Κάτι που είναι υπερβολικά σουρεαλιστικό και παλαβό. Κάτι που μπορεί να το σκέφτηκε κάποιος μόνο αν είχε καεί με ναρκωτικά.
Βλέπεις Μπομπ Σφουγγαράκη; Πολύ καμμένο μικιμάου!!
Κάτι που είναι υπερβολικά σουρεαλιστικό και παλαβό. Κάτι που μπορεί να το σκέφτηκε κάποιος μόνο αν είχε καεί με ναρκωτικά.
Βλέπεις Μπομπ Σφουγγαράκη; Πολύ καμμένο μικιμάου!!
Got a better definition? Add it!
Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.
Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!
- «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
- Τι λέει πάλι ο καμένος;
Got a better definition? Add it!
Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.
- Πρόσεχε θα πέσεις!
- Μη φοβάσαι, τό 'χω.
- Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
- Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!
Got a better definition? Add it!
Τα καταφέρνω καλά σε κάτι, κατέχω, είμαι καλός.
Από μαθηματικά πώς τα πας; Το λες το ποίημα;
Got a better definition? Add it!
Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).
Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).
Φιλούθκιααααα!
Got a better definition? Add it!
Κατάληξη για κάτι μεγάλου μεγέθους, που σημαίνει -άρα.
Φιλούμπες = φιλάρες, αρχιδούμπες = αρχιδάρες, κρεμμυδούμπες = κρεμμυδάρες.
Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.
Got a better definition? Add it!
Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).
Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.
- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.
Δες και φουνταριστός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.
Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Διαλύω, χαλάω κάτι.
- Το βράδυ έχω κουβαλήματα και θα χρειαστώ το αυτοκίνητο.
- Σήμερα βρήκες; Μου γάμησες το πρόγραμμα!
Τι φάλτσα ήταν αυτά; Το γάμησε το τραγούδι!
Αυτός ο άσχετος πήγε να μου φτιάξει τον υπολογιστή και μου τον γάμησε...
Got a better definition? Add it!
Εμπόδιο (υπαρκτό ή ψυχολογικό) με κάτι, κώλυμμα.
- Δεν καταλαβαίνω το σκάλωμα που έχεις με τον Νίκο και δεν θες να τον βλέπεις.
Got a better definition? Add it!