1. σπασμένη: Αναφορά σε ταλαιπωρημένη και πρόωρα γερασμένη θηλυκή φάτσα, κυρίως εξαιτίας καταχρήσεων ή γονιδιακής γκαντεμιάς. Πρόκειται για αυτήν την όψη που σου δίνει την εντύπωση της ευρύτερης κούρασης και ανεπαίσθητης παρακμής.

Το φαινόμενο οφείλεται στη σταδιακή παράδοση στη βαρύτητα με επιπλέον επιβαρύνσεις που επισπεύδουν τη φθορά: συστηματικά ξενύχτια σειράς ετών, τσιγάρα, ξίδια, ντρόγκες κλπ. Μπόνους τα σακουλιασμένα μάτια.

Σπασμένη δεν αποκαλείται μια εξ ορισμού πατσαβούρα. Ίσα ίσα. Πρέπει να είναι όμορφη ή να φαίνεται ότι υπήρξε όμορφη ή να παρουσιάζεται με ερείσματα ως όμορφη ή τελοσπάντων να πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανήκει σε ψηλή κατηγορία, όχι όμως στις πρώτες θέσεις. Συχνά αλλά όχι απαραίτητα (αν κρίνουμε κι από τα παραδείγματα) αναφέρεται σε μιλφ.

Όσο πιο «κούκλα», τόσο πιθανότερο να χαρακτηριστεί σπασμένη από νωρίς: Οι αναμενόμενες γραμμούλες έκφρασης, γοητευτικές κατά τα άλλα, δίνουν την αίσθηση της ραγισμένης πορσελάνης. Το φαινόμενο επιτείνεται αν πέφτει στουπέτσι οπότε η μικρογραμμή γίνεται φαράγγι με ένα χαμόγελο.

  1. σπασμένος: (θεγκζ ιρονίκ και γαϊδουράγκαθε), ο χαρακτηρισμός παίζει και για αγόρια.

1α. Εδώ (google γκάιζ) κανονικο σωματακι προς το γεματουτσικη,βυζια φυσικα με χαλαρη υφη μεγαλουτσικα για το σωμα της με τονισμενη πεταχτη ρωγα.....φατσα μετρια λιγο σπασμενη...δεν την λες ομορφη απλα συμπαθητικη παρουσια..

1β. Εδώ: Τζινα απο Δανια(ειναι κολλητη φιλη της Φρατζεσκας).ξανθια milf,λιγο σπασμενη φατσα αλλα βελουδινη κορμαρα και κωλαρα.

1γ. Εδώ: Με το που ανοίγω την πόρτα βλέπω τη σπασμένη φάτσα μιας γιαγιάς που καθόταν σε έναν καναπέ, λες και όλοι είχαν βγει να δείρουν Ρωμαίους και αυτή έπρεπε να προσέχει το φαί.

  1. gaidouragkathos (από τα σχόλια παρακάτω): Μια παλιά καραβάνα που ήξερα, έλεγε: «Τον άντρα τον θέλω νάναι σπασμένος, χαρακωμένος...».

Μαντάνα. (από Galadriel, 10/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκθέτω. Ξεμπροστιάζω. Παίρνω τα κρυμμένα και τα φέρνω στο φως του ήλιου, εκεί που όλοι μπορούν να τα δουν. Κατ' επέκταση ξεφτιλίζω.

Λάκα είναι το ξέφωτο στην ύπαιθρο, το ανοιχτό πεδίο, το αβέρτο. Όταν κάτι βγαίνει στη λάκα είναι ορατό σε όλους και εκτεθειμένο. Όπερ έδει δείξαι. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν και επεξηγήσεις, το πρώτο για τη χρήση του λήμματος, το δεύτερο για την επεξήγηση του «λάκα» από μόνο του (προφ ως τώρα υπήρχε πάντα η ανάγκη διευκρινήσεων, τώρα υπάρχει πια ο παρών κανονικός ορισμός, πάει κι αυτή η εκκρεμότητα).

Μην τα μπερδεύετε με: την απόλυτα λεξικογραφημένη λάκα - βερνίκι (χαρακτηρίζει και έπιπλα ενίοτε λόγω βαφής), τη φυ-λάκα και βεβαίως τον μα-λάκα. Αυτά βγαίνουν στο γούγλε γούγλε βέβαια αλλά καμία σχέση.

Εκεί: [...] Αμα πάλι έδειχνε κάποια τσόντα, υποτίθεται, για εκείνη την εποχή π.χ. ο ηθποποιός να φιλήσει την ηθοποιό, [...] Αλλες πάλι συντηρητικές γυναίκες έλεγαν δυνατά: «Κοίτα την παλιοβρόμα που δεν ντρέπεται, πάει ...; χάλασε ο κόσμος, τα βγάλανε ούλα στη λάκα». Τα βγάλανε ούλα στη λάκα σήμαινε ότι τα βγάλανε όλα στη φόρα και δεν σέβονται κανέναν. Ακούς εκεί να φιλιώνται σαν τα γαϊδούρια. Θεός φυλάξοι καιτί άλλο έχουμε οι κακόμοιροι ακόμα να ειδούμε.

Εδώ: Πατέρας: όταν θα πεθάνω γιε μου να μη με θάψετε αλλά να μ' αφήσετε στη 'λάκα' ( ύπαιθρο )
Γιος : ¨Μα θα σε τρώνε τα όρνια πατέρα..
Πατέρας: Ε ! Τότε να μου αφήσετε δίπλα μου και τη μαγκούρα για να τα διώχνω..

Γκιώνα: Η τοποθεσία "Λάκα Σπανάκι" ανεβαίνοντας για την Βαθιά Λάκα. Στο βάθος η Πυραμίδα. (από Galadriel, 10/11/11)Γκιώνα: Η Βαθιά Λάκα το καλοκαίρι.. (φωτός του Bear) (από Galadriel, 10/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ήχος του ντεφιού είναι ρυθμικός μεν, ενδεχομένως τσαχπίνικος, αλλά σίγουρα έντονος και άκομψος. Εξάλλου το ντέφι είναι στην ορχήστρα για το κέφι, εύκολο και βολικό για αξιοποίηση της γλάστρας, η οποία αρκεί να είναι διακοσμητική και δε χρειάζεται να έχει καμιά επιπλέον καλλιτεχνική αξία: αυτή είναι για το ντέφι.

Για το ντέφι είναι κάποιος / κάτι που χαρακτηρίζεται ως κραυγαλέο, άκομψα εντυπωσιακό, τ. λατέρνα, κάτι που κάνει μπαμ με την κακή την έννοια.

Άμα το τραβήξεις και στα άκρα, παίζει και με την έννοια «εξώλης και προώλης» ε, τόσος εντυπωσιασμός πια, τόσο μπαμ, τόσο γλαστρέ κατάσταση, τρώμε και καναν πουτσαρίκο να περνάει η ώρα και κάνουμε και τη βαβούρα μας έτσι να μας προσέχουν όλοι να γουστάρουμε. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται συνώνυμο με την αντίστοιχου κάλλους έκφραση για το γάιδαρο καβάλα.

Το «ούτε για το ντέφι» απαξιωτικότερο ακόμα, λες δαν ζίροου σαν να λέμε.

Μποτέ σε νυχάδικο:
-Τι θα βάψουμε; Κάτι διακριτικό ως συνήθως;
-Χμμμ λέω να το γυρίσω σήμερα, έχω κέφια. Κάνε μου ένα κόκκινο μπαμ, ένα τελείως για το ντέφι.


-Ε ρε έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να δεις την Σοφία τι φορούσε στο σεμινάριο.
-Η Σοφία που είναι πάντα στην τρίχα;!
-Καλά, χαιρετίσματα... Όλος ο κόσμος ήταν με κοστούμι - ταγιέρ κι η Σοφία ήρθε με ένα ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό ρε μαλάκα, εντελώς για το ντέφι!
-Βρήκε γκόμενο;
-Ε ναι.


Ποιματάκι:
Αντί να είναι καλλονή, καμία αλανιάρα
που βλέποντάς την τουμπεκί όλα τα παλικάρια

θα κάνουνε και μια σιωπή στα πλήκτρα θα επέφτει,
είναι ένα κοριτσόπουλο που ούτε για το ντέφι.

δεν θα ‘τανε κατάλληλη, να το κρατά, να παιζ’,
-λέω- για να γινότανε τη νύχτα μια ντιζέζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ό,τι ανέλπιστο και ευπρόσδεκτο προκύπτει λόγω συμμετοχής σε συγκεκριμένη αδιάφορη ή και δυσάρεστη διαδικασία / κατάσταση. Μια κουραστική δουλειά, μια βαρετή αγγαρεία ή μια απεχθής συγκυρία, μπορεί να έχει παράπλευρο όφελος (οικονομικό, σεξουαλικό και ταλιμπάν), τα τυχερά της.

Ο παπάς, που αναγκάζεται να ξεποδαριάζεται από σπίτι σε σπίτι για να διώχνει τα κατσιμπουχέρια, έχει τα τυχερά του: παίρνει μισθουλάκο τσεπώνει και τα χαρτζιλίκια - που ενίοτε απαιτεί, άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει. Σε αυτή την περίπτωση το όφελος είναι μονομερές, ο παπάς γελάει και ο άντρας της θειας που κάνει το ευχέλαιο κλαίει.

Ο υδραυλικός που τον καλούν απρόοπτα και του χαλούν τα ούζα στο καφενείο, έχει τα τυχερά του: πα να φτιάξει το σωλήνα, ρίχνει και κανα πουτσαρίκο στην κυρία του σπιτιού που, τι να κάνει κι αυτή, βαρέθηκε να βλέπει μενεγάκη. Σε αυτή την περίπτωση η βλάβη της υδροδότησης έχει τα τυχερά της και για την κυρία, σο κοινό το όφελος.

Ο σωματοφύλακας, με το επικίνδυνο έργο του, έχει τα τυχερά του (βλ. μήδι)

Η γιαγιά Αντιγόνη - άσχημο πράμα τα γηρατειά: Εχει και η τρίτη ηλικία τα τυχερά της! Πριν κάμποσους μήνες είχα μια κατάκτηση! Μη γελάτε σκασμένα, νομίζεται ότι είναι προνόμιο των νιάτων;

Ο φαντάρος - άσχημο πράμα η θητεία : ...και ολη μου η θητεια ηταν σε ενα γραφειο εφοαδιασμου οταν ημουν στον εβρο και εβγαινα για ψωνια 2 φορες την εβδομαδα και ειχα και τα «τυχερα» μου. (σ.ς. γαμούσε ο φαντάρος)

Κρίση - άσχημο πράμα η κρίση: Έχει και η κρίση τα τυχερά της…. [...]Έχουν την εντύπωση ότι ήμαστε κορόιδα. Σίγουρα τα πράγματα δεν είναι καλά, αλλά και αυτοί τα κάνουν χειροτέρα. Πάντως, εγώ την ευκαιρία μου τη βρήκα και την τσίμπησα και άσε τη κρίση να λέει τα δικά της!

Το βυζί της Ριχάνας (sic). (από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Disclaimer: Αποφασίζοντας να ορίσω το λήμμα που είχα στο πρόχειρο από τότε που βγήκαν οι λάσπες και γουγλάροντας είδα πως με πρόλαβε άλλος και του 'δωσε και κατάλαβε στην ανάλυση, ρισπέκτ. Για λόγους πληρότητας σλανγκρ συνεχίζω ακάθεκτη για να υπάρχει αλλά περιληπτώ:

Τσίμα τσίμα, κατά περίπτωση σημαίνει:

  • ίσα ίσα,
  • οριακά,
  • άκρη άκρη,
  • μετά δυσκολίας έως μόλις και μετά βίας,
  • στήθος με στήθος,
  • στο τσακ και παρατρίχα,
  • στενά,
  • στριμωγμένα και χωρίς περιθώρια.

Γενικώς το βρήκα και ως τσύμα-τσύμα, ή και τσῦμα-τσῦμα (γιατρέ για πάρτη σου), γιατί βγαίνει λέει από το λατινικό cῑma/cȳma που θα πει βλαστάρι και εν συνεχεία πήρε την έννοια του ακρογωνιαίου, κορφή, άκρο κλπ. Ο Σαραντάκος θεωρεί ότι πρόκειται για αντιδάνειο από τα Ιταλικά όπου το ελληνικό κύμα - κύημα έγινε cima. Ο Μπαμπινιώτης εξετάζει τη θεωρία να προκύπτει από το σιμά σιμά, δηλαδή κοντά κοντά (στην άκρη υποθέτω) που δικαιολογεί καλύτερα τη συνήθη ορθογραφία. Κατάσταση μπερδεγουέι.

Ο Κανάκης: Είχα κατά περιόδους τις αφραγκιές μου, αλλά περισσότερο ήμουν στην κατηγορία «τη βγάζω τσίμα τσίμα».

H Τσαπανίδου: ...η «μάχη» δόθηκε στήθος με στήθος, [...] Τα νούμερα που είναι «τσίμα τσίμα» δείχνουν την απίστευτη μάχη που γίνεται, δεδομένου ότι το MEGA και ο ANT1 κάνουν καθαρή ψυχαγωγία και ο ΣΚΑΙ καθαρή ενημέρωση.

O Εξωαποτοευρός: Και με ευρώ και χωρίς ευρώ για μας το λαό η φτώχεια είναι σίγουρη. Ότι νόμισμα κι αν θα 'χουμε από τη στιγμή που θα δουλεύεις σαν είλωτας για να τα φέρνεις βόλτα τσίμα-τσίμα το ίδιο κάνει.

O Μπάτμαν: ... ο Christian Bale, αυτοπροσώπως και όχι δια μέσου κασκαντέρ, ατένιζε την πόλη φορώντας τη στολή του “Σκοτεινού Ιππότη”, τσίμα-τσίμα στην άκρη της κορυφής του Πύργου Sears.

O Ανέκδοτος: ...πλησιάζει και βλέπει ότι το φως ήταν ένα καντήλι μέσα σε ένα πολύ μικρό καμαράκι- προσκυνητάρι. Με πολλή προφύλαξη πλησίασε και κοίταξε μέσα ,όπου είδε ότι ήταν ξαπλωμένες τσίμα- τσίμα τρεις καλόγριες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.

Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.

Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.

Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...

Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;

Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.

Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.

Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.

Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.

Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.

(από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολυμπηθρόξυλο: ξύλο που απομένει από κατεστραμμένο ναυάγιο και μπορεί να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για τον καημένο ταλαίπωρο ναυαγό - το ξύλο που θα τον βοηθήσει να κολυμπήσει.

Δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: θα διαλυθούν τα πάντα όλα, θα γίνει της πουτάνας, θα επέλθει ολική καταστροφή, δε θα ξέρουμε πούθε να κάνουμε, θα τρέχουμε γύρω γύρω (ή θα κολυμπάμε γύρω γύρω στα σκατά ως πιο συναφές) χωρίς ελπίδα να σωθούμε από την κοσμοχαλασιά γιατί δε θα 'χουμε πού να πιαστούμε, από την πρότερη κατάσταση δε θα χει μείνει ούτε κομμάτι, όλα θα έχουν διαλυθεί.

Χρήση συνήθως ως απειλή ή ως Κασσάνδρεια προφητεία.

-Μωρέ τι, θα τον φοβηθώ; Γιατί δηλαδή γκατάλαβα, επειδή είναι ντούκι; Εγώ σου λέω άμα αρχίσει πάλι τις μαλακίες δεν του την χαρίζω άλλη φορά, θα τον λιώσω, της πουτάνας θα γίνει, θα τα τσακίσω όλα, δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σου λέωωωω...
-...
-Πίσω μου είναι ε;
-...καλώς τον Κώστα...
-Πάλι για μένα λες ρε σπόρε, ρε απολειφάδι γαμώ τη μάνα σου;
-Νταξ ρε Κωστάκη, λέμε και καμια μαλακία να περάσει η ώρα, όλα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο κουμανταδόρος του chat room, ο αντμινιστρέιτορ που έχει δυνατότητα επιλογής και αποβολής του εισερχόμενου κόσμου και της λογοκρισίας στη συμπεριφορά του κοινού.

Οι σχετικές εξουσίες κάνουν ενίοτε τον άντμιν μισητό πρόσωπο ειδικά αν είσαι αυτός που έφαγε το μπανάκι ή την επίπληξη γιατί σταδγιάλα πήρε ένα παπάκι (σ.ς. το σύμβολο που μπαίνοντας μπροστά από το νικνέιμ στη λίστα ξεχωρίζει τα αφεντικά από τους πληβείους - βλ. μήδι 1) και νομίζει ότι είναι κάποιος, ο κομπλεξικός (περαιτέρω χαρακτηρισμοί στο παράδειγμα 1).

Εννοείται ο όρος συναντάται στα βάθη των τσατικών στοών, κάτω από τον πραγματικό κόσμο, εκεί που έχουν αναπτυχθεί νέες κοινωνίες όπου επικρατεί εγκεφαλική μετάλλαξη.

Εδώ: Η εποχή του (^&%) με τα σαράντα(40) ξύλινα στρατιωτάκια. Ο αποτυχημένος ρουμάρχης σύμφωνα με το κατά (*&%) το ανάγνωσμα, με μόνιμο στόχο να γίνει ρουμάρχης, που ποτέ δεν πέτυχε.«Εσείς μπορείτε ρε μαλάκες να βάλετε τόσα nicks; Εγώ μπορώ(!) άντε γαμηθείτε ρε μουνιά»(LOL), favorite έκφραση του hacker.

Εδώ: «πως κατάντησες έτσι bro μας;» Πες κάτι άλλο, κώλυσε η βελόνα στο καθυστερημένε. Στο λεξικό έτσι ψάξουμε αποτυχημένο roomarxi και playboy παίρνουμε απάντηση (&^%&).

Ο dave για όποιον κάνει ban. (από Galadriel, 17/11/11)Κι αυτός ρουμάρχης   (από GATZMAN, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράφω για το λήμμα αυτό λόγω της τρίτης έννοιας που άκουγα από τα χείλη της σλανγκογιαγιάς μου. Ψάχνοντας ωστόσο για τον ορισμό βρήκα κι άλλες έννοιες ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες. Σο, έχουμε και λέμε:

Ξόμπλι:
1. σχέδιο σε υφαντό, στολίδι γενικώς. Σέρρες, Κρήτη και γενικώς φαίνεται να είναι διαδεδομένο πανελληνίως και το 'χει κι ο Τριαντάφυλλος. Έχουμε ξόμπλι < μεσαιωνικό εξόμπλιον, υποκοριστικό του έξομπλον < λατινικό exemplum (= παράδειγμα, υπόδειγμα, άξιο προσοχής) [Παραδείγματα 1-2].

2: Κουτσομπολιό (κουτσομπολιό > ξομπολιό> ξόμπλι - εικασία ετύμου) [Παραδείγματα 3-5].

3: Γυναίκα (ή άτομο γενικώς) αποκρουστικά κακάσχημη, τερατώδης κι επίσης κατ' επέκταση μαλακισμένη και καρακατσουλιό κατωτάτου. Εκτιμάται ότι σε αυτή την έννοια προέρχεται από το εξάμβλωμα κι αν όχι ταιριάζει μια χαρά [Παραδείγματα 6-8].

  1. Στολίδι εδώ: – Κρήτη: «από τη δεύτερη κιόλας χρονιά της λειτουργίας µας φτιάξαµε το «Ξόµπλι», στολίδι δηλαδή, όπου οργανώνουµε εκθέσεις ζωγραφικής, χειροτεχνίας, φωτογραφίας, κεραµικής και αγγειοπλαστικής, που αφήνουν έντονο το στίγµα τους στα καλλιτεχνικά δρώµενα της Δυτικής Kρήτης».

  2. Στολίδι εδώ: Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει.

  3. Κουτσομπολιό: Διδώ Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν»: …ξεμύτισαν απ' την κουζίνα οι υπηρέτριες και οι βοηθοί τους, κύτταζαν με περιέργεια τους χορευτές κι έλεγαν ψιθυριστά διάφορα ξόμπλια, πνίγοντας τα γέλια τους.

  4. Κουτσομπολιό εδώ:…και πάνω που νομίσαμε πως ξεμπερδέψαμε από τα αγιακά και τα χριστουγεννιάτικα που απειλούσαν να μας βγάλουν από την λωτοφαγία μας, τις συνεστιάσεις και τα ξόμπλια (κουτσομπολιά) των πάντων και ακόμη μερικών, ήρθε και αυτός ο περίεργος και μουσάτος με το ακούρευτο μαλλί, για να μας κηρύξει, λέει, μετάνοια

  5. Κουτσομπολιό εδώ: Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
    Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
    Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
    Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

  6. Κακάσχημη εδώ: Πολύ καλές ιδέες tsitum!Μόνο στη Kirsten Danst διαφωνώ γιατί είναι ένα ξόμπλι!

  7. Κακάσχημη εδώ: Το κακό παρατράβηξε. Και δε θα πεθαίνει εμένα η μάνα μου τις Κυριακές για κάθε ξόμπλι.

  8. Κακάσχημη κι εδώ: Οσο για το βιντεάκι απλά θεότρελλο !Η τύπισσα έχει πολύ περισσότερο μέλλον και ταλέντο από κάτι Britney και άλλα ξόμπλια..

(από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tα καταφέρνω. Έχω ένα δικό μου μυστήριο τρόπο για να αντιμετωπίζω με επιτυχία το ό,τι. Αναφορά βεβαίως σε θέματα όπου κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται (μη εξαντλητική εκτενής λίστα στα παραδείγματα). Το 'χω.

Ο «τρόπος» είναι ασαφής, δε διευκρινίζεται. Το ερωτηματικό πλανάται στον αέρα αλλά με τη φράση αυτή ο αέρας κόβεται, πόσο επίμονος πρέπει να είναι κάποιος για να συνεχίσει να ρωτάει «ποιον τρόπο δηλαδή». Μπορεί να είναι από την κωλοφαρδία μου, το μαγικό μου αστέρι που με φυλά από ψηλά, μέχρι οι σχέσεις μου με τη μαφία, να κοιτάς τη δουλειά σου.

Κύρια σλανγκοσημασία χωρίς: Όταν παραλείπεται το με, αναφέρεται δηλαδή απλά ως «έχει τον τρόπο του» σκέτο, υπονοείται το «με τα λεφτά». Σημαίνει κυρίως ότι, πλούσιος δεν είναι ο τάδε, αλλά τα καταφέρνει να επιβιώνει και μάλιστα σε ιδιαιτέρως καλό επίπεδο, χωρίς να διευκρινίζεται πώς. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τάδες δεν είναι εργάτης ή μισθωτός, αυτοί έχουν κόπο, αυτός έχει τρόπο. Υπαινίσσεται ότι όλο και μια περιουσιούλα υπάρχει, όλο και κάτι εισοδηματάκια έχει, ενοικιάκια από προικώα, κληρονομιές στο σεντούκι, γενικά μυστικά και ζηλευτά από τους πολλούς φράγκα, που μη λέμε τώρα λεπτομέρειες και του το γρουσουζέψουμε.

Με τις λέξεις: Έχοντας ένα παιδί Δίδυμο είναι σαν να είστε μέσα στην περιπέτεια όλη την ώρα. [...] Έχει τον τρόπο του με τις λέξεις και μπορεί εύκολα να παίξει μαζί τους.

Νομίζω πως έχω τον τρό­πο μου με τα πολύ μικρά παιδιά, αλλά μη έχοντας μεγαλώσει ένα δικό μου, ίσως δεν έχω εκείνους τους δίαυλους επικοινωνίας που θα μου επέτρεπαν να τους πω τις δικές μου ιστορίες.

Έχω τον τρόπο μου με τους ανθρώπους. Εκτός από την έμφυτη κλίση μου, το σπούδασα καλά το αντικείμενο, χρόνια ολόκληρα στο κουρμπέτι.

Μου θυμίζει εξορμήσεις σε πισίνες με παρέες, [...] μία αξέχαστη φάση που έβαλε σε ένα beach bar αυτό το τραγούδι (έχω τον τρόπο μου με τους dj) και ουρλιάζαμε σαν παιδιά...

“Θόγια, σε βρίσκω εκπληκτικό!!! [...]Τόσο πολύ με μαγεύεις!!! Έχεις τον τρόπο σου εσύ βέβαια με τις γυναίκες.. [...]Πρέπει να είσαι και καλός στο κρεββάτι!!! Μέσα δεν έπεσα;;; ”

Μετά μας σύστησε τον υπεύθυνο της εκπαίδευσής μας. [...]Ήταν τόσο αγενής που οι φοιτητές είχαμε κάνει κατάλογο με τις καλύτερες προσβολές. [...]: Χμμμ, κατάλαβα τι λες, βλέπεις έχω τον τρόπο μου με τα ζώα (σε απορία φοιτητή).

Δεν έχω παραπονο παντως....δε με εβρισαν ....με εξυπηρετησαν ταχυτατα...(και ας τους ταλαιπώρησα και λίγο...αλλά είπαμε εχω τον τροπο μου με τις δημόσιες υπηρεσίες)..

...Εγώ έχω μεγαλύτερη άνεση και γενικά έχω τον τρόπο μου με τους τραμπούκους και τις σεξουαλικές χάρες, οπότε δεν πιάνουν σε εμένα εκβιασμοί. [...] η προτίμηση που εμφανίζουν οι περισσότεροι άντρες στα αθλήματα που περιέχουν μεγάλες μπάλες είναι σχεδόν ταυτόσημη με την προτίμηση που εμφανίζουν στα μεγάλα βυζιά.

το τρενο χαλασε μας κατεβασαν και μας συνελαβαν συνοριοφυλακες.κατι ηλιθιες απο την ξανθη δεν ειχαν καν ταυτοτητα,εγω ειχα διαβατηριο,και τα κανονισα!παντα εχω τον τροπο μου με τους ενστολους αντρες!


Αλλά κυρίως:

Κοίτα, έχω μία φίλη, που έχει σοβαρή σχέση με σκωτζέζο και το πάνε για γάμο (πύργο δεν έχει, αλλά τον έχει τον τρόπο του). (σ.ς. να, αυτό που έλεγα στην τρίτη παράγραφο)

Έχει τον τρόπο της με τον Σαββιδάκη. (από Galadriel, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified