Αυτός που ακούει μια ατάκα από κάπου και, όποτε την αναπαράγει, νιώθει έξυπνος.

Καλή κοπέλα η Τατιάνα, αλλά πολύ ξυπνιτζού. Ό,τι μαλακία πει η Κάρι Μπράτσο και οι καριόλες φίλες της στο Sex and the City, μας το κοπανάει. Χτες μου είπε: «Το φυσιολογικό κυμαίνεται μεταξύ αυτού που θες και αυτού που μπορείς να πάρεις». Βγάλε νόημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατσούκλι για οποιονδήποτε. Ο γεράκος που έχει πλούσιο λευκό μούσι.

-Ποιον έχετε φυσική στο τμήμα σας;
-Τον Άη Βασίλη.
-Ποιόν;
-Τον Κωστιάδη ρε, τον παππού με το μούσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο ατομάκια που έγιναν γνωστά στις αρχές του '90, από μια κασέτα με φάρσες που έκαναν στο τηλέφωνο. Τα έχωναν πολύ άγρια (βόθρος το στόμα τους) και ήταν πολύ ετοιμόλογοι.

Διαδόθηκαν στο ίντερνετ γύρω στο 2000 όταν οι φάρσες κυκλοφόρησαν σε mp3 απο διάφορα σάιτ.

(από φάρσα)
- Τον Λέντη θα ήθελα.
- Ποιον Λέντη;
- Τον πούτσο μου τον λεβέντη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικόν όργανον. Όχι τόσο χυδαίο όσο το «πούτσος», και έχει μια περιπαικτική διάθεση.

Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό, πιθανότατα συμπεριλαμβανομένων και των άλλων 2.

Βάλε ρε κάνα βρακί που τριγυρνάς με τα λιλιά όξω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεθερμάω, ξεθερμίζω: Κάνω λάντζα, πλένω πιάτα. Έκφραση από νησιά.

Ενίοτε λέγεται καί σκέτο ξεθερμίζω, αλλά μπορούμε να προσθέσουμε τα πιάτα, αν και είναι πλεονασμός γιατί εννοείται.

Έχω να ξεθερμίσω τα πιάτα και μετά θα αράξω.

Βλ. και αξεθέρμιστα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρώνω, γίνομαι κουλ.

-Ρε έχω πολύ άγχος με την εξεταστική!
-Κούλαρε σου λέω, καλά θα τα πας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που είναι τέλειο, γαμάτο, με ενθουσιασμό.

  1. - Πώς περάσατε στο νησί ρε;
    - Πωω... Καύλα μαλάκα! Γαμάτο ξενοδοχείο και τίγκα στα πιπίνια.

  2. Αυτή η μπύρα είναι σκέτη καύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουνούπι, στα καλιαρντά.

Ετυμολογία: βίδα, μπλάντι (= αίμα) και ρουφώ.

- Νάκα αβέλουμε τούφες και να αφήνουμε τις βιδομπλαντορούφες να μας πίνουνε το μπλάντι (= Δεν κοιμόμαστε για να αφήσουμε τα κουνούπια να μας πίνουν το αίμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να αναφέρεται κυρίως σε δεσμό, αλλά καμιά φορά μπορεί να σημαίνει και «τα έχω βαλει» με κάποιον. Δηλαδή είμαι μαλωμένος.

-Ο Μήτσος μου είπε να σε ρωτήσω γιατί όποτε τον βλέπεις στο δρόμο γυρίζεις από την άλλη και κάνεις ότι δεν τον είδες.
-Ε τα έχω μαζί του ρε... θα πηγαίναμε γήπεδο και ξαφνικά το ακύρωσε και καλά γιατί ήταν άρρωστος, και τελικά πήγε με τον Μάκη... δε θέλω πολλά-πολλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified