Η φωτιά στα καλιαρντά.

Τζάκατα δικέλεις ντούμα, χορχόρα αβέλεις τ' άχατα (=όπου βλεπεις καπνό, περίμενε και φωτιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημος ή κακός στα καλιαρντά. Από κει βγήκε και το όνομα καλιαρντά.

Τζους καλιαρντό γκουγκού! (=φύγε κακό φάντασμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι βρισιές, το μάλωμα, απο το σιχτίρ.

  1. - Για συμμαζέψου, μην ακούσεις κάνα σιχτίρι, έτσι;;

  2. - Θα μου πεις πού είχες πάει μωρή, ή να αρχίσω τα σιχτίρια;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι εντελώς απίστευτο, κουφό, άκυρο, καμένο.

  1. Χάχαχα!! Ρε μαλάκα, δεν υπάρχει αυτό το ανέκδοτο που είπες!!

  2. Τι καμένη ταινία! Δεν υπάρχει, μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι περίπτωση λέμε όταν κάτι είναι εξαίρεση, αξιόλογο, ξεχωριστό. Μεταφορικά όμως το λέμε όταν κάποιος είναι παλαβός, αλλού γι' αλλού. Αυτό τονίζεται πιο πολύ όταν λέμε περιπτωσάρα.

  1. - Εγώ είμαι περίπτωση... μπορώ να κοιμηθώ και ας έχω πιει 3 φλυτζάνια καφέ... -Σοβαρά; Απίστευτο!

  2. -Σήμερα θα βγω με τη Λένα, θες να έρθεις; -Τι λες ρε περίπτωση; Αφού έχουμε μαλώσει μ' αυτήνα, δεν το ξέρεις;

  3. - Χτες είδα πάλι το Δημήτρη. Τι μου 'λεγε πάλι χτες η περιπτωσάρα! Έπιασε την κουβέντα για εξωγήινους και ούφο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση επιβεβαίωσης που απαντά σε κάτι που είπε κάποιος άλλος. Στα καλιαρντά μπαίνει και ερωτηματικό. Για πιο έμφαση μπορεί να προστεθεί το μα ή το όμως.

  1. - Πωπω, χάλια οι δρόμοι σε αυτή την περιοχή! - Μα τελείως;

2.- Τον ξέρεις το Νίκο; Περιπτωσάρα! - Τελείως όμως;

  1. -Καλα, αυτη η ταινία ήταν το κάτι άλλο! -Εντελώς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

το θεό: Χαρακτηρισμός κάποιου ουδέτερου αντικειμένου που είναι πολύ ουάου, πολύ ιν. Βλέπε και θεά

- Τι ωραίο πουλοβεράκι;! Θεό είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια όχι και τόσο γνωστή έκφραση, που υπάρχει όμως στην αγγλική γλώσσα (jump the shark).

Αναφέρεται σε καθοδική πορεία που έκανε ένα προϊόν (συνήθως στην τηλεόραση) μετά από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.

Αιτίες που συνήθως κάποιο σήριαλ πηδάει τον καρχαρία, είναι όταν π.χ. «σκοτώνεται» κάποιος πρωταγωνιστής, όταν αποχωρεί ένας ηθοποιός και αντικαθίσταται από άλλον, όταν μπαίνει καινούργιο πρόσωπο στο καστ, όταν γίνεται μια σημαντική αποκάλυψη και αλλάζει το σενάριο, ο χαρακτήρας κ.λπ.

  1. - Είδες το Παρα-πέντε προχτές; - Μπα, δεν το βλέπω πια. - Γιατί ρε; - Ε απο τότε που έμαθαν ποιός είναι ο κακός, πήδηξε τον καρχαρία.

  2. - Εγώ πιστεύω οτι απο τότε που ο Μάκης μάλωσε με τον Θέμο, έχει πηδήξει τον καρχαρία το ΟΛΑ... Δεν είναι όπως πριν.

  3. - Έλεγαν οτι το περιοδικό θα γινόταν γαμάτο με τον καινούργιο συντάκτη, αλλά απο τότε που το ανέλαβε, πήδηξε τον καρχαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των κόμικς χικ αποδίδεται το ηχητικό εφέ του λόξυγγα, συνήθως όταν είναι απο μεθύσι.

Από εκεί έχει διαθοθεί στον γραπτό λόγο γενικότερα, ειδικά στο ίντερνετ.

(στο τσατ)
-pou hsoun re? giati arghses na syndetheis?
-eixame paei gia clubbing.. hpiame TA xydia.. xik!
-lol

Μπουταρης (από polemarxos90, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξελιγωμένος για γυναίκα, ο σεξομανής, αλλά και ο αγάμητος.

-Πω, κοίτα αυτή ρε τι γκομενάρα!
-Χαλάρωσε ρε, μην κάνεις σα λιγούρης!

Βλ. και λιγούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified