είναι εντάξει να ζητήσεις μέχρι και τρία τσιγάρα από έναν καλό σου φίλο μέσα σε μία βραδιά, θα σε πούνε όμως τρακαδόρο αν ζητήσεις περισσότερα, ιδιαίτερα από κάποιον που μόλις γνώρισες.

  5. α)Εδώ-δικό μας: - Δεν του φτάνει που έκατσε ένα μήνα στο νοσοκομείο μετά την τράκα, με το που βγήκε άρχισε να ξεσκονίζει τα σάιτ μεταχειρισμένων αυτοκινήτων για να βρει νέα γκαζοσκοτώστρα.
    - Όταν έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα.

  6. β) γνωστό ανέκδοτο: Ο παπάς και η τράκα.

Άμα ξαναπλώσεις χέρι, να, με το σφυρί θα το τακτοποιήσω το θέμα. (από Galadriel, 10/08/11)τα με κεράσις ένα τσιγκαράκι, ταβάριτς? (από MXΣ, 10/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευαίσθητη, η μη-μου-άπτου (με την καλή έννοια), η τρυφερή και εύθραυστη, η ευάλωτη, αυτή που το μουνάκι της είναι φτιαγμένο από ροδοπέταλα (μεταφορικώς).

Έχετε αγγίξει ποτέ τα πέταλα ενός τριαντάφυλλου να δείτε πόσο βελούδινη αίσθηση αφήνουν στις άκρες των δαχτύλων - και πόσο εύκολα ένας, έστω και ανεπαίσθητα, άτσαλος χειρισμός μπορεί να αφήσει γραμμή πάνω τους; Το τριαντάφυλλο είναι εκεί, ανάμεσα στα δάχτυλά σου, κάτω από τα χείλη σου, ευάλωτο στη βούλησή σου. Σε σένα μένει να αποφασίσεις αν θα του φερθείς με την απαλότητα που του αρμόζει και να απολαύσεις αυτό το λεπτό, ντελικάτο, αδιόρατα γλυκό άρωμα, ή όχι.

Τέτοιες γυναίκες τις προσέχουμε, τους φερόμαστε με φροντίδα, τρυφερότητα και χαδάκια. Αν τις πονέσεις, δεν θα ακούσεις γκρίνια, κλάμα ή επιθετική αντίδραση, θα δεις τα υγρά μάτια τους να σε κοιτούν, απλά. Γιατί η τριανταφυλλομούνα είναι μια πρώιμη έκδοση της αρχοντομούνας και μόνο με αυτήν μπορεί να συσχετιστεί ως -μούνα. Σο, δεν τις πονάς.

[Η γιαγιά αλλάζει το πάμπερ της μπέμπας και μουρμουράει ξεχειλίζοντας από αγάπη:]
-Έλα κοριτσάκι μου, έλα κοπελάρα μου, έλα να σ' αλλάξω εγώ μην κοκκινίσει το πιπί σου, που σ' έχουμε μία κι ευαισθητούλα, που σ' έχουμε τριανταφυλλομούνα...

-Θα 'ρθείτε όλες; Την Κατερίνα την ρώτησες αν μπορεί;
-Δε θα έρθει αυτή, δεν μπαίνει σε πισίνες, φοβάται τους μύκητες.
-Έλα μαλακίες, τόσο τριανταφυλλομούνα πια;

(Κλαψομούνα) -Ζουζουνάκι μουυυ, έχει πολύ δυνατά την μουσική εδώ μωλέεε, με πονάνε τα αυτάκια μουυυ, πάμε μωρό μου στο άλλο μαγαζί που είναι και τα κορίτσιααα...
(Μουνόδουλος)-Πονάνε τα αυτάκια σου; Ουχουχού, τί κοριτσάκι έχω εγώ μωρέ, τί τριανταφυλλομούνα είναι τούτη; (σ.ς. τα 'χει μπερδέψει αλλά έτσι είναι αν έτσι νομίζει) Έλα αγκαλίτσα, εντάξει, πάμε στο άλλο μαγαζί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομπλόν - κυριολεξία: Όπλο άμυνας που έκανε στράκες τον 17ο αι. με πλατύ στόμιο σαν τρομπέτα που φορτώνεται από μπροστά, οπότε οι χρήστες την πάλευαν με ό,τι να 'ναι, σφαίρες, πέτρες, καρφιά, θραύσματα γυαλιού κλπ. Στόχος δεν ήταν η μεγάλη εμβέλεια βολής, αλλά το μπραφ από κοντά που να γαμάει τα πρέκια σε όποιον τολμούσε να πλησιάσει, επειδή σίγουρα θα τον έπαιρνε κάτι από όλα αυτά που σκάγανε.

Τρομπλόν - παπουδοσλανγκιά: στην φράση «γίνομαι τρομπλόν» έχει αντίστοιχη σημασία με τα ντίρλα, σκνίπα, λιάρδα, φέτες, λιώμα κ.λπ. με την καλή την έννοια όμως. Δηλαδή, είμαι φτιαγμένος από τα ξίδια και γουστάρω τρελά, είμαι ωραίος, έχω πιει, είμαι γκολ και είμαι γαμάτος, χικ, όλοι μαζί παιδιά, γιοχοχό κι ένα μπουκάλι ρούμι.

Τολμηρός συσχετισμός των δύο εννοιών: ήπια τα πάντα όλα κι έχω φουσκώσει από χαρά τόσο, που είμαι έτοιμος να σκάσω στα μούτρα όποιου βρεθεί σε απόσταση βολής, μπουμ. Λέμε τώρα.

Εδώ τα όπλα:
[...] σκοτώθηκαν 34 Γερμανοί και πιάστηκαν 2 αιχμάλωτοι, κυριεύτηκαν 25 μάουζερ, 2 βαριά πολυβόλα, 3 μυδράλια, 5 μαρσίπ, 3 τρομπλόν, 1 ομαδικός όλμος, 4 πιστόλια και πυρομαχικά, ο ΕΛΑΣ είχε ένα νεκρό και δύο τραυματίες.

Εδώ οι ντίρλες: Όσοι τώρα είναι πορωμένοι και θέλουν ντε και καλά να ψηφίσουν, προτείνω πριν πάνε να ψηφίσουν, να περάσουν από το πιο κοντινό ουζερί. ή μπαρ ή ρακάδικο ή τσιπουράδικο και το μεσημέρι να γίνουν τελείως τρομπλόν! Να γίνουν σκνίπα να μεθύσουν τα παιδία, να μεθύσουν τίγκα και μετά να πάνε να ψηφίσουν.

Κι εδώ επίσης: (τίτλος από νήμα) Όταν πίνω γίνομαι... anton: «Απάντηση #17» ΤΡΟΜΠΛΟΝ

Αγγλικό τρομπλόν (από Khan, 13/09/10)Ένα τρομπόνι (από poniroskylo, 13/09/10)Άλλο τρομπόνι (από poniroskylo, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified