Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Παγετός. Όταν οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας, ερχόμενοι σε επαφή με επιφάνειες με θερμοκρασία μικρότερη του μηδενός, περνούν κατευθείαν στην στερεή κατάσταση (δεν μεσολαβεί η υγρή κατάσταση), παγώνουν οι χυμοί των φυτών, καταστρέφονται οι σοδειές και κλείνουν τους δρόμους με τα τρακτέρ οι αγρότες. Στο πιο λάιτ το τσάφι αναφέρεται στην γνωστή πάχνη, που έχει εμπνεύσει και ποιητές. Λαμβάνοντας υπόψη τους προλαλήσαντες, αυτό που στην Αττική το 'χουμε ακούσει ως τσάφι, στην Βόνιτσα το λένε τσαφ.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα πέφτω και ρίχνω.
Παραδείγματα 1, 2, 3.

2. Δυνατή παγωνιά, κρύο που ξυρίζει, συνήθως με φορέα παγωμένο αέρα, ειδικά όταν στέκεσαι σε σημείο που «μπάζει» (ο βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει).

Με αυτή την έννοια δεν πρόκειται για κείνο το κρύο που νοιώθεις να σε περονιάζει η υγρασία μέχρι τα κόκαλα – το τσάφι είναι εκείνο το κρύο που το νοιώθεις ξηρό, που μπορεί να μην σε διαπερνά, όμως σου παγώνει την επιδερμίδα σε σημείο πλήρους αναισθησίας. Τσάφι είναι το κρύο που παγώνει τις μύτες και τα αυτιά και τα ξεραίνει μέχρι της αίσθησης ότι θα ακολουθήσει αποκόλληση και πτώση, εντελώς ανώδυνη πάντως, γιατί ήδη αναμένεται να έχει προηγηθεί η νέκρωση των ιστών.

Συντάσσεται συνήθως με τα ρήματα κόβω, θερίζω, ξυρίζω, κουρεύω και συνώνυμα. Παράδειγμα 4.

3. Παραλία στην Λέσβο. Δήμος Γέρας, δημοτικό διαμέρισμα Σκοπέλου, παραλίτσα Τσάφι.

4. Κύριο όνομα κυρίως αμερικάνικης υπηκοότητας – έχουμε κάμποσους, σαν να λέμε σε γούγλε γούγλε (μη εξαντλητική αναφορά): Έχει σε γερουσιαστή Λ. Τσάφι, από το Ρόουντ Αϊλαντ (2006), έχει και σε αστροναύτη Ρ. Τσάφι του Απόλλων 1 που σκοτώθηκε τον Γενάρη του 1967, έχει και σε Τ. Τσάφι, μέλος της μυστικής οργάνωσης του Γέιλ Κρανίο και Οστά (λέει).

Πάσα: την πήρα μόνη μου από τον Ιησού στο τσαφωμένη, κατόπιν προτροπής του μπούμπη.

Παράδειγμα 1 - εδώ (η πρόγνωση του καιρού):
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ: 1-31 Ξερόχιονο (καθαρό χιόνι που στρώνεται άμεσα) όπως χαρακτηριστικά ανέφερε, βαρυχειμωνιά και γιαλοπάγιο, δηλαδή δυνατή παγωνιά (τσάφι).

Παράδειγμα 2 - εδώ:
Δύο άστεγοι απλώνουν τα χαρτόνια τους. Οδός Αθηνάς κοντά στην Ομόνοια, είκοσι μέτρα πριν το δημαρχείο. Αίφνης, το τσάφι της νύχτας ραγίζει από μία κραυγή […] (σ.ς. έχουμε εδώ λοιπόν μια περίπτωση όπου ο πάγος έχει πέσει μονομπλόκ στο μυαλό του ποιητή, εξαιρετικό παράδειγμα για την έννοια τσάφι / πάγος).

Παράδειγμα 3 - εδώ:
Ενα τέτοιο πρωί γιορτινής αργίας, με το που βγήκα απ' την εξώπορτα τα 'χασα και είπα να κάνω πάλι πίσω στη γνώριμη θαλπωρή του σπιτιού. […] Είχε ρίξει τσάφι αποβραδίς, πάγωσαν τα νερά κι η πάχνη περιπλανιόταν χαμηλά• σαν να 'μουνα πάνω απ' τα σύννεφα εγώ, και να 'βλεπα έναν μικρούλη κόσμο κάτω.

Παράδειγμα 4 – (πραγματικό περιστατικό, το οποίον ενέπνευσε τον ορισμό):
Γενάρης, μπαλκόνι, μπάζει, φωνή:
-Πωωω κορίτσια, πα να μπούμε μέσα ρε, κόβει το τσάφι εδώ έξω, θα μας θερίσει! -Άντε μωρή βλαμένη, αμ μας έσκασες μύτη με το τιραντέ πρωτοχρονιάτικο, αμ δε μας αφήνεις να κάνουμε τσιγάρο με την ησυχία μας, πού να μπούμε ηλίθια, είναι τα μωρά μέσα...
-Εχμ.
-Έμπα μόνη σου, εγώ θα το κάνω μέχρι τελευταία τζούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικός ορισμός - σπεκ στους προλαλήσαντες: η έκφραση «από χέρι», όπως έχει προαναφερθεί, σημαίνει χωρίς αμφιβολία, κατευθείαν και, αναφορικά με αναμέτρηση, βέβαιη και προδιαγεγραμμένη επικράτηση (π.χ. κερδισμένος από χέρι) ή ήττα (π.χ. την πουτσίσαμε από χέρι).

Άλλη μια έννοια της έκφρασης είναι, η πιο γλυκιά και γούτσικη: «από χέρι αγαπημένο».

Χρησιμοποιείται κυρίως για δώρα και συνοδεύεται από πειράγματα, πονηρά γελάκια, μισοκλείσματα των ματιών, ερυθήματα προσώπων και λοιπά. Όταν κάτι χαρακτηρίζεται ως «από χέρι», πα να πει μας το κανε δώρο το αντικείμενο των τρυφερών μας συναισθημάτων γενικώς, συνήθως γκόμενος / γκόμενα, και βέβαια παίρνει άλλη διάσταση, από ιερή έως και μυθική.

Π1 Εδώ: Χαζεύω τη Βίλα Αμαλίας και σκέφτομαι πως κρατάει ακόμα, αυτή η κολόνια. Έχω κι εγώ μια chanel, δώρο από «χέρι», εδώ και δεν θυμάμαι πόσα χρόνια. Το χρώμα της έχει αλλάξει και η μυρωδιά της, δεν είναι το ίδιο έντονη.

Π2 Εδώ: Χτες πήρα ένα δώρο «από χέρι», μια κρυστάλλινη αχιβάδα που την έχω όλη μέρα και την χαζεύω μπες-βγες. Είναι ένα υπέροχο πρίσμα, ουράνια τόξα παντού στον τοίχο, τις κουρτίνες, τα βιβλία, τους πίνακες, μαγεία... με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω και μόνο που την βλέπω...

Π3 Εδώ: Juanita La Quejica said... Δεν γελάμε, χαμογελάμε! Ένα παρόμοιο γούρι, αρκουδάκι όμως, έχω στα κλειδιά μου αρκετά χρόνια, γιατί είναι δώρο από «χέρι». Από τις δύο ανηψιές μου. Έχει ελαφρώς ταλαιπωρηθεί, αλλά δεν μου πάει καρδιά να το αλλάξω.

Π4 Εδώ: Ειμαι ο ιδιοκτήτης της μπανάνας. Παρακαλώ μπορείτε να μου τη στείλετε; Είναι δώρο από «Χέρι», το οποίο παρεπιπτώντος αντικαθιστά τη μπανάνα οσο καιρό την ψάχνω...

Π5 Τα κορίτσια είναι μαζεμένα στο σπίτι της Σοφίας και ετοιμάζονται για το πάρτυ. -Ρε Σοφία να βάλω αυτά τα σκουλαρίκια σου με τις καρδούλες; Αφού εσύ φοράς τα χρυσά...
(Σοφία - κόβει την προηγούμενη κίνησή της στην μέση, γλαρώνει, μειδιά με γλύκα και αναπόληση:)
-Βρε Κατερίνα μου, γκχμ, όοοοχι αυτά, διάλεξε τίποτα άλλο από το κουτί...
-Μπα; (πονηρό γελάκι) γκατάλαβα, γιατί όχι αυτά; Από χέρι είναι;
-Ε, γκχμ, μου τά 'κανε (σ.ς. δώρο) ο Απόστολος, δεν θέλω να δει να τα φοράει άλλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Έπαθα μόρφωση»: η μαγεία της έκφρασης έγκειται στην εξισορρόπηση της αντίθεσης μιας κακής και μιας καλής έννοιας, καθαρό γιν και γιανγκ.

Μόρφωση: Πέρα από την απλή μάθηση, αφορά στην γνώση (αλλά και τις διεργασίες που οδηγούν σε αυτή), που δια-μορφώνει τον άνθρωπο ως οντότητα, περιλαμβανομένης της ψυχοσύνθεσης, του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του. Το θέλουμε.

Παθαίνω: ρήμα που συνήθως συντάσσεται με συμφορές, λιγότερο ή περισσότερο ξαφνικές, απροσδόκητες ή τυχαίες (βλ. έπαθα ατύχημα, βλάβη, έγκαυμα, ηλίαση, κάζο, κακό, εμπλοκή, νίλα, κράμπα, υστερία κ.λπ.). Δεν το θέλουμε.

Σο, ορισμός «Έπαθα μόρφωση» ως εξής: Απρόσμενη λήψη πληροφοριών ή γνώσεων, που με ανάγκασαν στην ανάπτυξη αξιόλογης εγκεφαλικής δραστηριότητας (θετικό), αλλά, ήταν περισσότερες από ό,τι ήθελα, ή ήταν άχρηστες, ή δεν ήταν κατάλληλη η ώρα να τις δεχτώ, ή μου πέσανε μαζεμένες (ζόρικο). Εισέπραξα συνεπώς μια κούραση που δεν ήταν ευπρόσδεκτη (ζόρικο), αλλά, σε αντιστάθμισμα, μια ακτίνα πνευματικού φωτός, άγγιξε τους νευρώνες μου ερεθίζοντάς τους ευεργετικά (θετικό).

Αντίστοιχες εκφράσεις – διάφορες περιπτώσεις, μη εξαντλητική λίστα:

  • «Συμφορά που με βρήκε, το ‘μαθα και τούτο, που να μην το μάθαινα.» (Πήξιμο: Παράδειγμα 1),
  • «Μάααστα, το ‘μαθα και τούτο, όχι ότι το ψαχνα, αλλά ε, μια και έτυχε, καλώς τό 'μαθα.» (Ουδετερότητα: Παράδειγμα 2),
  • «Βρε τί μαθαίνει κανείς όταν κάνει παρέα με σοφούςςς» (Ενδιαφέρον - ευχάριστη έκπληξη: Παράδειγμα 3).

    *Ασίστ: ironick από ΔΠ*

Παράδειγμα 1 (από blog): επαθα μορφωση.... λοιπον, η εγκεφαλικη μου δραστηριοτητα των τελευταιων ημερων μπορει ανετα να συγκριθει με αυτην του αινσταιν οταν εψαχνε τη θεωρια της ασχετοσυνης. διαβαζω, [...] ανελαβα τη συνταξη του μπατζετ για την εργασια μου [...]. επισης, ξεκινησα να γραφω στη «φρικηπαιδεια» [...] περαν τουτου, ανελαβα παρουσιασις στα αγγλικα για την επομενη βδομαδα με θεμα την οικονομικη κριση και ψαχνω πληροφοριες και πηγες [...]

Παράδειγμα 2 (από blog): Γενικά, δεν με φοβίζουν τα τρομακτικά όνειρα. Ένα μόνο δεν θέλω να δω ποτέ: Να είμαι λούστρος στη Νέα Υόρκη! Αυτό μου συνέβηκε από τότε που «έπαθα μόρφωση» διαβάζοντας τα παρακάτω για το κραχ του 1929 [...]

Παράδειγμα 3 - (από εδώ): Το γείτσες λοιπόν εγώ νόμιζα ότι ήταν γίτσες εκ του Παναγίτσες. Όπως όταν βήχουμε ακούμε το «Χριστός!». Έπαθα μόρφωση πάλι.

Ισορροπία. Δράκοι. (από Galadriel, 16/09/09)

Σχετικό: παραμόρφωση

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ποικίλων σημασιών που κατά περίπτωση αποτελεί απαιτητική προστακτική ή γλυκειά παραίνεση. Συνήθεις χρήσεις:

  1. Κυριολεκτικά. Πρόκειται για ειδική κατηγορία σλανγκιάς όπου, αφενός αφορά σλανγκ πρακτική, με την έννοια του αδόκιμου και «απαγορευμένου» σκηνικού, αφετέρου είναι έναυσμα για εξάσκηση στο λεξιλόγιο του παρόντος λεξικού. Ο ένας εκ των δύο συντρόφων ερεθίζεται σεξουαλικά με το άκουσμα προχώ εκφράσεων και τις αποζητάει. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία όταν γουστάρουν και οι δύο. Απάντηση στην φράση είναι βεβαίως κάποια προστυχιά:
  • Πρόστυχα μπορεί να είναι τα μπινελίκια, μια έκφραση του προσώπου ή μια κίνηση του κορμιού ή ένα υπονοούμενο κ.λπ. Παρ. 1α.
  • Ρίσκο για μετατροπή ενός σκηνικού στο απόλυτο ξενέρωμα. Απαιτεί σταδιακή εξοικείωση με το αντικείμενο και διακριτική μεθόδευση σε φάση «δοκιμή / σφάλμα». Η εσφαλμένη επιλογή λέξεων μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή. Άμα δεν το ‘χεις γάματο, άλλαξε κουβέντα. Παρ. 1β. Υπάρχουν κοπέλες και κύριοι που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να το πιάσουν, ευτυχώς που υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία επί του θέματος, στην οποία δεν θα επεκταθώ, γιατί τα χει όλα στο νετ (π.χ..εδώ, ή εδώ, ή τεσπά κάνε γούγλε με λήμμα «how to talk dirty» και να δεις τί έχει να γίνει). Βλ. και μήδι 2.
  1. Ειρωνικά, απαξιωτικά, ως απάντηση σε μπινελίκι με την έννοια «σε έχω γραμμένο στα παπάρια μου, δεν πα να κοπανάς τον κώλο σου κάτω». Ιδιαιτέρως εκνευριστικό, όπως και κάθε ειρωνία. Έξτρα μπόνους όταν, παρόλο που ο άλλος ξεπερνάει τον εαυτό του, το βρισίδι είναι ιδιαιτέρως χαμηλών τόνων. Παρ. 2.

  2. Με την έννοια «δεν καταλαβαίνω γρυ από όσα μου λες, μου φαίνονται κινέζικα». Σαν να λέμε εφόσον δεν κατανοώ Χριστό, γιατί να μην υποθέσω ότι με βρίζεις κιόλας στην τελική και να γουστάρουμε και καλά. Παρ. 3

  3. Με την έννοια «μου αρέσει απίστευτα αυτό που ακούω», αντίστοιχη φράσεων όπως «πω ρε καύλα», «σταμάτα να μιλάς και φίλα με» κ.λπ. Παρ. 4α. Εδώ θα μπορούσε να καταταχθεί και η περίπτωση έκφρασης μαζοχιστικών τάσεων κάθε μορφής: σεξουαλικά, επαγγελματικά, κοινωνικά και πάει λέγοντα (sic), όπως αναφέρονταν και στην περιγραφή του λήμματος στο ΔΠ. Άμα ο άλλος θέλει το ξεφτιλίκι του σε οποιοδήποτε τομέα, το «μίλα μου πρόστυχα» εκδηλώνει την ικανοποίησή του όταν το λαμβάνει. Παρ. 4β

*Πάσα: Khan από ΔΠ*

1.α. Εκείνος στο γραφείο, από meeting σε meeting. Κινητό δόνηση, ειδοποίηση sms. Διαβάζει έκπληκτος: «Φόρεσα το μαύρο δαντελένιο αλλά, ξέρεις, είναι διαφανές και ντρέπομαι. Σε περιμένω να μου το βγάλεις». Τούρμπο. Απάντηση: «Μίλα μου πρόστυχα! Έρχομαι!», ποιος γαμεί τα meetings, και καλούα η μάνα του κλείστηκε έξω και πρέπει να της ανοίξει, σφαίρα σπίτι, της πουτάνας. (σ.ς. Το sms δεν περιλαμβάνει ούτε ένα μπινελίκι.).

1.β. Κρεβάτι, χαμός, έντονη φάση, η Λένα από πάνω, μια σύγχρονη αμαζόνα, κλειστά μάτια, δαγκωμένα χείλη - διάλογος:
Λένα (μέσ’ στην καύλα): Έλα μωρό μου, μίλα μου πρόστυχα!
Τάκης (δεν τό 'χει, το παλεύει): Μμμ… (σκέφτεται) μμμ… (ζορίζεται)
Λένα (ανυπόμονα): Μίλα μου, μίλα μου…
Τάκης (το ξεστομίζει): Γαμώ τη μάνα σου! (μαλακία).
Λένα (το ξεστομίζει): Έ άντε γαμήσου μαλάκα (τέρμα η φάση).

  1. Βρις-οφ: - Ε τι να σου πω βρε παλιάνθρωπε, είσαι… είσαι… Ε, λοιπόν, είσαι... ανόητος!!!
    - Πω πω σκληρόοοςΜίλα μου πρόστυχα αγόρι μου :-P

3.– Ρε συ αυτός ένα απλό αρθράκι γράφει και γαμάει λέμεΆκου: «… μιλά αναλογικά για το πάθημα - για την οντολογική διαφορά του με το Είναι. Οπότε δεν είναι το πάθημα αυτό που περιγράφει, αλλά το ίχνος του στη γλώσσα μπλα μπλα μπλα».
- Αυτά είναι! Γουστάρω, μίλα μου πρόστυχα … Άντε γαμήσου, σύνελθε ρε μαλάκα, σού ‘χει γίνει σκάλωμα ο Βέλτσος, τουλάστιχον μη μου τα λες εμένα, δεν καταλαβαίνω Χριστό.

4α. –Ρε μαλάκα πού τα ‘χουμε τα νούμερα που παίξαμε στο τζόκερ; Όπως τα άκουσα στο πεταχτό μου φάνηκε ότι βγήκανε… Φαντάζεσαι;
–Πλάκα κάνεις… Μίλα μου πρόστυχα ρε φίλε! Να πιάσαμε το τζόκερ; (δεν το πιάσανε τελικά αν είχατε απορία).

4β. –Εγώ θέλω το σπίτι να είναι στην τρίχα. Έτσι ρε παιδί μου το θέλω να λάμπει. –Ψυχαναγκασμός.
-Ό,τι να 'ναι. Και μάλιστα θέλω να το φτιάχνω και μόνη μου, δεν θέλω να μου ανακατεύονται στα πόδια αλλοδαπές και ημεδαπές, δικό μου είναι το σπίτι.
-Μαζωχισμός.
-Ό,τι να 'ναι λέμε. Έτσι είμαι, πώς θα γίνει τώρα.
-Ρε Τούλα, άντε ρε μάνα μου να καθαρίσεις τα ντουλάπια της κουζίνας, να μην έχουν κόκο σκόνη, να γλύψεις τους πάγκους, να πλύνεις τις βιτρίνες, να κατεβάσεις τις κουρτίνες, να τις πλύνεις, να τις σιδερώσεις, να τις ξανακρεμάσεις…
-Μμμ! Μίλα μου πρόστυχα Σοφίααα μίλα μου πρόστυχα!
-Είσαι άρρωστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρακί σου ανάποδα: Συνήθης απάντηση στο ερώτημα «(χμμ) τί να φορέσω (άραγε)». Η σημασία της είναι αντίστοιχη των: φόρεσε ό,τι θες, δεν θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι λιγότερο, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, ξεσκότα μου τομπούτσο, δεν με αφορά το θέμα, κόψε τον σβέρκο σου.

(εδώ):
Αντζελίνα: Aγάπη μου, τι να βάλω στο event;;
Μπραντ: Ουφ, μας έπρηξες τι να βάλω και τι να βάλω!!! Το βρακί σου ανάποδα!!
Αντζελίνα: Δε φοράω βρακί, αλλά καλή ιδέα!!!

Στην μορφή το βρακί μου ανάποδα εκφράζει ίδιου βαθμού αδιαφορία ως απάντηση στο «τί θα φορέσεις», ενώ επιπλέον εκδηλώνει έμμεσα την περιφρόνηση για το κοινωνικό γεγονός (χάπενινγκ) στο οποίο αναφέρεται.

-Τί σκέφτεσαι να βάλεις στο πάρτυ της Σοφίας;
-Το βρακί μου ανάποδα, χέσε με με το πάρτυ της Σοφίας, όλοι οι μαλάκες μαζεμένοι, θα 'ναι και ο πρώην μου...

Επεξήγηση: Είναι αδιευκρίνιστη η ακριβής σημασία του «ανάποδα», αλλά συνήθως υπονοείται «το μέσα-έξω» (βλ. επεξηγ. μήδι 1). «Το μπρος-πίσω» είναι δυσχερής πρακτική, ειδικά σε περιπτώσεις στρινγκ, ενώ δημιουργεί θέματα υγιεινής εφόσον πρόκειται για φορεμένο εσώρουχο. «Το πάνω-κάτω» (βλ. επεξηγ. μήδι 2) σκαλώνει στο κεφάλι και ισοδυναμεί με το να μην φοράς βρακί, συνεπώς ξεφεύγει από τον παρόντα ορισμό.

Προέλευση: Η έκφραση προέρχεται από την λαϊκή δοξασία ότι, το να φορέσεις το βρακί σου ανάποδα φέρνει γούρι και προστατεύει από τη γλωσσοφαγιά.

(εδώ):
Πολύς κόσμος παρεξήγησε την Καλομοίρα που είπε ότι φοράει το βρακί της ανάποδα για γούρι. Πολύ υποκρισία έχει πέσει φίλοι μου. Στις μέρες που ζούμε η είδηση ήταν ασφαλώς ότι η Καλομοίρα φόραγε βρακί.

Λοιπές σημασίες: Στο πιο κυριολεκτικό του, να αναφέρω ότι μια Μαρία (υπαρκτό πρόσωπο, Μυτιληνιά, καλή της ώρα της κοπέλας) με είχε πληροφορήσει ότι, όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν οικονομικό και της έφερνε τύχη. Το να βάλεις το βρακί σου ανάποδα λοιπόν μπορεί να έχει και τέτοια έννοια, το οποίον δεν είναι σλανγκ ως φράση, αλλά είναι σαφώς σλανγκ ως πρακτική, επομένως σπεκ.

Το μέσα-έξω. (από Galadriel, 09/09/09)Το πάνω-κάτω. (από Galadriel, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν ακούω κουβέντα, δεν δέχομαι αντίρρηση, ως εδώ και μη παρέκει, όλα όσα ήταν να ειπωθούν ειπώθηκαν, αυτό μόνο, τέλος. Εκφράζει μια ψιλο-αγανάκτηση ένα πράμα. Προφέρεται κάπως σαν Όόόλακιολα. (Π 1).

  2. Λίγα, τόσα λίγα. Το «όλα κι όλα» δίνει μια έμφαση στον αριθμό που ακολουθεί, που δείχνει πόσα λίγα ακριβώς και ο οποίος είναι μικρός, ενδεχομένως μικρότερος από το αρχικά αναμενόμενο (Π 2, 3).

Π1.
- Α, όλα κι όλα, εδώ θα τα χαλάσουμε, μην ξαναπείς κουβέντα για την Ιουλία, γιατί εγώ την Ιουλία θα την παντρευτώ.

Π2.
- Ήταν όλα κι όλα πέντε άτομα στην συνάντα, αλλά ήταν όλοι γαμώ τα παιδιά και περάσαμε μια χαρά.

Π3
- Καλέ σου λέω την είχε πολύ μικρή, όλα κι όλα πέντε εκατοστά, τί να σου κάνει το μπιμπίκι...

...όλα κι όλα, μέσα σ\' όλα, δεν θα είσαι πια για μένα, στο ζητάω απεγνωσμένα, άσε κάτι και για μένα. Μάρω το δολοφόνησες λιγάκι. (από Galadriel, 07/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τα δέοντα»: Ξεπροβοδίζοντας κάποιον με την φράση «τα δέοντα», τον προτρέπουμε να μεταφέρει, σε όσους συναντήσει, μαζί με τους χαιρετισμούς μας και «αυτά που πρέπει».

Δεν είναι συνήθης στην καθομιλούμενη η κυριολεκτική της χρήση. Είναι μια έκφραση που μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς (που τα τίναξε με τα χεράκια της... το μουρμούριζε η γιαγιά μου, τραγουδάκι εποχής ήταν), Ελληνικές ταινίες με την Λαμπέτη ή τον Φωτόπουλο κ.λπ., σαν να λέμε, μπορεί να την έλεγαν κυριολεκτικά κάποτε που ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος.

Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά, με την μορφή «τα δέοντα στην μαμά σας» ή σε παραλλαγές τ. «τα δέοντα στην κερία μαμά σας» κ.λπ. (βλ. μήδι 1 και παράδειγμα 1), γενικώς με διάφορες αναφορές στην μαμά, υποθέτω λόγω του ότι η μαμά είναι ιερό πρόσωπο και της αρμόζει σεβασμός κ.λπ. Η χρήση της είναι αντίστοιχη άλλων αποχαιρετισμών όπως «χαιρετίσματα...», «χαιρετίσματα στους δικούς μας», «χαιρετίσματα στην κλεφτουριά», «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που σημαίνουν ότι δεν ασχολούμαστε άλλο με το θέμα της συζήτησης, την κλείνουμε εκεί, αδιαφορώντας πλέον, κρίνοντας άσκοπο να συνεχίσουμε την κουβέντα και αποχαιρετώντας τους συνομιλητές μας.

Λένε ότι ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος του Sport FM, τα παλιά τα χρόνια, έκλεινε την εκπομπή του ως εξής: “Να είστε όλοι καλά και, μην ξεχνάτε, τα δέοντα στην μαμά σας!“. Σε εκείνη την περίπτωση ενδέχεται η χρήση της φράσης να ήταν κάπως ενδιάμεση μεταξύ της ευγενικής μπαμπαδίστικης κυριολεξίας και της σημερινής αγενέστατης ειρωνίκλας, σο, λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει και τέτοια ενδιάμεση χρήση. (Κε Χαραλαμπόπουλε, αν σας ψάχνετε με γούγλε γούγλε και πέσετε εδώ, αφήστε μας ένα σχόλιο με την κοσμοθεωρία σας σχετικά, μμμ!;).

Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, τον πούτσο κλαίγανε, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς

Ασίστ: Dirty Talking από το ΔΠ.

Παράδειγμα 1: Σημ. Το μήδι 1 είναι α-νύ-παρ-κτο και χαρακτηριστικό. Το λήμμα στο 0:31. Ακολουθεί το κείμενο αλλά άλλο να διαβάζεις, άλλο να ακούς τον Χάρρυ Κλυνν να τα λέει:

Ταινίαι τέχνης: «Το μυστήριο ελύθη, αλλά το πρόβλημα παραμένει τελικώς άλυτον… Πως μαγειρεύεται εντέλει το ραγού; Μέσα είσαι εσύ ρε μάγκα… Όλα τα πιάνεις.

Περί τα θύματα ανθρώποι είμεθα και ουδείς αλάνθαστος. Η αχαριστία είναι το έγκλημα… Διότι ο άλλος να πούμε σου δώνει την τέχνη του και ‘συ αρωτάς: “και ποίον περικαλώ το ηθικόν δίδαγμα του έργου;” Δεν κάνει ρε μάγκα… Μη τον προσβλήνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εντέλει, πως φτιάχνεται να πούμε το ραγού;

Διότι πάσα έργο να πούμε δε σάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας. Δεν είναι να πούμε φάγαμε, ήπιαμε και το γλικεράκι μας και άντε γεια χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας. Άπαξ και έριξε φινάλε να πούμε το έργο, πρέπει να την σακουλευτείς που την πάει ο μάγκας τη δουλειά.

Ούτω πως και αι ταινίαι τέχνης. Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουεζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα: Ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι. Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα. Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα… Αλλιώς πως, κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και ασ’ τα επίλοιπα απάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε ρε μάγκα τη φτιάξη… Γουστάρουμε περί Μεγά Αλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα… Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης… Καπέλο μας.»

Παράδειγμα 2 - Εδώ:
Ευχαριστώ και τα δέοντα στη μαμά σας. Είμαι σίγουρος ότι μένετε ακόμα μαζί.

Παράδειγμα 3 - Εδώ:
Λοιπόν, για να συνοψίσουμε αγαπητοί καταναλωτές κροκοδείλου κ ζέμπρας: σβύνετε τώρα αμέσως το blog μου από τα favorites του browser σας κ δέχεστε τις ευχές μου για τις εορτές κ τα δέοντα στη μαμά σας. Άιντε, μην πάρω τίποτε ανάποδες κ αρχίσω κ καταλήξω να κάνω παρέα του Ψαριανού που δεν τον χωνεύω κιόλας.

Το λήμμα στο 0:31. Δεν υπάρχει. Απορώ πώς διάολο το λέει μονορούφι, ακόμα και γραμμένα να του τα χουνε... (από Galadriel, 05/08/09)

Πρβλ: τι κάνει η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρυ (ή γρι) θα πει «τίποτα».

Συναντάται σε αρνητικές φράσεις, σαν να λέμε, στάνταρ με το «δεν», τ. «Δεν είπε / έβγαλε / σκαμπάζω / καταλαβαίνω / νιώθω γρυ». Δεν τολμάω να το συσχετίσω με τον Χριστό, παρόλο που κατά μία έννοια έχει την ίδια χρήση ως λέξη, φοβάμαι την οργή των πιστών.

Το γρυ λέει, στα αρχαιοελληνικά, σήμαινε την βρώμα που μαζεύεται κάτω από το νύχι. Που τά 'χανε κοντά τα νυχάκια οι αρχαίοι, γιατί προφ τά 'κοβαν με τους αρχαίους νυχοκόπτες τους και δεν είχε και τίποτα από κει κάτω, κάτι ελάχιστο, ένα μικρό τίποτα. Σο, γρυ είναι το ασημαντότατο μικρό και τιποτένιο τίποτα.

Αρχική σκηνή: Εξετάσεις στατιστική. Τα θέματα μοιρασμένα. Σκύψιμο προς το αυτί της κολλητής στο μπροστινό έδρανο. -Πω μαλάκα, τι θέματα είναι αυτά, την παλεύεις;
-Γάματα, δεν σκαμπάζω γρυ, δεν πα να δώσουμε κόλλες να πάμε για καφέ στο Ρίο που χει λιακάδα;
Επόμενη σκηνή, γυαλί ηλίου, χύσιμο στους καναπέδες κάτω από την λιακάδα, φράπα στο χέρι, πλιτς πλιτς το κυματάκι. Δεν περιγράφω άλλο. Αύριο πτυχίο.

Harry Potter- Ancient Greek edition: Ο Άρειος Ποτήρ ως ωκυπόρος υογόης (=γουρουνομάγος), σε μία έκδοση από την οποία δεν θα καταλάβετε γρυ! (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified