Ο παλιός, αυτός ο οποίος έχει εμπειρία, ο πιο μεγάλος και σεβάσμιος μίας παρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδώσει κύρος σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Θεσσαλίας.

- Ποιος είναι αυτός;
- Ο Πέτρος; Αυτός είναι παλιακός, να τον ακούς πάντα, ξέρει τι λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «αφήνω μύθι». Καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός, αφορά σε άτομα που με τις πράξεις και τη στάση τους μένουν στην ανάμνηση μίας παρέας ή ενός συνόλου ανθρώπων, σαν παραμύθι.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει ότι κάποιος με τη συμπεριφορά του κάνει τέτοια εντύπωση, ώστε να αφήσει μύθια στο μέλλον.

- Αυτός ο Κώστας που λένε συνέχεια ποιος είναι;
- Ένα πολύ ξηγημένο παιδί, δεν τον πρόλαβες, έχει αφήσει μύθια στη σχολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «μούφα».

Αυτός/αυτό δηλαδή, που δεν έχει την ποιότητα που θα περιμέναμε, και είναι είτε ψεύτικο, είτε χαλασμένο.

Μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση.

- Τη δοκίμασες τη νέα «φάντα» με γεύση καρπούζι;
- Άσε ρε φίλε, μην πάρεις, είναι πατσαρδέ. Δεν πίνεται με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν με τη συμπεριφορά μου εκνευρίζω κάποιον σε υπέρτατο βαθμό.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσουμε την απειθαρχία σε κάποια αρχή, πχ δάσκαλο, αστυνόμο κτλ.

Συνώνυμο: δίνω κρίση.

- Εγώ λέω αρκετά με την Αγγλικού. Πολύ αυστηρή μας το παίζει και μου την σπάει. Λέω να πάμε να τη δώσουμε μια καλή ταραχή αύριο.
- Ναι να την βάλουμε να κάτσει στην καρέκλα που γέρνει. Θα ρίξουμε χοντρά γέλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Through pass.

Κάθετη πάσα στο προ (και γενικά στο ποδόσφαιρο). Γίνεται με το κουμπί Δ (δέλτα ή τρίγωνο), και είναι η γαμιστερώτατη λειτουργία του υπέρτατου αυτού παιχνιδιού. Γίνεται και σκαφτή με ταυτόχρονη χρήση του «ελ-ένα» (L1-φτερό).

Είναι φυσικά η κάθετη πάσα στον κενό χώρο, ώστε ο παίκτης που τη δέχεται να βρεθεί στην πλάτη της άμυνας. Ο παίκτης που κάνει την πάσα (καλύτερα να είναι το δεκάρι μας), πρέπει να τη στείλει μπροστά από τον παίκτη μας, ώστε να κερδίσει χώρο, μακριά από τους αντίπαλους αμυντικούς, πριν τον αντίπαλό τερματοφύλακα, την κατάλληλη στιγμή, πριν μαρκαριστεί ο φορ μας και βγει οφ σάιντ, αλλά όχι και πολύ νωρίς, ώστε να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερο κενό χώρο και να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για γκολ.

Ακούγεται περίπλοκο, και έτσι είναι. Η θρου πας είναι μία τομή στο χωροχρόνο, μια επίδειξη ανώτερης τεχνικής, που μόνο ένας καλός παίκτης του προ μπορεί να εκτελέσει σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουμπί στο Playstation που πατάμε με το δείκτη και τον μέσο. Είναι μακρόστενο και πάνω από το χειριστήριο και γι' αυτό λέγεται έτσι.

- Όχι ρε, μου απέκρουσε το τετ-α-τετ!
- Έπρεπε να τον κρεμάσεις.
- Πώς;
- Μα τι νιουμπάς είσαι, δεν ξες; Πατάς ταυτόχρονα το σουτ με το αριστερό φτερό...

L1, L2, R1, R2 φτερά (από Galadriel, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified